της Ελένης Γεωργοστάθη
Συχνά είναι τα ερωτήματα γονιών σε διαδικτυακές σελίδες και ομάδες περί το παιδικό βιβλίο για βιβλία με συγκεκριμένες θεματικές, που, κατά την άποψή τους, θα βοηθήσουν τα παιδιά τους να κοιμηθούν, να πιούν το γάλα, να φάνε το φαγητό, να μάθουν να πηγαίνουν στην τουαλέτα, να αγαπήσουν το σχολείο, να πάψουν να είναι επιθετικά κι ένα σωρό άλλα πιθανά ή και απίθανα πράγματα. (Όπως το ερώτημα γονιού που διάβασα πριν από λίγο καιρό για το αν υπάρχει βιβλίο που να αφορά συγκεκριμένο επιστημονικό κλάδο, μια και πεποίθησή του ήταν πως το παιδί του, μαθητής δημοτικού, θα ακολουθούσε αυτό το αντικείμενο σπουδών στο μέλλον, ως εκ τούτου όφειλε εγκαίρως να εμπλουτίσει το λεξιλόγιό του με όρους που αφορούσαν τη συγκεκριμένη επιστήμη.)
Είναι όμως αυτό το είδος βιβλίων-εργαλείων, που εν είδη εγχειριδίου κατευθύνουν τα παιδιά, με τρόπο άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο εύστοχο, στην υιοθέτηση συγκεκριμένων συμπεριφορών, και το πλέον ελκυστικό για εκείνα; Προφανώς και ορισμένα από αυτά τα βιβλία είναι εμπνευσμένα και καλαίσθητα και κατορθώνουν με ευρηματικότητα, φαντασία ή και χιούμορ να περάσουν το μήνυμά τους χωρίς να προξενούν ανία και εκνευρισμό. Δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν την εξαίρεση που απλώς επιβεβαιώνει τον κανόνα, ο οποίος θέλει τη συγκεκριμένη κατηγορία βιβλίων να μην ενθουσιάζει με την πρωτοτυπία της.
Έπειτα, πόσο σίγουροι είμαστε ότι αυτά τα βιβλία «ειδικού σκοπού» κατορθώνουν να «διδάξουν» συγκεκριμένες συμπεριφορές στα παιδιά; Ή, για να το δούμε από μια άλλη οπτική, τελικά ζητήματα καθημερινής συμπεριφοράς, απόκτησης δεξιοτήτων ή συνηθειών υγιεινής χρειάζονται υποχρεωτικά κάποιου είδους βιβλίο για να διδαχθούν και να αφομοιωθούν; Μοιάζουμε οι σημερινοί γονείς να έχουμε ξεχάσει ή υποτιμήσει την αξία του παραδείγματος, της συζήτησης, της προσωπικής μας εμπλοκής στην εκμάθηση συνηθειών και συμπεριφορών, αναζητώντας τυφλοσούρτες για τα πάντα.
Και μάλιστα τυφλοσούρτες που μπορεί να λειτουργήσουν αποτρεπτικά για τη σχέση του παιδιού με το βιβλίο, συνδέοντας αυτό το τελευταίο αυτομάτως στο μυαλό του με την υποχρεωτική γνώση. Είναι όμως μόνο αυτό το βιβλίο; Εγχειρίδιο γνώσης; Εργαλείο εκμάθησης; Άραγε μπορούμε να φανταστούμε τη δική μας βιβλιοθήκη γεμάτη αποκλειστικά και μόνο με βιβλία για μαστορέματα, για την κηπουρική, για πρώτες βοήθειες κτλ.; Βιβλία χρηστικά όπως αυτά καλύπτουν την ανάγκη μας για ψυχαγωγία, αισθητική απόλαυση, απόδραση κ.ο.κ.; Μήπως, κρίνοντας και εξ ιδίων τα αλλότρια, καλό είναι να αντιληφθούμε ότι και τα παιδιά ως αναγνώστες έχουν ανάλογες με τις δικές μας ανάγκες;
Αυτές πάνω κάτω τις σκέψεις έκανα διαβάζοντας τρία ενδιαφέροντα βιβλία για μικρά παιδιά που έφτασαν στα χέρια μου τον τελευταίο καιρό. Βιβλία που κινούνται σε πολύ διαφορετική γραμμή από όσα περιγράφονται πιο πάνω, και είτε διαχειρίζονται έξυπνα και ευρηματικά το πληροφοριακό υλικό που θέλουν να μοιραστούν, είτε εξελίσσονται με σουρεαλιστικό και απρόβλεπτο τρόπο, πυροδοτώντας τη φαντασία των νεαρών αναγνωστών, είτε, τέλος, θέτουν σοβαρά αυτοαναφορικά ερωτήματα με τρόπο εξαιρετικά προσιτό και παιγνιώδη.
