του Κώστα Καλημέρη
Υπάρχει ένας ρεαλιστικός υπερεαλισμός, αν επιτρέπεται ο νεολογισμός, στην ποίηση της Πελαγίας Φυτοπούλου. Κι αυτό γιατί πενθεί μέσα στη μελαγχολία και μελαγχολεί μέσα στο πένθος. Το πένθος έχει σχέση με το πραγματικό. Η μελαγχολία με το φαντασιακό. Όταν αυτά τα δυο ισοσταθμίζονται, ο θυμός και η εκδίκηση ψάχνουν ουρανό. Και τα δυό όμως αυτά είναι σε αντιδιαστολή με το χθες και το αύριο. Τα ποιήματα της Φυτοπούλου έχουν ρίζες, ζουν όμως κυριολεκτικά στο παρόν. Ζουν σε ένα μη τόπο, μιλώντας για ένα σπίτι που μεταβλήθηκε σε φυλακή, σε λαβύρινθο. Και γι’ αυτό όλα τα ποιήματα αναζητούν μια διέξοδο. Μια αδιέξοδη διέξοδο. Είναι αυτό που κάπως λέει ο Καρούζος, πως με πολλά μικρά αδιέξοδα δρομάκια ,ίσως αργά φτιάχνεται μια περίεργη λεωφόρος ελπίδας. Αυτός είναι ένας μαγικός τρόπος να βγαίνουμε από το αμετακίνητο στην αληθινή ζωή. Γιατί υπερεαλισμός σημαίνει πατάω γερά στο έδαφος με οράματα επιθυμίας, φαντασία, παιδικά χρόνια και βλέμματα, ανακαλύψεις ως φαντασμεύσεις , κομμάτια ουρανού που σε πηγαίνουν παρά πέρα, πέρα από τον εαυτό σου, στον ερωτικό άνθρωπο, δηλαδή την υπέρβαση. Σε ένα τέτοιο κίνημα καθολικής και αισθητικής αναρχίας, υπάρχει ένας εσκεμμένος παραλογισμός, που πάει κόντρα στην αυτονόητη πραγματικότητα , δηλαδή τη μανιέρα και την υποχρεωτική συνταγή. Άλλωστε ό,τι αληθινό έχουμε ζήσει έχει πάντα τη μορφή μιας έκπληξης, μιας αστραπιαίας λάμψης, μιας αγαπητικής αστραπής , που στραβώνει το βλέμμα, και γίνεται μέσω αυτής της τυφλής ανάμνησης κάτι που ταρακουνάει τον πολιτισμό μας. Γίνεται μια ευχή που συναντάει την βρισιά. Το όνειδος, την αηδία. Κάθε τι νέο προσβάλλει το παλιό. Κι είναι ενδιαφέρον αυτό, γιατί πολιτισμός δεν υπάρχει έξω από το παιχνίδι των κατόπτρων. Αυτό δημιουργεί το παράξενο φαινόμενο ενός άυλου υλισμού. Μιας πραγματικότητας η οποία δεν αποχωρίζεται ποτέ από το όνειρο και την φαντασίωση. Από τον παρανοικό κλόουν Γιόρικ, που μέσα από αστειότητες, έχει το ελεύθερο να πετάει στα μούτρα αλήθειες που καίνε.
