Βυζαντινές πριγκίπισσες με πορφύρα ή ρομφαία(της Ελένης Σβορώνου)

0
2180

της Ελένης Σβορώνου

 

Πορφυρογέννητες ή ταπεινές, ελεύθερες ή σκλάβες, «πρωτευουσιάνες» ή «επαρχιώτισσες», οι γυναίκες αυτές είναι παιδιά της εποχής τους. Η τύχη τους ορίζεται από τους άνδρες. Άλλες οδηγούνται στον γάμο για λόγους πολιτικών συμφερόντων, άλλες πωλούνται σκλάβες και άλλες στερούνται της περιουσίας τους εξαιτίας της άδικης συμπεριφοράς των αρσενικών αδερφών τους. Ακόμη και αυτές που αισθάνονται να πάλλεται μέσα τους ένας ανώτερος σκοπός, πλάσματα που έχουν το χάρισμα, κινούνται σε έναν κόσμο που ορίζουν οι άνδρες, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται ο Πατέρας- Θεός.

Αλλά έχουν χαρακτήρα και καταφέρνουν όχι μόνο να τα βγάλουν πέρα μόνες τους αλλά και να αφήσουν το ίχνος τους στην Ιστορία. Εκείνο που σίγουρα καταφέρνουν, ως γοητευτικές λογοτεχνικές ηρωίδες βγαλμένες από την πένα άξιων Ελληνίδων συγγραφέων (γυναικών κυρίως) είναι να εισάγουν τους νεαρούς αναγνώστες στη βυζαντινή εποχή με τρόπο αληθινά συναρπαστικό.

Το επίθετο «συναρπαστικός» είναι πλέον κενό νοήματος ως χαρακτηρισμός ενός νεανικού βιβλίου. Πάρα πολλά βιβλία προβάλλονται ως «συναρπαστικές περιπέτειες». Σίγουρα το ζητούμενο μιας ενδιαφέρουσας πλοκής είναι καίριας σημασίας στην παιδική και νεανική λογοτεχνία. Οι απαιτήσεις όμως ενός ιστορικού μυθιστορήματος, ή μιας μυθιστορηματικής βιογραφίας, είναι πολύ περισσότερες. Κι ίσως γι αυτό οι τίτλοι ιστορικών μυθιστορημάτων που αφορούν το Βυζάντιο και τον Μεσαίωνα δεν αφθονούν στη σύγχρονη ελληνική εκδοτική παραγωγή.

Πρέπει να ανατρέξουμε στις παλαιότερες, και κλασικές πλέον, ελληνίδες συγγραφείς για να συναντήσουμε αυτές τις βυζαντινές πριγκίπισσες που μας εισάγουν όμορφα, ανάλαφρα θα έλεγε κανείς, σε συγκεκριμένες εποχές και τόπους της βυζαντινής ιστορίας που κατά τα άλλα έχει πάντα το «στίγμα» της βαριάς, σκοτεινής και πολυδαίδαλης ιστορίας που δύσκολα τη δαμάζεις ως γνώση, κι ακόμη πιο δύσκολα της παραχωρείς μια θέση στην καρδιά σου.

Αν και δυσεύρετες οι Βυζαντινές αυτές γυναίκες αξίζουν την προσοχή μας. Δεν κυκλοφορούν στο εμπόριο! Τα βιβλία αυτά είναι εξαντλημένα, αλλά βρίσκονται στις τοπικές δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες και στην Εθνική Βιβλιοθήκη (όχι όμως στο δανειστικό τμήμα). Δυσεύρετες, δυσπρόσιτες και συναρπαστικές, λοιπόν, όπως είναι οι σπουδαίες γυναίκες!

Στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη του 5οι αι. μ.Χ., μας μεταφέρει η Πηνελόπη Μαξίμου με το Κοντά στην Αθηναϊδα.

