Λίλυ Εξαρχοπούλου.
Τα καινούργια μυθιστορήματα των σύγχρονων νεοελλήνων συγγραφέων, μένουν στους πάγκους των βιβλιοπωλείων στην καλυτέρα δύο με τρεις εβδομάδες, λίγα ξεφεύγουν από αυτή τη ρότα. Τα βιβλία του Α.Σταμάτη ωστόσο έχουν αποκτήσει ένα κοινό που όλο διευρύνεται: από φιλότεχνα κοριτσόπουλα έως ανθρώπους των γραμμάτων. Επειδή ο συγγραφέας βγάζει περίπου ένα μυθιστόρημα τον χρόνο με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η ενδελεχής παρακολούθηση του έργου του, αναφέρω ότι προσωπικά προτιμώ τα έργα του που αφορούν το σημερινό κοινωνικό περιβάλλον.
Το βιβλίο της βροχής έχει συγκεκριμένο χρονικό και τοπικό ορίζοντα. Τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στο βιβλίο τοποθετούνται στο δύσκολο 2009, τη χρονιά μετά την οικονομική κρίση του 2008 που η Ελλάδα «επέλεξε» να αγνοήσει, τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, την έναρξη της απελπισίας. Χώρος η μεγαλούπολη Αθήνα, ένας χώρος συνωστισμού και ανταλλαγών μεταξύ των πιο διαφορετικών τάξεων και στρωμάτων, φυλών και νοοτροπιών Ένα τυχαίο γεγονός, μια καλοκαιρινή νεροποντή, που πιθανώς υπαινίσσεται και την κλιματική αλλαγή, διαταράσσει κι αυτή με τη σειρά της την ισορροπία και τις ενέργειες των ήδη ευάλωτων πολιτών. Με άλλα λόγια παίζει τον ρόλο που έπαιξε το χιόνι, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ορχάν Παμούκ στο μακρινό τουρκικό Καρς: δίνει τη δυνατότητα μιας διαυγέστερης όρασης κι ενός κατασταλλάγματος συναισθημάτων.
Η βροχή, ζωογόνα για τη φύση ειδικά σε άνυδρες περιοχές, εμπεριέχει τη δυνατότητα αναγέννησης/ αναζωογόνησης αλλά και της καταστροφής. Οι πολυάριθμοι ήρωες του μυθιστορήματος, ένα μωσαϊκό ανθρώπων της αστούπολης -η οποία περιγράφεται χαρακτηριστικά ως «κτιστή επανάσταση» και «εμφιαλωμένη φύση»- μας αποκαλύπτουν τις συνήθειές τους στο ασφυκτικό ατμοσφαιρικό περιβάλλον της καλοκαιρινής Αθήνας. Στο κέντρο αναπτύσσονται πάντα υψηλές θερμοκρασίες είτε μένεις στο ρετιρέ είτε στο δεύτερο υπόγειο της αντικρινής πολυκατοικίας. Ο συγγραφέα Σταμάτης όντας πολυτεχνικής μαθησιακής καταβολής συχνά εντυπωσιάζει με γνώσεις που δεν έχει ο μέσος αναγνώστης/ αναγνώστρια όπως επί παραδείγματι ο επιστημονικός ορισμός της καταιγίδας. Ωστόσο μια και τα κοινωνικά γεγονότα δεν έχουν φτάσει ακόμη στο απροχώρητο, ο τοπικός κατακλυσμός δεν θα μας φέρει στο Αραράτ αλλά στην επίλυση κάποιων συγκεκριμένων ζητημάτων της ζωής των ηρώων.
Τα τρία μέρη του μυθιστορήματος ιστορούν το «Πριν», το «Κατά τη διάρκεια» και το «Μετά» της βροχής, εκφράζουν απόλυτα το θεωρητικό λογοτεχνικό σχήμα του Propp για την «Ισορροπία-Ανισορροπία-Ισορροπία» μιας αφήγησης. Μέσα σε λιγότερο από το (Μπλουμικό) 24ωρο κάποιοι από τους ήρωες επαναστατούν, χωρίζουν, αμφιβάλλουν για τη ζωή τους, εγκληματούν, λυτρώνονται. Ο παντογνώστης αφηγητής μας οδηγεί ενίοτε πονηρά σε «κακοτοπιές», δίνοντάς μας μόνον όσα στοιχεία θέλει να μας δώσει και αποκρύπτοντας άλλα που αργότερα θα μας παρέχει πλουσιοπάροχα, κάνοντας την αφήγηση συχνά συνταρακτική. Πολλές φορές μας προκαλεί να δούμε τα γεγονότα σαν μέσα από τη βιτρίνα κάποιας καφετέριας όπου κουτσομπολεύουν δύο ηλικιωμένες, κάνοντας τις αντίστοιχες σκηνές απόλυτα κινηματογραφικές αλλά και δίνοντάς τους το ρόλο ενός απολαυστικού ιντερμέδιου.
