του Χρήστου Τσιάμη
Είμαστε ήδη στην εποχή! Στην εποχή για τις εικασίες και τις προσδοκίες του Βραβείου Νόμπελ της Λογοτεχνίας. (σ.σ. Την Πέμπτη η ανακοίνωση). Έχει γίνει πιά ένα παιχνίδι όπου τρέχουν πολλοί να βάλουν στοιχήματα και να αποκομίσουν οικονομικά οφέλη από την απόφαση της Σουηδικής επιτροπής. Και δεν μιλάμε μόνο για τους εκδότες αλλά και για τον καθέναν από εμάς, αφού στο Λονδίνο υπάρχει ένα χρηματιστήριο στοιχημάτων όπου οι ειδικοί (γνωστοί ως bookies) καθορίζουν τις πιθανότητες των επικρατέστερων συγγραφέων για το βραβείο και το χρηματικό αντίκρισμα που αναλογεί στο κάθε στοίχημα. Εμείς, εδώ, δεν θα τολμήσουμε να προβλέψουμε αλλά, με πλήρη επίγνωση για την αφέλεια και το αδύνατο του εγχειρήματος, θα προσπαθήσουμε να προτρέψουμε τη Σουηδική Ακαδημία που απονέμει το βραβείο. Γιατί, όπως έγραψε πρόσφατα η Μαύρη Αμερικανίδα ποιήτρια Τρέϊσι Κ. Σμίθ, «…το πιθανόν είναι παντού και πουθενά, κρύβεται μπροστά στα μάτια μας.»
Το βραβείο της Λογοτεχνίας είναι συχνά στόχος δριμύτατης κριτικής γιατί, σε σχέση με τα βραβεία Νόμπελ στους άλλους κλάδους (οικονομία, χημεία, ιατρική κλπ.), στηρίζεται στην υποκειμενική κρίση της επιτροπής για την αξία του έργου του βραβευθέντος, μιας και δεν υπάρχει τρόπος να αξιολογήσει κανείς την πρακτική ωφέλεια των λογοτεχνικών κειμένων. Στα 120 όμως χρόνια της πορείας του βραβείου, έχουν γίνει εμφανή κάποια γενικά κριτήρια μέσα στο πλαίσιο των οποίων κινείται η κριτική επιτροπή. Συγκεκριμένα, το βραβείο απονέμεται σε συγγραφείς που το έργο τους: α) έχει ανανεώσει τον λογοτεχνικό τρόπο έκφρασης (Σάμουελ Μπέκετ, Ερνεστ Χέμινγουεϊ, Γουίλιαμ Φώκνερ, Λουίτζι Πιραντέλλο). β) έχει συμβάλει στην κατανόηση της ανθρωπιάς ενός εθνικού ή κοινωνικού συνόλου (Τόνι Μόρισον, Μιγκέλ Αστούριας, Ντόρις Λέσσινγκ). γ) συνδυάζει τα δύο προηγούμενα κριτήρια (Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ, Νταρίο Φό. δ) συμβάλει στη βαθύτερη κατανόηση της ανθρωπιάς μας μέσα από μια προσωπική/φιλοσοφική προσέγγιση, όπου η τέχνη του συγγραφέα ανυψώνει το προσωπικό σε πανανθρώπινο (Λουίζ Γκλύκ, Οδυσσέας Ελύτης, Αλμπερτ Καμύ).
Βέβαια, πέρα από τα παραπάνω κριτήρια, άλλοι εξωλογοτεχνικοί υπολογισμοί υπεισέρχονται στην τελική απόφαση της απονομής. Υπολογισμοί όπως η ανάγκη κατανομής του βραβείου ανά την υφήλιο, μη επανάληψη σε μικρό χρονικό διάστημα του κριτήριου που αφορά ένα εθνικό/κοινωνικό σύνολο, ακόμα και η πρόθεση αρωγής προς κάποιον συγγραφέα που είναι θύμα πολιτικής καταπίεσης (όπως ο Ρώσος Τζόζεφ Μπρότσκυ, το 1987). Έτσι ενώ, κατά τη γνώμη μας, ανάμεσα στους σύγχρονους Αμερικανούς ποιητές η Μαύρη ποιήτρια Ρίτα Ντόβ έχει έργο εξ ίσου σπουδαίο όσο και η βραβευθείσα Λουίζ Γκλύκ, ίσως να είχε θεωρηθεί ότι το έργο της καλύπτει ένα κοινωνικό σύνολο (τους Μαύρους της Αμερικής) που «το κάλυπτε» ήδη το Νόμπελ της Τόνι Μόρισον. Βέβαια, η ποίηση της Ντόβ είναι πολύ πιο πλατιά από αυτό. Επίσης, τα πρόσφατα βραβεία στην Αλις Μούνρο, τον Μπόμπ Ντύλαν, και την Λουίζ Γκλύκ, φαίνονται να «βγάζουν από το παιχνίδι», για την ώρα, σημαντικούς συγγραφείς στη Βόρειο-Αμερικάνικη ήπειρο, όπως η Μάργκαρετ Ατγουντ, η Ανν Κάρσον, ο Κόρμακ Μακάρθυ, η Λουίζ Ερντριχ, ο Ντόν Ντελλίλο.