Κεντρικό πρόσωπο η κόρη του φιλόσοφου Λεόντιου από την Αθήνα. Η Αθηναϊδα ορφάνεψε πρόωρα, αδικήθηκε από τα αδέρφια της, που της στέρησαν το δικαίωμά της στην πατρική περιουσία, αλλά γρήγορα ανέλαβε δράση. Έκανε μόνη της το μακρύ και επίπονο ταξίδι ως την Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσει το δίκιο της, και κατέληξε σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β’.  Στο φόντο της ζωής της Αθηναϊδας, τα ταραγμένα χρόνια της επιδρομής των βαρβαρικών φυλών, στο δυτικό και ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, ο εξ ανατολών κίνδυνος από τους Πέρσες και τους Ούνους. οι διωγμοί των εθνικών, οι χριστιανικές αιρέσεις, και μια Κωνσταντινούπολη ντυμένη στα μετάξια και στολισμένη με χρυσό και πολύτιμους λίθους. Η Κωνσταντινούπολη, κέντρο παγκόσμιου εμπορίου, λάμπει μέσα από τις σελίδες:

«Όταν έρχεσαι στην Κωνσταντινούπολη, για οποιονδήποτε λόγο κι αν έρχεσαι, θα σε θαμπώσει η ομορφιά της, το μεγαλείο της, Και θα την προσκυνήσεις.

[…] Αχ! Να μην περνούσαν ποτέ οι δυο μήνες που θα γυρίζαμε στην Αθήνα. Να μην τελείωναν! Ποτέ! Έτρεχα ολημερίς. Με είχε πιάσει αγάπη για στολίδια, αγάπη για θέαμα, για τη ζωή. Δεν είχα θέληση, είχα γίνει αυτό που η Κωνσταντινούπολη μου είχε επιβάλλει…]»

Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, από την πλευρά της υπηρέτριας της Αθηναϊδας, ζωντανεύει τους προνομιούχους αλλά και τους ταπεινούς, τους «πάνω» και τους «κάτω» της κοινωνικής πυραμίδας της εποχής.

Παλιό βιβλίο, του 1972, σε πολυτονικό, με ζωγραφιές μονόχρωμες, της εποχής που μεσουρανούσαν οι εκδόσεις «Αστήρ», θυμίζει πώς είναι ένα βιβλίο όταν βασίζεται κυρίως στο περιεχόμενο.

Η Κίρα Σίνου στο ΄Αννα και Θεοφανώ, πριγκίπισσες στα ξένα, παρουσιάζει την αδελφή του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου και την ανιψιά του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή αντίστοιχα. Είναι δυο γυναίκες που συνέβαλαν, με τη μόρφωση και την επιρροή που ασκούσαν στους ξένους συζύγους τους, στο άνοιγμα των τελευταίων στον βυζαντινό πολιτισμό. Η Άννα έγινε σύζυγος του πρίγκιπα Βλαντίμιρ της Ρωσίας, ο οποίος, για χάρη της, ασπάσθηκε την ορθοδοξία και στη συνέχεια βάφτισε ολόκληρο τον ρωσικό λαό. Η Θεοφανώ, πάλι, κόρη της ομώνυμης αυτοκράτειρας, παντρεύτηκε τον Όθωνα Β’, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έσπειρε, δια του συζύγου της, τον σπόρο του ελληνικού πολιτισμού στους Γερμανούς.

Γνωρίζουμε λοιπόν το βυζαντινό πολιτισμό του 10ου αιώνα (και την πολιτική ιστορία) μέσα από την αντίστιξη με τον πολιτισμό της Ρωσίας και της Γερμανίας.

Η συγγραφέας κατατάσσει το βιβλίο της στην κατηγορία του ιστορικού μυθιστορήματος, σπεύδει όμως να διευκρινίσει στην Εισαγωγή πως δεν περιέχει στ’ αλήθεια πολλή μυθοπλασία. Ζωντανεύει μάλλον σημαντικά γεγονότα της ιστορίας των δυο ηρωίδων και της εποχής τους.

Βαθύς γνώστης των πηγών της, η Κίρα Σίνου, ρωσικής καταγωγής, με πένα που ζωντανεύει πειστικά κάθε πτυχή του βυζαντινού βίου, ιδίως του παλατιού, δε διστάζει να μιλήσει για τα σκοτεινά και σκληρά ήθη της εποχής. Η αυτοκράτειρα Θεοφανώ βλέπει τα παιδιά της και μοιρολογεί την τύχη τους:

«Παιδιά μου, μοιρολογούσε η μητέρα τους, που ονομαζόταν επίσης Θεοφανώ, μονάκριβά μου! Τι θα γίνετε τα δύστυχα χωρίς εμένα; Τι θα σας κάνει αυτό το τέρας, αυτός ο άπιστος Τσιμισκής; Θα σας αρπάξει το θρόνο, Βασίλη μου και Κωνσταντίνε! Αυτό είναι σίγουρο! Θα στεφθεί αυτοκράτορας στη θέση σας και θα κρατήσει το θρόνο που δικαιωματικά σας ανήκει! Δεν αποκλείεται να βάλει κιόλας να σας δολοφονήσουν, αν πιστέψει ότι μπορείτε να σταθείτε εμπόδιο στα σχέδιά του. Είναι γεννημένος δολοφόνος αυτός ο άνθρωπος αφού δε δίστασε καθόλου να σκοτώσει το θείο του τον Νικηφόρο Φωκά, δε θα το ΄χει σε τίποτα να σκοτώσει κι εσάς. Κι εσύ καημένο κοριτσάκι μου, κι εσένα , Άννα μου, σα μεγαλώσεις, θα σε κλείσει σε μοναστήρι όπως με κλείνει τώρα εμένα…»

Αυτά λέει η μάνα Θεοφανώ για να λάβει πληρωμένη απάντηση από έναν αξιωματικό του Τσιμισκή πως η ίδια ήταν που συνωμότησε για τον φόνο του Φωκά.

Δεν αποκρύπτει τη σκοτεινή πλευρά του Βυζαντίου η Κίρα Σίνου. Δίπλα στην ελπίδα και το μειλίχιο της χριστιανικής θρησκείας, σε σχέση με τα ειδωλολατρικά ήθη της όψιμης αρχαιότητας, αποκαλύπτονται και οι ωμότητες της εξουσίας. Οι γάμοι συμφέροντος, οι μηχανορραφίες, οι πανούργες μητέρες βασιλέων που κινούν τα νήματα στο παρασκήνιο, αλλά και οι διαφορές του πολιτισμού των Ελλήνων, των Γερμανών και των Ρώσων προβάλλουν ανάγλυφα. Σε αυτό το δύσκολο σκηνικό οι δυο ηρωίδες ορθώνουν το ανάστημά τους και τα βγάζουν πέρα μόνες τους στα ξένα.

Χαρακτηριστική είναι η στιγμή που η μικρή Θεοφανώ αποφασίζει να πάρει την τύχη της στα χέρια της:

«Θα ρίξω το μεγαλύτερο βάρος στα μαθήματα. Το σπουδαιότερο είναι οι γλώσσες. Προπαντός τα γερμανικά. Μα θα ασχοληθώ και με τα λατινικά, που τα έχω παραμελήσει λιγάκι. Έμαθα ότι στη γερμανική Αυλή τα χρησιμοποιούν πολύ, γιατί όλοι οι μορφωμένοι Γερμανοί ξέρουν λατινικά. Επομένως, δεν επιτρέπεται να με θεωρήσουν αμόρφωτη. Απεναντίας, πρέπει να λάμψω ως Βυζαντινή. Επίσης, θα φροντίσω να τελειοποιήσω τα γερμανικά μου, ώστε να μπορώ να καταλαβαίνω αυτά που λένε μεταξύ τους. Σίγουρα κανένας τους δε θα το περιμένει αυτό. Κι έτσι ελπίζω ότι θα προλάβω να διαπιστώσω ποιοι είναι πραγματικά με το μέρος μου και ποιοι υποκρίνονται τους φίλους και θα πράξω ανάλογα.»

Διαχρονικά τα όπλα κάθε ανθρώπου που θέλει να επιβιώσει στα ξένα!

Την ίδια εποχή, τον πολυτάραχο 10αι. μ.Χ., αφορά η Δοξανιώ της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Κόρη ιερέα από τη Λήμνο, η Δοξανιώ πέφτει στα χέρια των Σαρακηνών που θέλουν να την πουλήσουν σκλάβα στην Κρήτη. Εκείνη όμως κατορθώνει να γλιτώσει, να ταχθεί στο πλευρό του Νικηφόρου Φωκά και να αγωνιστεί για την απελευθέρωση της Κρήτης θυσιάζοντας την ίδια της τη ζωή.

