Βιβλιοφάγοι ιστοριών που τρώγονται: Πες-πες Μία ιστορία (της Αγγελικής Γιαννικοπούλου)

0
813

 

της Αγγελικής Γιαννικοπούλου (*)

 

Η κυρίαρχη μεταφορά για το διάβασμα έχει δομηθεί πάνω στην έννοια του φαγητού, αφού οι συνηθέστερες μεταφορικές εκφορές ταυτίζουν την ανάγνωση και το βιβλίο με τη βρώση. Εκφράσεις όπως ‘Όρεξη για διάβασμα’, ‘Το βιβλίο, τροφή του πνεύματος’, ‘Το διάβασα μονορούφι’, ‘Δεν χώνεψε τις γνώσεις του βιβλίου’, ‘Εύπεπτα αναγνώσματα’ και κυρίως η σύνθετη λέξη ‘Βιβλιοφάγος’ απαντώνται σε ιδιαίτερη συχνότητα στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι το βιβλίο ‘καταβροχθίζεται’ με προβλέψιμα, κατά βάση ευεργετικά, αποτελέσματα.

Και ενώ παραδοσιακά η μεταφορά αντιμετωπιζόταν ως ‘τρόπος του λέγειν’ και ως καλολογικό στοιχείο που ομορφαίνει το λόγο, μετά τη δημοσίευση του πολύκροτου βιβλίου των Lakoff & Johnson (1980), Metaphors we live by, γίνεται λόγος για την εννοιολογική μεταφορά που αναβαθμίζεται από τρόπο έκφρασης σε τρόπο σκέψης. Κυρίως δε οι συμβατικές μεταφορές, που αποτελούν μέρος της κοινής ομιλίας, συνιστούν μέσον δόμησης και κατανόησης της ανθρώπινης εμπειρίας επηρεάζοντας, κυρίως ασυνείδητα, τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε σύνθετα φαινόμενα, όπως τη λογοτεχνική ανάγνωση.

Η δομική μεταφορά που συνδέει την ανάγνωση με την τροφή, υπονοεί την ύπαρξη ωφέλιμων βιβλίων, που, όπως τα φρέσκα λαχανικά, κάνουν καλό, αλλά και κάποιων άλλων που, σαν τα γλυκά, δημιουργούν εθισμό και ‘δηλητηριάζουν’. Επιπλέον, οι αναγνώστες που επιδεικνύουν μια ‘ακόρεστη όρεξη’ για διάβασμα εγείρουν αξιώσεις για μια ισορροπημένη ‘αναγνωστική δίαιτα’, ενώ η ανάγνωση συνδέεται με την πνευματική ανάπτυξη εκείνων που ‘αχόρταγα καταβροχθίζουν’ καλά βιβλία. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ανάγνωση προβάλλεται περισσότερο ως ‘κατανάλωση’ κειμένων που οφείλουν να είναι καλά, προκειμένου να έχουν ευεργετικά αποτελέσματα πάνω σε μάλλον παθητικούς αναγνώστες, οι οποίοι εξαντλούν τη δημιουργικότητά τους στις σωστές επιλογές βιβλίων. Για το λόγο αυτό η τροφική μεταφορά της ανάγνωσης δε βοηθά στη διαμόρφωση αντιλήψεων για τον ενεργητικό αναγνώστη που συνεισφέρει στην κατασκευή του κειμενικού νοήματος, αλλά ούτε και προτάσσει την ανάγκη για έναν κριτικό αναγνώστη έναντι οποιοδήποτε καλού κειμένου.

Από την άλλη, στο χώρο του παιδικού βιβλίου η υλοποίηση της τροφική μεταφοράς της ανάγνωσης με τη δημιουργία πλασμάτων που κυριολεκτικά τρώνε βιβλία και καταπίνουν ιστορίες, όχι μόνο μπορεί να δώσει ενδιαφέροντα μυθοπλαστικά κείμενα (δες The incredible book eating boy, Αστέρης, ο ζωηρός βιβλιοφάγος), αλλά και να αμφισβητήσει τις συνήθεις ιδεολογικές συνυποδηλώσεις των σχετικών μεταφορικών εκφορών.

