του Roberto Bolano (μετάφραση: Κατερίνα Σχινά (*).
Τα βιβλία που θυμάμαι περισσότερο απ’ όλα, είναι όσα έκλεψα ανάμεσα στα δεκαέξι και τα δεκαεννιά μου χρόνια στην πόλη του Μεξικού και εκείνα που αγόρασα στη Χιλή όταν ήμουν εικοσάχρονος, τους πρώτους λίγους μήνες του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Στο Μεξικό υπήρχε ένα απίστευτο βιβλιοπωλείο. Ονομαζόταν Το Γυάλινο και βρισκόταν πάνω στην Αλαμέδα[1]. Οι τοίχοι του, ακόμη και η οροφή, ήταν από γυαλί. Γυαλί και μεταλλικές δοκοί. Βλέποντάς το απ’ έξω, φαινόταν αδιανόητη και μόνη η σκέψη να κλέψεις. Ωστόσο ο πειρασμός υπερνίκησε την σύνεση και μετά από λίγο έκανα την πρώτη προσπάθεια.
Το πρώτο βιβλίο που έπεσε στα χέρια μου ήταν ένας μικρός τόμος του Πιερ Λουίς, με σελίδες λεπτές σαν το χαρτί της Βίβλου. Δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ αν ήταν η Αφροδίτη ή τα Τραγούδια της Βιλιτώς. Ξέρω ότι ήμουν δεκαέξι ετών και ότι για ένα διάστημα ο Λουίς έγινε ο οδηγός μου. Αργότερα, έκλεψα βιβλία του Μαξ Μπίρμπομ (Ο χαρούμενος υποκριτής), του Σαμφλερί, του Σάμιουελ Πέπις, των Αδελφών Γκονκούρ, του Αλφόνς Ντωντέ, του Ρούλφο και του Αρέολα, μεξικανών συγγραφέων που εκείνη την εποχή ήταν λίγο ως πολύ διάσημοι, και τους οποίους ίσως να συνάντησα κάποιο πρωινό στην Αβενίδα Νίνιο Περντίδο, μια πολυσύχναστη λεωφόρο που σήμερα δεν υπάρχει στους χάρτες της πόλης του Μεξικού, λες και η Νίνιο Περντίδο υπήρξε μόνο στη φαντασία μου, ή λες και η λεωφόρος, με τα υπόγεια καταστήματά της και τους πλανόδιους ηθοποιούς της, έχει χαθεί πραγματικά, όπως χάθηκα κι εγώ στα δεκαέξι μου χρόνια.
Από την θολή εικόνα εκείνης της εποχής, από εκείνες τις ληστρικές επιδρομές, θυμάμαι πολλά βιβλία ποίησης. Βιβλία του Αμάντο Νέρβο, του Αλφόνσο Ρέγιες, του Ρενάτο Λεντύκ, του Ζιλμπέρτο Όουεν και συλλογές Αμερικανών ποιητών, όπως την συλλογή Ο Στρατηγός Γουίλιαμ Μπουθ εισέρχεται στον Παράδεισο, του μεγάλου Βέιτσελ Λίντσεϊ. Όμως εκείνο που με έσωσε από την κόλαση και με έκανε να ξαναγυρίσω στον κόσμο ήταν ένα μυθιστόρημα, Η Πτώση του Καμύ. Θυμάμαι τα πάντα σχετικά μ’ αυτό το βιβλίο σαν σκηνές ασάλευτες μέσα σ’ ένα φασματικό σύθαμπο, μέσα στο στάσιμο υποκίτρινο φως της νύχτας, μολονότι το διάβασα, το καταβρόχθισα, κάτω από το φως εκείνων των ξεχωριστών μεξικάνικων πρωινών που ακτινοβολούν – ή ακτινοβολούσαν – με μια κοκκινοπράσινη λάμψη, πρωινών πνιγμένων στο θόρυβο, σ’ ένα παγκάκι στην Αλαμέδα, χωρίς μια δεκάρα στην τσέπη, αλλά με ολόκληρη τη μέρα μπροστά μου, για την ακρίβεια ολόκληρη τη ζωή μπροστά μου. Μετά τον Καμύ, όλα άλλαξαν.