«Νοέμβρης του 959 στη Βασιλεύουσα.
Η μέρα μουντή από το πρωί και ψιχαλίζει. Σύννεφα μελανά στον ουρανό κι η θάλασσα του Μαρμαρά οργισμένη αγκαλιάζει το πλατύ άνοιγμα του Βοσπόρου, όπου κύματα βιαστικά και θυμωμένα καλπάζουν σαν λευκές χαίτες. Η βοσπόρια άκρη, με τους χρυσούς τρούλους της και τους μαρμάρινους πύργους, τυλιγμένη τη χειμωνιάτικη καταχνιά, μοιάζει πολιτεία ονειρευόμενη τους αιώνες του μύθου της. Ο Αλέξιος περπατά το μαρμαροστρωμένο δρόμο με τα κιονόκρανα, από την πλατεία της Μεγάλης Εκκλησιάς, περνά την Αγία Ειρήνη, που υψώνεται μεγαλοπρεπής, στο πίσω μέρος της πλατείας, με τους δυο πανύψηλους τρούλους από χρυσό και σμάλτο, και κατευθύνεται προς το Ιερό Παλάτιο. Πρέπει να συναντηθεί αμέσως με τον Ιωσήφ Βρίγγα, να του παραδώσει το μήνυμα του θείου του Νικηφόρου Φωκά, για τη Σύγκλητο. Και ξέρει πως το μήνυμα τούτο αφορά την εκστρατεία της Κρήτης».

Τα λυρικά μέρη, εκεί όπου η γραφίδα σταματά για να χαϊδέψει μια λεπτομέρεια ενός κτιρίου ή ν’ αποδώσει τα κινήματα της ψυχής της Δοξανιώς και των άλλων προσώπων, ισορροπούν τα επικά, εκεί που ο αχός της μάχης κορυφώνεται και περιγράφει τη βία και το θανατικό. Η βυζαντινή ψυχή, με την πίστη της στα οράματα, τα θαύματα των Αγίων και τη μαγεία, εντάσσεται στην εποχή της. Δίνεται ολοκληρωτικά σε έναν σκοπό η Δοξανιώ. Έχει κάτι από τη δύναμη της μάγισσας, κι όλος ο κόσμος ψηλαφείται μέσα από τα θεϊκά σημάδια. Κανένα εγχειρίδιο ιστορίας δεν μπορεί να δώσει αυτή την αντίληψη του βυζαντινού ανθρώπου με τέτοια δύναμη, και γοητεία, όπως τη δίνουν τα ιστορικά μυθιστορήματα της Μ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου.

Στην εποχή της Ενετοκρατίας, στη Λήμνο, μας μεταφέρει η Μαρούλα της Λήμνου, επίσης της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Πρόκειται για ένα ιστορικό πρόσωπο που ωστόσο είναι γνωστό κυρίως μέσα από τους θρύλους και τις παραδόσεις, τα ποιήματα και τους ύμνους που γράφτηκαν για εκείνην, παρά από τις ιστορικές πηγές. Η Μαρούλα Κομνηνή, γόνος ίσως της Κομνηνών, ζει στην βενετοκρατούμενη Λήμνο που έχει έναν μόνο αντίπαλο: τον φοβερό Σουλεϊμάν πασά. Η Μαρούλα, ως άλλη Ιωάννα της Λωραίνης, θα οδηγήσει τους κατοίκους του νησιού, και τους Βενετσιάνους, σε μια λαμπρή νίκη. Η ιστορία του ελληνισμού, μετά την Άλωση της Πόλης, και ο αγώνας του να κρατηθεί όρθιος σε δύσκολους καιρούς, προβάλλει μέσα από τον ηρωισμό της Μαρούλας.

«Εκείνη την εποχή ο κόλπος του Μπουρνιά ήταν μεγάλο εμπορικό λιμάνι. Όμως το χελάνδιο ετούτο [καράβι] άραξε σε σημείο ερημικό. Η αποβίβαση έπρεπε να γίνει κρυφά. Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο οι Τούρκοι απαγόρευαν, όλο και πιο σκληρά, τη φυγή των νικημένων από τη Βασιλεύουσα. Ήθελαν να τους κρατάνε εκεί δούλους, να τους εξευτελίζουν.»

Απελπισμένοι πρόσφυγες καταφτάνουν στο λιμάνι της Λήμνου και το νησί τους υποδέχεται όσο καλύτερα μπορεί. Γίνεται ένα λίκνο του ελληνισμού και η Μαρούλα η φλογερή έκφρασή του.