Το βιβλίο της Μαρίας Παπαγιάννη σε εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή Πες-Πες Μία ιστορία μιλά για την φιλία ανάμεσα στην Πες-πες, μια μικρή πασχαλίτσα που κυριολεκτικά τρέφεται με ιστορίες, και τη Μία, ένα κορίτσι που της αρέσει να σκαρώνει παραμύθια που ξεκινούν «Μία φορά και έναν καιρό». Με ομιλούντα ονόματα και οι δύο πρωταγωνίστριες συγκροτούν ένα δίδυμο φίλων που θεμελιώνει τη σχέση τους στην αμοιβαιότητα, την αλληλοσυμπλήρωση, την ευχαρίστηση.

Το βιβλίο αρχίζει την εποχή που οι δυο τους δεν είχαν ακόμη γνωριστεί. Μία και Πες-πες συστήνονται στον αναγνώστη-θεατή μόνο εικονογραφικά, αφού το τρυφερό κείμενο της Μαρίας Παπαγιάννη προτιμά σε τόνο γενικό να αναφερθεί στο το τι κάνουν τα βράδια «όλα τα παιδιά»: κοιμούνται, ονειρεύονται, ζουν περιπέτειες, εύχονται για μια φίλη. Στην αοριστία όμως του λεκτικού κειμένου απαντά η εικονογράφηση της Σαμαρτζή με την παρουσίαση από το πρώτο σαλόνι της Μίας και της Πες-πες, αισθητοποιώντας παράλληλα την μεταξύ τους απόσταση με την χωρική τους τοποθέτηση και στα πέντε δισέλιδα που προηγούνται της συνάντησής τους: Η Μία απεικονίζεται σταθερά στην αριστερή σελίδα και η Πες-πες στη δεξιά, ενώ η εμφανής γραμμή του δεσίματος του βιβλίου λειτουργεί ως το φυσικό όριο ανάμεσά τους που εμποδίζει τη μεταξύ τους επικοινωνία. Όταν οι δυο τους συναντηθούν, και πλέον μεταφερθούν στην ίδια σελίδα, αποκαλύπτεται και ο συνεκτικός κρίκος της σχέσης τους: οι ιστορίες, που η Μία αγαπάει να λέει και η άλλη να … τρώει.

Η τροφική μεταφορά της ανάγνωσης αποτελεί το μυθοπλαστικό ακρογωνιαίο λίθο στο βιβλίο των Παπαγιάννη και Σαμαρτζή. Με τη διαφορά όμως ότι σε αυτό η λογοτεχνία, αντί να εστιάζει στη συνήθη ωφελιμιστική διάσταση της μεταφοράς, αναδεικνύει την αρχή της ευχαρίστησης ως βασική της λειτουργία. Οι ιστορίες δίνουν χαρά σε αυτούς που τις δημιουργούν αλλά και εκείνους που τις ακούν, και η γοητεία της αφήγησης παραμυθιών ενώνει τους ανθρώπους που τα μοιράζονται. Μάλιστα η ευχαρίστηση πηγάζει από όλες τις ιστορίες, από την ίδια την αναγνωστική διαδικασία, που καθόλου δεν συμμερίζεται την ενοχική ηδονή των τροφών, όπου η ικανοποίηση συνδέεται αντιστρόφως ανάλογα με την ωφελιμότητά τους. Στο βιβλίο της Μίας και της φίλης της, ακόμη και ο αναγνώστης κατορθώνει να ξεπεράσει την υπονοούμενη παθητικότητα που συνήθως κατασκευάζει η τροφική μεταφορά, αφού στο τελευταίο δισέλιδο/ σαλόνι καλείται να αναλάβει ρόλο μάγειρα-δημιουργού και να σερβίρει σε πιάτα-σελίδες τετραδίου τις δικές του ιστορίες. Και με αυτόν τον τρόπο ένας εξωκειμενικός βιβλιοφάγος θα ταΐσει με παραμύθια την κειμενική Πες-πες που της αρέσει να τρώει ιστορίες.

 

info: Μαρία Παπαγιάννη, Πες-Πες Μία ιστορία, εικονόγραφηση: Ίρις Σαμαρτζή, Πατάκης

 

 

(*) H Αγγελική Γιαννικοπούλου είναι καθηγήτρια, ΤΕΑΠΗ, ΕΚΠΑ

 

Προηγούμενο άρθροΕπιστολή του “Αναγνώστη” προς την Εφημερίδα των Συντακτών
Επόμενο άρθροΣε ελεύθερη πτώση (για το μυθιστόρημα του Α.Καμύ γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