Η γραφή είναι συχνά ελλειπτική, γοργή, σαν αγκομαχητό. Οι προτάσεις σχεδόν στην εντέλεια∙ κάποιοι αγγλισμοί δέουν κάποιας προσοχής στην υπερβολή τους. Η προσπάθεια για το «ολιστικό» μυθιστόρημα εμφανής: βρίθει από επιστημονικές εξηγήσεις και λογοτεχνικές ή καλλιτεχνικές αναφορές. Οι ήρωες κι οι ηρωίδες του είναι απόλυτα πειστικοί/πειστικές, πόσο μάλλον ο Βασιλείου που είναι συγγραφέας: «Συμβαίνει αυτό με τους συγγραφείς. Να συνομιλούν με τον εαυτό τους. Ώρες ώρες νιώθει σαν ένας κινούμενος πομποδέκτης λόγου, ένας οργανισμός κατάφορτος από λέξεις, εγκατεσπασμένες στα πιο κρυφά σημεία μιας ιλιγγιώδους συνείδησης. / Μια ανεμόσκαλα. Σ’ αυτήν οφείλονται όλα. Σε μια ανεμόσκαλα που στήθηκε μέσα του από τότε που κατάλαβε τον κόσμο. Μια ανεμόσκαλα που πάει κατά που; Κατά Θεό; Κατά Διάβολο; Μεγαλώνοντας τείνει προς τη δεύτερη εκδοχή.» (σ.185-6). Η ανεμόσκαλα του ρομαντικού μέγιστου ποιητή και λιθογράφου Γ. Μπλέικ οδηγεί στα αστέρια και η φιγούρα που την ανεβαίνει διατρανώνει: «I want, I want= Θέλω, θέλω» με τη ναρκισσιστική επιθυμία του καλλιτέχνη να φτάνει στον έναστρο ουρανό και τον ίδιο το θεό.
Τρεις από τους κύριους ήρωες/αντιήρωες αυτού του πολυπρόσωπου μυθιστορήματος (δεκατρεις εν τω συνόλω), αξίζουν μιας ιδιαίτερης μνείας γιατί αποτελούν πρόσωπα που η συγγραφική μαεστρία φτάνει στο απώγειό της: ο Νταράν, ο Κούρδος πρόσφυγας που μένει χωριστά από τη γυναίκα και το γιο του και επιδιώκει να επιστρέψει κοντά τους μετά από μια μεγάλη πάλη με τον αλκοολισμό (παρατίθενται πρωθύστερα εναλλακτικές κατάληξης της ιστορίας)∙ η κυρία Ιόλη, η μονήρης παλαιά δόξα του θεάτρου που τα τελευταία χρόνια δεν βγαίνει καν από το σπίτι (η επαφή με την απρόσκλητη σοφία, η αγάπη)∙ και ο κύριος Ηλίας (ή μήπως Μάρκος), σύζυγος της κυρίας Ναυσικάς η οποία έχει πια τον ρόλο φροντιστή μια και ο άντρας της υποφέρει ήδη από Αλτσχάϊμερ. Τρεις αινιγματικές (;) ανθρώπινες ιστορίες στο πολύβουο παζάρι της πόλης.
Συνολικά ένα αξιανάγνωστο μυθιστόρημα που σε τραβά να ξαναδιαβάσεις μεμονωμένα τις ιστορίες αλλά και να το αποτιμήσεις ολόκληρο. Σίγουρα το καλύτερο, απ’ αυτά που έχω διαβάσει, του Αλέξη Σταμάτη και ένα μυθιστόρημα που είμαι απολύτως πεισμένη ότι θα επανάλθω.
Αλέξης Σταμάτης: Το βιβλίο της βροχής, μυθιστόρημα, Αθήνα, Καστανιώτης, 2015, σ.269.