Κι έτσι φτάνουμε στο σήμερα, και δραττόμεθα της ευκαιρίας να προτρέψουμε την Σουηδική επιτροπή του βραβείου Νόμπελ της λογοτεχνίας να ρίξει μια προσεχτική ματιά και προς τη χώρα μας. Υπάρχει, όντως, μπόλικο πράγμα. Δηλαδή, υπάρχουν Ελληνες λογοτέχνες που το έργο τους έχει το εύρος και την καλλιτεχνική αξία που πληροί τα κριτήρια της επιτροπής και που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από συγγραφείς που έχουν τιμηθεί με το βραβείο τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχουμε τους πεζογράφους Θανάση Βαλτινό, Βασίλη Βασιλικό, Δημήτρη Νόλλα, Ρέα Γαλανάκη, Ερση Σωτηροπούλου. Επίσης, έχουμε τους ποιητές Τίτο Πατρίκιο και Μιχάλη Γκανά (ο οποίος συμπεριλαμβάνεται ήδη στη βραχεία λίστα των υποψηφίων για το σημαντικό παγκόσμιο βραβείο λογοτεχνίας Neustadt που απονέμεται ανά διετία).
Στην παράδοση του Μπαλζάκ, ο Βασιλικός έχει χρωματίσει με γενναιόδωρες πινελιές έναν πίνακα της σύγχρονης Ελλάδας που είναι περιεκτικότατος και καλύπτει τη χώρα σε μια μακριά πορεία που αρχίζει από τα μέσα του περασμένου αιώνα. Από άποψης στυλ, οι άλλοι τέσσερις πεζογράφοι φαίνεται να χρησιμοποιούν τον Φλωμπέρ για οδηγό τους. Ο Βαλτινός με ευρηματικές τεχνικές μας φέρνει στον πυρήνα σημαδιακών γεγονότων της Ελληνικής κοινωνίας όπως ο εμφύλιος, η μετανάστευση, και οι δυο δεκαετίες που ακολουθούν τον εμφύλιο και δίνουν καθοριστική μορφή στη μεσαία τάξη της χώρας. Ο Νόλλας χαρτογραφεί με συνέπεια τη συνέχεια, δηλαδή την πορεία της ελληνικής κοινωνίας μετά τη μεταπολίτευση του 1974, μέχρι σήμερα. Το έργο της Γαλανάκη είναι ένα καλειδοσκόπιο της νεότερης Ελλάδας, με θεματολογία που αρχίζει με την Επανάσταση, συνεχίζει εξετάζοντας θεμελιακά γεγονότα, για την εξέλιξη της ελεύθερης σκέψης ή της ανόδου της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, και φτάνει στα κύρια φαινόμενα της σύγχρονης πολιτικής/κοινωνικής κρίσης. Τέλος, στο έργο της η Σωτηροπούλου μας χαρίζει μια μοναδική οπτική της κοινωνίας μέσα από τη γυναικεία συνείδηση, που συμπεριλαμβάνει «άνευ ορίων, άνευ όρων» και τη σεξουαλικότητα της, καθώς και την παρθενική συνείδηση του καλλιτέχνη όταν δημιουργεί στο περιθώριο (τα βιβλία της «Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές» και «Τι μένει από τη νύχτα».)
Όσο για τους ποιητές μας, στην μακρόχρονη πορεία του στην ποίηση ο Τίτος Πατρίκιος έχει αποτυπώσει με πληρότητα την ανθρώπινη εμπειρία, από το προσωπικό μέχρι το πολιτικό, και διαβάζοντας τα ποιήματα του είναι εμφανές ότι μιλάει για όλους μας (έχει ανυψώσει, δηλαδή, το προσωπικό σε πανανθρώπινο). Και τα ποιήματα του Γκανά, με ένα ύφος όμορφα δωρικό, είναι μια απόσταξη εκτίμησης του κόσμου στη φυσική, προσωπική, και ιστορική του μορφή. Και να τονίσουμε ότι, ενώ στο σκεπτικό της απονομής η Σουηδική Ακαδημία είχε τονίσει για τον μεν Ελύτη, ότι δημιουργεί «με φόντο την Ελληνική παράδοση», για τον δε Σεφέρη, ότι του απονέμεται η τιμή «για την έξοχη λυρική του γραφή, που την εμπνέει μια βαθιά αίσθηση του Ελληνικού πολιτιστικού κόσμου» [‘…Hellenic world of culture’], o Μιχάλης Γκανάς έχει έναν απευθείας σύνδεσμο, ψυχικό και γλωσσικό, με την παράδοση του ελληνικού χωριού, που είναι η κατ’ εξοχήν παράδοση του Ελληνισμού, από την Επανάσταση και μετά.
Δεν ξέρουμε τι πιθανότητες έχουν για το φετινό βραβείο Νόμπελ οι Ελληνες συγγραφείς που προαναφέραμε. Ίσως ελάχιστες. Τα ονόματά τους δεν ακούγονται στο «λογοτεχνικό χρηματιστήριο». (Για παρηγοριά, κάποιος που ακούγεται να έχει πιθανότητες είναι ο Ελληνικής καταγωγής – κι εδώ και λίγα χρόνια Ελληνας πολίτης – Μεξικάνος ποιητής και πεζογράφος Ομέρο Αρίτσης.) Εμείς, όμως, απευθυνόμαστε στη Σουηδική Ακαδημία και λέμε: τις χρονιές που έρχονται ‘…μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!’