Αυτό που λέμε σχολή , θρησκεία, δόγμα, πολιτική παράταξη, πρέπει να φύγουν. Υποστηρίζουν ένα ψέμα . Η πραγματικότητα κι αυτό που λέμε πολιτισμός υπάρχουν μόνο όταν μπορούν να καίγονται από την φωτιά που ανάβουν. Μόνο ο ρασιοναλισμός μπορεί να το κάνει αυτό. Χωρίς όμως μια υπερεαλιστική καταστρεπτική λειτουργία, ο νεοθετικισμός, κύρια ο ψευδοθετικισμός, κάνουν την πραγματικότητα να γίνεται μια φριχτή απομίμηση του προηγούμενου εαυτού της. Τι μένει; Μα η ποιητικότητα! Δηλαδή η ελεύθερη διάθεση, η άσκηση ελευθερίας, χωρίς εργαλειοποιηση, χωρίς χρησιμοθηρία. Κι εδώ πρέπει να σοβαρευτούμε. Όλοι και όλα είμαστε όργανα! Ωστόσο, ένα κύμα ονείρων του Αραγκόν, μια παρανοική κριτική του Νταλί, μ’ ένα κατακλυσμό εικόνων τρελά μονταρισμένων όπως στον Ανδαλουσιανό σκύλο του Μπουνιουέλ, ή τους ανατονισμούς του Αιζενστάιν, χωρίς δηλαδή ρήγματα επανασυμβιβασμού, το ασυνήθιστο δεν αποκόβεται από το ασφυκτικά οικείο περιβάλλον του. Ο Ταρκόφσκι το έδειξε, ο κόσμος δεν είναι ένας απλός Η Πελαγία Φυτοπούλου το υποστηρίζει. Υπάρχουν κτίρια που τραγουδούν μέσα μας. Ο κόσμος του Ταρκόφσκι δεν είναι ορίζοντας από σκεύη, αλλά μαγνητικά πεδία . Το βάρος μας πιέζει στο έδαφος. Το ελαφρύ είναι αέρας, πτήση, φυγή από το γήινο , που φορές σημαίνει ελευθερία χωρίς σημασία. Δηλαδή εξοικείωση με την απορία. Με την αστοχία. Και δεν υπάρχει καθόλου αρμονία στην ομοιομορφία. Μόνο σκουριασμένες ισορροπίες. Και μεγάλες αδικίες.
Ο Κούντερα λέει πως μπροστά μας είναι πάντα ο ρεαλισμός σαν ευδιάκριτο ψέμα, κάτι που μας ξεγελά και μοιάζει με το πραγματικό, πίσω όμως από όλα αυτά βρίσκεται η δυσνόητη αλήθεια. Η ποίηση της Πελαγίας έχει μέσα της μια πεζογραφία κρυμμένη. Αδιαφορεί δηλαδή για το ακριβές νόημα, σημαδεύει τον ρυθμό. Σε όλα τα ποιήματα είναι βαθιά τους κρυμμένα μικρά ποιήματα. Αυτή η ποιητική πεζογραφία της Πελαγίας είναι τόσο αληθινή μέσα της και γι’ αυτό θλιμμένη, τόσο αγριεμένα θυμωμένη, τόσο πεζά μυθοπλαστική, που βρίσκει το κουκούτσι του πραγματικού, σα να κάνει ρεπορτάζ. Ρεπορτάζ της συνάντησης της ποίησης με το θέατρο. Της δραματικότητας με την τέχνη της ετερότητας, της μεταμόρφωσης. Όταν κάτι δεν μπορεί να μεταμορφωθεί είναι πεθαμένο. Υποστηρίζει το άφθαρτο. Δηλαδή τον Θάνατο. Το Δόντι που δακρύζει δεν έχει πολιτική θεματολογία. Πάει κατευθείαν μέσα στο ριζικό πολιτικό, στο ριζικά ασυνείδητο, ψάχνει μέσα από τον ποιητικό ρεαλισμό το χρονικό της ανταριασμένης μας καρδιάς, τη χαρά που φωλιάζει μέσα στον απωθημένο πόθο, την βρισιά που γίνεται μια τρυφερή ευχή της αληθινής ζωής.