Η συγγραφέας εναλλάσσει τον λόγο της μυθοπλασίας με τον λόγο του ιστορικού:

«Η Λήμνος, την εποχή εκείνη του μεσαίωνα, βρισκόταν σε μεγάλη εμπορική ακμή.»

[…]

«Όμως, ας μεταφερθούμε και πάλι στα γεγονότα της ιστορίας μας. Ιστορία και μύθος έχουν δημιουργήσει μια συναρπαστική σύζευξη. Λοιπόν, βρισκόμαστε στα 1471…»

Κι αυτό ακριβώς κάνει η συγγραφέας με μεγάλη μαεστρία, ιστορεί ως ιστορικός και αφηγείται σαν λογοτέχνης.

«Η Μαρούλα στάθηκε λίγες στιγμές ακίνητη. Κοίταξε αυτόν τον ηλικιωμένο άντρα, που ήταν ο πατέρας της. Τώρα πρόσεχε πόσο οι ρυτίδες είχαν χαρακώσει το πρόσωπό του. Τον αγαπούσε μ’ ένα βαθύ πόνο. Ήξερε πως και η δική του αγάπη ήταν μαζί λαχτάρα και πόνος για τη μοίρα εκείνη, που απειλούσε, στην κάθε στιγμή, την ακριβή ζωή τους.

-Σήμερα είσαι ένας αληθινός άγγελος! της είπε εκείνος θαμπωμένος απ’ αυτό το παράξενο φως, που ανέδινε το πρόσωπό της.

Η Μαρούλα χαμογέλασε. Πήρε το ξίφος και τη λαβή να το περάσει στη ζώνη της. Μα το χέρι της σταμάτησε μετέωρο. Τούτο το άγγιγμα ξύπνησε στην παλάμη της την αφή από το ξίφος της Αυγούστας.

Αναρίγησε.

-Έλα, κάθισε εδώ, κοντά μου, να μου διηγηθείς το όνειρό σου…»

Ηρωικές και πατριωτικές εξάρσεις παλαιάς κοπής δεν υπάρχουν εδώ. Μόνο μια βαθιά λαχτάρα και πόνος μαζί για τη μοίρα που απειλεί, στην κάθε στιγμή, την ακριβή ζωή μας…ας επιτραπεί η παράφραση.

Ως ευχάριστο ιστορικό ανάγνωσμα, με σκηνές που ζωντανεύουν με διαλόγους, μάλλον, παρά ως μυθοπλασία, διαβάζεται η Θεοδώρα, Η Τραπεζούντια πριγκίπισσα της Αυγής Παπάκου που παρουσιάζει την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας που άνθισε, μετά την Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, το 1204, και επί 257 χρόνια υπό τη δυναστεία των Κομνηνών.

Το πορτρέτο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, τέλος, της συζύγου του Ιουστινιανού, για μικρά παιδιά, σε ένα μικρό εικονογραφημένο βιβλιαράκι, το Θεοδώρα, μια αληθινή πριγκίπισσα, με χιουμοριστικά σκίτσα δίνουν ο Δημήτηρης Βαρβαρήγος και ο Ιούλιος Μαρουλάκης. Μία ευχάριστη και πρωτότυπη (λόγω του χιούμορ, του χρώματος και της λάμψης που φυσάει τη μαύρη σκόνη από τις αναπαραστάσεις που έχουμε για τη Βυζάντιο) εισαγωγή στη βυζαντινή εποχή για τα παιδιά

Ιnfo:

Πηνελόπη Μαξίμου, Κοντά στην Αθηναϊδα, Αστήρ, 1972.

Κίρα Σίνου, Άννα και Θεοφανώ, πριγκίπισσες στα ξένα, Κέδρος, 2004.

Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Η Δοξανιώ, Κέδρος, 1990.

Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Η Μαρούλα της Λήμνου, Κέδρος, 1986.

Αυγή Β. Παπάκου, Θεοδώρα, η Τραπεζούντια πριγκίπισσα, Αφοι Κυριακίδη, 1994.

Δημήτηρης Βαρβαρήγος, Θεοδώρα, μια αληθινή αυτοκράτειρα, Άγκυρα, 2008.

 

 

Προηγούμενο άρθροΑυτός ο σκοτεινός Μπέρνχαρντ (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΠαιδική λογοτεχνία και σχολικη αταξία (της Έλενας Χ. Στανιού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