Η Αναστασία Μπαλάσκα στο Αλφαβητάρι δεινοσαύρων φτιάχνει σε μια πρώτη ματιά ένα αλφαβητάρι με βάση τα ονόματα γνωστών, λιγότερο γνωστών ή και παντελώς άγνωστων στο ευρύ κοινό δεινοσαύρων. Σε μια δεύτερη ματιά, θα λέγαμε ότι η αλφάβητος γίνεται το ταξινομικό εργαλείο μέσα από το οποίο ο αναγνώστης γνωρίζεται με μια μεγάλη γκάμα των παλιότερων κατοίκων του πλανήτη μας, χωρίς την εμπλοκή άλλων, περίπλοκων ταξινομικών χαρακτηριστικών, όπως μέγεθος, ηλικία, αναγνωρισιμότητα, διατροφικές συνήθειες κτλ.
Αυτά τα τελευταία, ή έστω κάποια από αυτά, δίνονται είτε στα χαριτωμένα τετράστιχα, ένα για καθέναν από τους είκοσι τέσσερις δεινόσαυρους που φιλοξενεί το βιβλίο, είτε, σε κάποιες περιπτώσεις, με τη μορφή σημειώσεων στις εικόνες, που υπογράφει ο Stilos. Γενικά, αποφεύγεται το φόρτωμα του κειμένου με πληροφορίες. Αν και η ομοιοκαταληξία σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σχετικά προβλέψιμη, ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώνεται το πληροφοριακό υλικό στα τετράστιχα, η οικονομία τους και κάποια στοιχεία χιούμορ εδώ κι εκεί κερδίζουν τον αναγνώστη.
Όπως, φυσικά, και η παρέλαση Ηωραπτόρων, Ινδοσούχων, Νανοτυράννων, Παρασαυρόλοφων, που ενδέχεται να οδηγήσει ένα φιλέρευνο πνεύμα να αναζητήσει και να ανακαλύψει πλήθος άλλων γιγαντιαίων προϊστορικών ερπετών, διάσπαρτων σε όλα τα γράμματα της αλφαβήτας, που μπορεί να μη χώρεσαν στο βιβλίο, είναι όμως εξίσου υπαρκτά με εκείνα που κατοικούν στις σελίδες του. Κι αυτό, το να σε βάζει ένα βιβλίο στη διαδικασία της αναζήτησης, είναι ήδη μια πρώτη επιτυχία.
Το 1.000 τρόποι να στύψεις ένα λεμόνι δεν είναι βιβλίο γνώσης, παρότι ο τίτλος του, σε υποθετικό τουλάχιστον πλαίσιο, σε κάτι τέτοιο παραπέμπει, με τον αριθμό 1.000 πάντως να καθιστά προφανή τον παιγνιώδη χαρακτήρα του, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη για όσα απίθανα θα συναντήσει στις σελίδες του.
Κάθε σαλόνι αυτού του ευφάνταστου βιβλίου μάς προτείνει κι από έναν νέο και σουρεαλιστικό τρόπο για να στύψουμε λεμόνια. Ομοιοκατάληκτα και εδώ τα δίστιχα της Δανάης Δάσκα, συνομιλώντας εξαιρετικά με την πολύχρωμη και παιχνιδιάρικη εικονογράφηση της Χρύσως Χαραλάμπους, ταξιδεύουν τον αναγνώστη στα πιο απίθανα μέρη, από το Παρίσι στην Αίγυπτο κι από τα ελληνικά νησιά σε σπίτια Εσκιμώων, επιστρατεύουν μάγισσες, ιππότες, μπαλαρίνες, ελέφαντες μπαλαδόρους και προτείνουν τους πιο αναπάντεχους, κάποιες φορές όχι ιδιαίτερα αποδοτικούς, είναι η αλήθεια, τρόπους στυψίματος του συμπαθούς εσπεριδοειδούς. Αν και η αποδοτικότητα της εκάστοτε μεθόδου δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο στην περίπτωσή μας. Το σωστό και το λάθος έτσι κι αλλιώς δεν είναι το ζητούμενο στις σελίδες του βιβλίου. Τουναντίον, αυτό που μοιάζει να απασχολεί τις δημιουργούς του είναι η απελευθέρωση, η απενοχοποίηση, το πέταγμα της φαντασίας. Οι απρόβλεπτες συναντήσεις, τα αστεία παντρέματα, η χαρά, το γέλιο, η απόλαυση που χαρίζουν.