Μπορεί τάχα ένα πένθος, μια απώλεια, μια μελαγχολία να φέρει γέλιο;
Να δημιουργήσει αγωνία και αγώνα γέλιου; .Μπορεί η απώλεια της βεβαιότητας να οδηγήσει στο αποενοχοποιημένο παιχνίδι; Να απομακρυνθούμε από την ένοχη συνείδηση του Σαρτρ και να ξανασχεδιάσουμε τον ελευθεριακό υπαρξισμό του Καμύ;
Ναι, αλλά χρειάζεται ένας βαθύτατος σαρκαστικός στεναγμός. Τέτοια είναι σχεδόν όλα τα ποιήματα της Φυτοπούλου. Είναι Παραστάσεις ποιητικές και θεατρικές, δηλαδή ατμόσφαιρες, είναι αναμνήσεις που βρίσκονται κάτω απόλες τις θλίψεις, είναι ψέματα και αλήθειες που είχαν μάθει να παίζουν ελεύθερα, είναι λέξεις με αίμα στα έγκατά τους, όπως οι «σε φωνάζω γιαγιά και σφυρίζεις σαν χαλασμένο τσαγιερό γιαγιά, και σε ακούνε οι γορίλλες να σφυρίζεις, το χώμα σπάει, η γλώσσα σπάει». Δηλαδή θραύσματα, , και αμέσως μετά το «λιβάδι σε πολλά κομμάτια», που τώρα «κομμάτι και γορίλλας, γορίλλας κι ενοχή», βάζουν την ψυχολογία και την εξουσία και την αντιεξουσία πάνω στο ίδιο τραπέζι! Δε θα βρίσκεται ποτέ το αληθινό νόημα αν δεν υπάρχει απρόβλεπτη, απλησίαστη, μοιραία επαφή με το τέλος του πεπρωμένου. Ο «σκελετός μου» λέει η Πελαγία, είναι η διαθήκη του Γιόρικ. Του σαρκαστικόυ γελωτοποιού που αναμειγνύει τις γυμνές αλήθειες, αυτά που δεν λέγονται, με χιούμορ Μπεκετικό. Λέει ο Κλοβ στον Χαμ, «ξέρεις από τι πέθανε η κυρά-Πέγκ; Από σκοτάδι». Και τι είναι το σκοτάδι; Νεκρή φύση είναι. Είναι Κτίρια. Κτίρια που τραγουδούν. «Κτίριο που τραγουδά είναι η πόλη μέσα μου». Κείμενα αδιάβαστα. Χειρονομίες ξετσίπωτες γιατί είναι δειλές.
Κτίριο που τραγουδά. Ίσως λυπητερό τραγούδι. Αφού «θάψαμε τον άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο» «Το κάνουμε με κομψότητα», « και τα καλοκαίρια ατέλειωτα»!
Τι μένει από αυτό το ατελείωτο καλοκαίρι μέσα στον ατελείωτο χειμώνα; Η ωραία αναίδεια να πιστεύουμε ακόμη στον άνθρωπο. Όχι όμως φιλανθρωπικά, γιατί ενώ όλοι οι άλλοι έφεραν το δόντι τους στο δημαρχείο για καλό σκοπό, το δόντι της πρώτης δημοτικού, το αναμνηστικό, εμάς το δόντι το πήρε το μαύρο πουλί, μια τόση ομορφιά ,που δεν πήγε πουθενά. Μόνο στο σάπιο δόντι. Στο χαλασμένο. Στο δόντι που πονάει και δακρύζει. Στις δαγκωμένες λέξεις, στις λέξεις που δακρύζουν, αφού κουβαλάνε μέσα τους το αίμα από τον χαμένο κόσμο των πραγμάτων, τον κόσμο τον στρογγυλό του γυάλινου πάρκου. Αυτή η παραπονεμένη αλήθεια της πρώιμης ηλικίας, αυτή που έγινε κάποια στιγμή από αληθινό πράγμα που κοίταζε το βλέμμα του παιδιού και το έκανε να λιώνει σαν κερί, αυτή που έγινε αφαίρεση, έννοια, είδωλο κατασκευασμένου πολιτισμού.