Ακόμη θυμάμαι την έκδοση: ήταν ένα βιβλίο με πολύ μεγάλα γράμματα, σαν αλφαβητάρι του δημοτικού, λεπτό, δεμένο με ύφασμα, με ένα αποτρόπαιο σκίτσο στο εξώφυλλο, ένα βιβλίο που δυσκολεύτηκα να κλέψω επειδή δεν ήξερα πού να το κρύψω – κάτω από τη μασχάλη μου, ή μέσα στη ζώνη μου; – αφού φαινόταν κάτω από το σακάκι του κοπανατζή μαθητή που ήμουν τότε. Στο τέλος το βούτηξα κάτω από το βλέμμα όλων των υπαλλήλων του Γυάλινου Βιβλιοπωλείου. Ήταν ένας από τους καλύτερους τρόπους να κλέβεις, μου τον είχε διδάξει μια ιστορία του Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Ύστερα απ’ αυτό, αφού έκλεψα το βιβλίο και το διάβασα, έγινε η μετάβαση: από συνετός αναγνώστης έγινα άπληστος αναγνώστης και από κλέφτης βιβλίων έγινα βιβλιοπειρατής. Ήθελα να διαβάσω τα πάντα, πράγμα που μέσα στην αθωότητά μου ισοδυναμούσε με το να θέλω να αποκαλύψω ή να προσπαθήσω να αποκαλύψω τις κρυφές μηχανορραφίες της τύχης που είχαν παρασύρει τον ήρωα του Καμύ στην αποδοχή της φρικτής του μοίρας. Παρά τα επιφαινόμενα, η σταδιοδρομία μου ως βιβλιοπειρατή ήταν μακρά και γόνιμη. Όμως μια μέρα με έπιασαν. Ευτυχώς, δεν ήταν στο Γυάλινο Βιβλιοπωλείο, αλλά στο Βιβλιοπωλείο το Κελάρι που βρίσκεται – ή βρισκόταν – απέναντι από την Αλαμέδα, στην Αβενίδα Χουαρές, και το οποίο, όπως δηλώνει το όνομά του, ήταν ένα μεγάλο υπόγειο, όπου οι πιο πρόσφατες εκδόσεις από το Μπουένος Άιρες και την Βαρκελώνη ήταν στοιβαγμένες σε αστραφτερούς σωρούς. Η σύλληψή μου ήταν ατιμωτική, επονείδιστη. Ένιωσα σαν να με είχαν επικηρύξει οι σαμουράι του βιβλιοπωλείου. Με απείλησαν ότι θα με πετούσαν έξω από τη χώρα, ότι θα μου έριχναν ένα γερό χέρι ξύλο στο κελάρι του Βιβλιοπωλείου “Το Κελάρι”, κάτι που στα αυτιά μου ήχησε σαν μια συζήτηση μεταξύ νεο-φιλοσόφων περί της καταστροφής της καταστροφής και στο τέλος, μετά από μακροσκελείς διαπραγματεύσεις, με άφησαν να φύγω, όχι όμως πριν κατάσχουν όλα τα βιβλία που είχα πάνω μου, ανάμεσά τους και την Πτώση. Κανένα από τα βιβλία που μου υπεξαίρεσαν δεν το είχα κλέψει από εκεί.
Λίγο αργότερα, έφυγα για την Χιλή. Αν στο Μεξικό μπορούσα να σκοντάψω πάνω στον Ρούλφο ή τον Αρέολα, στην Χιλή ίσως να συναπαντιόμουν με τον Νικανόρ Πάρα και τον Ενρίκε Λιν, ωστόσο νομίζω ότι ο μόνος συγγραφέας με τον οποίο διασταυρώθηκα ήταν ο Ροντρίγκο Λίρα, ενώ βάδιζε γοργά μέσα στη νύχτα που βρομούσε δακρυγόνα. Ύστερα ήρθε το πραξικόπημα και μετά απ’ αυτό άρχισα να περνάω τον καιρό μου στα βιβλιοπωλεία του Σαντιάγο – φτηνός τρόπος να διώξω την πλήξη και να αποτρέψω την τρέλα. Αντίθετα από τα βιβλιοπωλεία του Μεξικού, εκείνα του Σαντιάγο δεν είχαν υπαλλήλους. Τα κρατούσε ένα μόνο άτομο, που σχεδόν πάντα ήταν ο ιδιοκτήτης. Εκεί αγόρασα τα Ombra Gruesa [τα Άπαντα] και τα Artefactos του Νικάνορ Πάρα, όπως και βιβλία του Ενρίκε Λιν και του Χόρχε Τεϊγιέ που σύντομα θα τα έχανα, αλλά που αποτέλεσαν θεμελιώδη αναγνώσματα για μένα – αν και ‘θεμελιώδη’ δεν είναι η σωστή λέξη: εκείνα τα βιβλία με βοήθησαν να αναπνεύσω. Ούτε όμως το ‘αναπνεύσω’ είναι η σωστή λέξη.
