Κία Σακελλαρίδου .
Σαράντα βαθμοί. Μία φιάλη βότκας. Οι τρεις τους. Σαράντα βαθμοί αλκοόλης. Νύχτα Ιουλίου, half moon. Πιάστηκε το φεγγάρι με αέρα είπαν. Half moon smile την αποκαλούσε κάποιος. Αναβίωση, επιβίωση φωνής στου χρόνου τη σκόνη. Dust in the wind. Στην απόσταση. Στάχτη. Τότε, πότε. Άλλοι εκείνος και εκείνη. Τώρα, ποτέ. Όλα έχουν φωνή, σταγόνα σταλαγματιά, σταγόνα στάζει, σταλάζει η λήθη στα στόματα, σιωπή, σιωπούν. Η πρώτη γυρίζει στη θέση, στη στάση, στην ηλικία του εμβρύου που υπήρξε. Ακόμη δεν ανακάλυψε το όνομα του ζωύφιου με το σώμα πανοπλία κέλυφος γκρίζο. Μόλις το άγγιζε, το ζωύφιο γινόταν μπίλια στιλπνή, βώλος γκρι. Έμβρυο ή σφαίρα του φόβου κάμωμα. Η άλλη χορεύει με έναν αγάπανθο στην ταράτσα. Βαθύ μπλε φόρεμα φιλί αστεριού στα κόκκινα μαλλιά. Εκείνος μετράει διάττοντες ερωτηματικά. Ονόματα; Πώς λέγεσαι, πώς σε φωνάζουν; Τόσα ονόματα δικά του και κανένα. Ανοίγεται η θύρα των πραγμάτων. Απόδραση πνευμάτων. Πού πάτε χωρίς ονόματα; Πού θα επιστρέψετε; Σε ποιον τόπο; ΄Ο,τι έγινε σαν να μην έγινε και δεν ξεγίνεται. Το οινόπνευμα καίει τον οισοφάγο, πυρπολεί τα ενύπνια. Ύπνο ελαφρύν, παιδιά. Η ανάσα στο κρεβάτι ανάσκελα αναδίδει οινόπνευμα. Κάτι σαν θάνατος θα καμωθούνε ότι είναι, κάτι από ανάλαφρη ζωή που δεν ήταν, κάτι από πέταγμα του άχθους, του πάθους. Πάθος πόθος. Παθός. Spirit. Πνεύμα. Spirit. Οινόπνευμα. Αίμα διάφανο βότκα. Το κουδούνι. Σούσι σε πακέτο πολυτελείας. Το τηλέφωνο. Στην Trieste απόψε έχει ψύχρα. Το κινητό. Στο Garmish Paterkirchen είναι γιορτή. Όλοι μαζί. Οι πέντε τους. Μέσα σε μποτίλια γυάλινη σφαίρα καλειδοσκόπιο. Παγάκια σε σχήμα βέλους. Αιχμή ψυχρή σημαδεύει το θέρος. Το ταξίδι θα φέρει τους τόπους κοντά, τους ταξιδιώτες μακριά. Εκείνοι που θα αποκοιμηθούν θα μείνουν. Ανάσα οινόπνευμα να σβήνει τα ονόματα των πραγμάτων. Στο όνειρό τους ο διάπλους του βαποριού που δεν είναι, η πτήση του πουλιού που δεν είναι, η κραυγή του ανθρώπου που δεν είναι. Η αναθυμίαση της βότκας αχλή στη θέση των ονομάτων των πραγμάτων. Στο όνειρό τους ο διάπλους του ‘δεν είναι’, η πτήση του ‘δεν είναι’, η κραυγή του ‘δεν είναι’. Ο κόσμος των ακατονόμαστων δεν είναι. Πόνος. Ο πόνος είναι όνομα. Ο πόνος είναι. Buzz. Βοοze. Aπόδραση. Βουτιά στην μποτίλια οινό-πνευμα. Για να φτάσει το πλοίο. Πού; Για να ξαποστάσει το πουλί. Ποιό; Για να βουβαθεί ο άνθρωπος. Πώς; Άλλοι δυό. Επτά. Οκτώ. Δέκα. Δέκα κολυμβητές σε μία θάλασσα από βότκα. Κι άλλος ένας. Μέλη λυμένα πλέουν λαθρεπιβάτες θερινής νυκτός, υπνοβάτες ονείρων άμορφων τόπων, χωρίς μορφή και αυτοί, αφού δεν είναι εκείνοι που υπήρξαν ούτε είναι αυτοί που θα υπάρξουν και το τώρα τους χύνεται μέσα σε ένα ποτήρι στα χέρια της νύχτας.
KΣ / Ιούλιος 2014 / Vodka