Τι γίνεται μέσα στο πονεμένο δόντι που δακρύζει; Εκεί, σε μια τοσηδούλα σκηνή, ακούγεται ένα τραγούδι του Βιγιόν, οι μαζορέτες του καμπαρέ κάνουν τον Λωτρέκ να κοκκινίζει , (ίσως αυτός ο δύσμορφος να είναι στο εξώφυλο), ενώ ο Μπρεχτ φωνάζει πως αποστασιοποίηση είναι να συγκεντρώνεις το βλέμμα σου σε κάτι ήδη γνώριμο, που νόμιζες πως γνωρίζεις καλά. Και η Πελαγία Φυτοπούλου επιμένει στον Απόγονο, «ο κανίβαλος δεν πάει πουθενά χωρίς τον απόγονό του», δείχνοντας πως είμαστε προιόντα του πολιτισμένου, το οποίο αν χάσει το άγριο μέσα του θα πεθάνει.
Γιατί βρέχει κόκκαλα στα κεφάλια των ανθρώπων που ζουν στο πλανητικό Νταλστρόι, (υπηρεσία υπεύθυνη για την εμπορική εκμετάλλευση των προιόντων που παρήγαγε η καταναγκαστική εργασία στα Γκουλάγκ). Στην απέραντη καταναγκαστική εργασία, στα πειράματα του Παβλώφ που χρόνια πια γίνονται με ανθρώπους κι όχι σκύλους. Με ανθρώπους που νιώθουν την ταπείνωση.
Ο Ανδαλουσιανός σκύλος είναι η παρουσίαση της φριχτής πραγματικότητας όμως σαν υπερεαλιστική φόρμα . Η καταγραφή ενός ασφυκτικού ασυνείδητου. Εκεί θυσιάζονται όλες οι αβάν-γκάρντ. Στον εχθρικό χώρο που οι τολμηροί ιχνηλάτες συντρίβονται όταν βλέπουν ότι την στιγμή που καταρρέουν, ο κόσμος δεν είναι πράγματα πια, αλλά μαγνητικό πεδίο.
Σε αυτό το τρελό μοντάζ σεξ και θανάτου, πραγμοποιημένης επιθυμίας, εμπορευματοποιημένης και φροντισμένα εξωραισμένες , αλλόκοτες σκηνές τρομάζουν, κομμάτια, πολλά κομμάτια, (αγαπημένη λέξη της Πελαγίας), μέλη που βγαίνουν απ’ τους πίνακες του Νταλί και κυκλοφορούν άναρχα, αμήχανα, βωβά, σαν τις γάτες και τη μάννα γάτα, τα οποία παρόλα αυτά σε αγαπούν, ψάχνουν ανοιχτές πόρτες, μάτια νεκρών, ραβασάκια της αντίστασης, κενά, ανοιχτά σημεία…. Πόση ειρωνία και κυνισμός όταν «βγήκαμε στην επιφάνεια , κρυμμένο στα δέντρα, μας περίμενε το σπίτι, γύρω γύρω, είχε βαθιά χωμένους στη γη, πασσάλους, πάνω τους κρέμονταν τα βυζιά, των κοριτσιών, όπως κρέμονται τα, δέρματα από σφαγμένα ζώα, οι άντρες έπιναν και φώναζαν, «ωραία βυζιά, πολλά βυζιά, μποτιλιάρισμα, -, μου έδεσαν τα μάτια , μετά δεν ξέρω, νομίζω έβρεξε, έβρεξε πληρωμένο κρέας».
Το ποίημα Mari Lo, είναι μονόπρακτο, μικρομικάδικο σενάριο και Το Πρώτο Δόντι ανοίγει τον δρόμο για «μια γλώσσα που η σημαία δεν μπορεί», μόνο που δε θα βγει από την κατάψυξη, αλλά είναι αυτό το σάπιο που με την γλώσσα προσπαθούμε να βγάλουμε τα ίχνη κρέατος που έχουν εισωρήσει στην κουφάλα.
Πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή, που ανατρέχει στο παιδί που μας πέρασε για συνομηλίκους του!
info: Πελαγία Φυτοπούλου,Το δόντι που δακρύζει, εκδ.Eνύπνιο,2019