Ό, τι θυμάμαι καλύτερα από εκείνες τις επισκέψεις μου σ’ εκείνα τα βιβλιοπωλεία, ήταν τα μάτια των βιβλιοπωλών, που άλλοτε έμοιαζαν με μάτια κρεμασμένου και άλλοτε ήταν σκιασμένα από κάτι σαν ληθαργικό πέπλο, που τώρα ξέρω ότι ήταν κάτι άλλο. Δεν θυμάμαι να έχω δει πιο μοναχικά βιβλιοπωλεία. Δεν έκλεψα βιβλία στο Σαντιάγο. Ήταν φτηνά και τα αγόραζα. Στο τελευταίο βιβλιοπωλείο που επισκέφθηκα, καθώς περνούσα δίπλα από μια σειρά παλιών γαλλικών μυθιστορημάτων, ο βιβλιοπώλης, ένας ψηλός, αδύνατος άνδρας γύρω στα σαράντα, με ρώτησε ξαφνικά αν μου φαινόταν σωστό ένας συγγραφέας να συστήνει τα δικά του έργα σ’ έναν άνθρωπο που είχε καταδικαστεί σε θάνατο.
Ο βιβλιοπώλης στεκόταν στη γωνία, φορώντας ένα λευκό πουκάμισο με τα μανίκια γυρισμένα ώς τους αγκώνες. Στο λαιμό του, το μήλο του Αδάμ προεξείχε και έτρεμε καθώς μιλούσε. Είπα ότι δεν φαινόταν σωστό. Για ποιο πράγμα συζητούν οι καταδικασμένοι σε θάνατο; ρώτησα. Ο βιβλιοπώλης με κοίταξε και είπε ότι ήξερε σίγουρα περισσότερους από έναν συγγραφείς ικανούς να συστήσουν τα βιβλία τους σε έναν άνθρωπο στο χείλος του θανάτου. Ύστερα είπε ότι μιλούσαμε για απελπισμένους αναγνώστες. Δεν έχω το δικαίωμα να κρίνω, είπε, όμως αν δεν το κάνω εγώ, τότε κανείς δεν θα το κάνει.
Τι βιβλίο θα έδινες σ’ έναν καταδικασμένο; με ρώτησε. Δεν ξέρω, απάντησα. Ούτε εγώ ξέρω, είπε ο βιβλιοπώλης και νομίζω πως αυτό είναι τρομερό. Τι βιβλία διαβάζουν οι απελπισμένοι άνθρωποι; Τι βιβλία αγαπούν; Πώς φαντάζεσαι τη βιβλιοθήκη ενός καταδικασμένου ανθρώπου; ρώτησε. Δεν έχω ιδέα, είπα. Είσαι νέος, δεν εκπλήσσομαι, είπε. Και ύστερα: είναι σαν την Ανταρκτική. Όχι σαν τον Βόρειο Πόλο, σαν την Ανταρκτική. Μου ήρθαν στο νου οι τελευταίες μέρες του Άρθρουρ Γκόρντον Πιμ, αλλά αποφάσισα να μην πω τίποτα. Για να δούμε, είπε ο βιβλιοπώλης, ποιος γενναίος θα έβαζε τούτο το μυθιστόρημα στα χέρια ενός ανθρώπου καταδικασμένου σε θάνατο; Πήρε ένα βιβλίο που είχε πάει αρκετά καλά και το πέταξε στο σωρό. Τον πλήρωσα και πήγα να φύγω. Καθώς γυρνούσα την πλάτη μου, ο βιβλιοπώλης έβγαλε έναν πνιχτό ήχο, μπορεί γέλιο, μπορεί κλάμα. Ανοίγοντας την πόρτα, τον άκουσα να λέει: Ποιος υπερφίαλος μπάσταρδος θα τολμούσε να κάνει τέτοιο πράγμα; Κι ύστερα είπε κάτι ακόμα, αλλά δεν μπόρεσα ν’ ακούσω τι ήταν.
(*) Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του Ρομπέρτο Μπολάνιο Ανάμεσα σε παρενθέσεις: Δοκίμια, άρθρα και ομιλίες (1998-2003) που κυκλοφόρησε το 2011 σε μετάφραση Natasha Wimmer από τον αμερικανικό εκδοτικό οίκο New Directions. Η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά έγινε από τα αγγλικά.