Και μπορεί, παρά τον τίτλο του, το βιβλίο να μην παραθέτει στις σελίδες του χίλιους τρόπους στυψίματος ενός λεμονιού, αφήνει ωστόσο ανοιχτό το ενδεχόμενο να γίνουν τόσοι ή και περισσότεροι προτείνοντας στα τελευταία του σαλόνια στους αναγνώστες να μπουν κι οι ίδιοι στη διαδικασία αναζήτησης δικών τους τρόπων. Κάπως έτσι το παιδί γίνεται συμμέτοχος στη δημιουργία του βιβλίου, το επεκτείνει με τα δικά του υλικά, παίζει δημιουργώντας ή δημιουργεί παίζοντας. Όπως και να έχει, πρόκειται για διαδικασία απολαυστική, αποκαλυπτική και καθόλου μα καθόλου ανιαρή.
Η ανάγνωση, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι παθητική διαδικασία, αλλά μια διαρκής συνομιλία, ένας διάλογος μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη. Με τον δεύτερο συχνά να μην αποδέχεται παθητικά όσα του σερβίρει ο πρώτος, αλλά να συμπληρώνει τα κενά ή ακόμα και να αμφισβητεί συγγραφικές προθέσεις, επιλογές, λύσεις. Η ανάγνωση είναι με τον τρόπο της μια μορφή συν-συγγραφής. Εξού και κάθε ανάγνωση είναι μια μοναδική διαδικασία, που διαμορφώνει μια βαθιά προσωπική σχέση του αναγνώστη με το κείμενο.
Το εκπληκτικό βιβλίο της Noemi Vola Τέλος; Μα, τι τέλος είναι αυτό;, ξεκινώντας ακριβώς από την απροθυμία ενός μικρού αναγνώστη να αποδεχτεί το τέλος των ιστοριών που διαβάζει, επιχειρεί μια τολμηρή κατάδυση στα άδυτα της δημιουργίας τους με μοναδικά του υλικά λίγες λέξεις και μια πανδαισία εικόνων. Ο αφηγητής, αποδομώντας με διασκεδαστικό τρόπο μια σειρά από προβλέψιμα, άστοχα, κλισεδιάρικα, άκαιρα φινάλε ιστοριών, βουτάει μέσα στις ίδιες αυτές ιστορίες, κι αντλώντας επιχειρήματα από την ανατρεπτική, απρόβλεπτη, αστεία, εξωλογική, φανταστική, απίθανη φύση τους, τη μοναδική ικανότητά τους να μετατρέπουν το απίθανο σε πιθανό, αποφασίζει να πάρει την κατάσταση, όποια κι αν είναι αυτή, στα χέρια του. Κι έτσι, μετατρέπεται κι ο ίδιος, από δύσπιστο, δυσαρεστημένο δέκτη που φιλοδοξεί να γίνει μάστορας, επιδιορθωτής ιστοριών, σε δημιουργό. Άραγε αυτός είναι στο απυρόβλητο; Μπορεί να κάνει το κέφι του, να ολοκληρώσει την ιστορία του, χωρίς προσκόμματα και αμφισβητήσεις;
Αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαιτέρως στο βιβλίο της Vola είναι ο ευφάνταστος κι ευρηματικός τρόπος με τον οποίο οι εικόνες ζωντανεύουν την ίδια τη φύση των ιστοριών, οπτικοποιούν, επεξηγούν κι εντέλει απλοποιούν ζητήματα για τη διατύπωση των οποίων σε θεωρητικό επίπεδο έχουν ξοδευτεί τόνοι μελανιού. Αλλά το λιτό, σχεδόν τηλεγραφικό, κείμενο κι οι παιγνιώδεις εικόνες της Vola αποδομούν επιπλέον και τον ίδιο τους τον εαυτό. Γιατί, φυσικά, ένα βιβλίο που μιλά για τη σχέση του αφηγητή του με τις ιστορίες, ένα βιβλίο για τις ίδιες τις ιστορίες, τη φύση τους, τον τρόπο δημιουργίας τους και τα όριά τους, δε θα μπορούσε παρά να υπονομεύει και την ίδια την ύπαρξή του. Το χιούμορ, η αυτοπαρωδία, η αλληλοεμπλοκή των αφηγηματικών επιπέδων δημιουργούν ένα διασκεδαστικό αυτοαναφορικό βιβλίο που πάντως δεν απαιτεί από τους αναγνώστες του καμία απολύτως θεωρητική σκευή για να γίνει προσιτό. Κι εκεί ακριβώς έγκειται η αυθεντικότητα και η μαγεία του.
INFO
Αναστασία Μπαλάσκα, Αλφαβητάρι δεινοσαύρων, εικόνες Stilos, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2022
Noemi Vola, Τέλος; Μα, τι τέλος είναι αυτό; μετάφραση Μαριάννα Ψύχαλου, Μικρή Σελήνη, Αθήνα 2022