του Θανάση Μήνα
«Το να σκοτώσεις έναν άνθρωπο για να υπερασπιστείς μια ιδέα, δεν είναι υπεράσπιση μιας ιδέας, είναι ο φόνος ενός ανθρώπου».
Jean-Luc Godard
Bejahung. Ο φροϋδικός αυτός, καταφατικός όρος που, σε παραλληλία με το Ulysses του James Joyce, αντιστοιχεί στα επαναλαμβανόμενα “Yes” της Molly Bloom, αποτελεί όρο-κλειδί για να παρακολουθήσει κανείς το νέο μυθιστόρημα του Παναγιώτη Βλάχου. Πρόκειται για το τέταρτο στη σειρά μυθιστόρημά του συγγραφέα, καθώς έχουν προηγηθεί τα βιβλία “Καλή σας νύχτα, κύριε Φρόιντ” (2006), “Οι ανόητοι” (2011), “Το blues της ανεργίας” (2016) – όλα από τις εκδόσεις Κέδρος.
Έρωτας και Εξέγερση
Ο Herbert Marcuse και ο Μάης του 1968 είναι οι οδηγοί μας. Έχουμε πρωτίστως να κάνουμε με ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα. Συνειδητά ο συγγραφέας ακολουθεί τη φόρμα του κοινωνικού, αστυνομικού μυθιστορήματος, με την επίγνωση ότι στις μέρες μας αναδεικνύει “τις θεατές και αθέατες μεταβολές της ζωής στην Πόλη” (Ian Rankin).
Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τον θάνατο (δολοφονία;) του πανεπιστημιακού, καθηγητή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Δημητρίου Ιακώβου. Το παρελθόν του: Παρίσι, ‘68, εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Ένας μπάτσος, όχι του κυκλώματος της ΓΑΔΑ, έντιμος μπάτσος, κάπως μοναχικός, ο οποίος αγαπά τις παλιές μηχανές BMW, χαρακτήρας της γαλλικής σχολής του νουάρ (Jean- Claude Izzo, Jean-Patrick Manchette, και τα ρέστα), αναλαμβάνει την έρευνα. Στην υπόθεση εμπλέκονται ενδεχομένως και άλλοι από την πανεπιστημιακή κοινότητα. Και μια σέκτα, στα πρότυπα που μας έχει συστήσει στα βιβλία του σημειολογικά ο Umberto Eco, η οποία ακούει στο όνομα η «Κοινωνία των Μεταφραστών».
«Αυτή η τρέλα να διαμορφώσουν τη συνθήκη μιας επανάστασης αποδείχθηκε στο τέλος εμμονική ιδέα».
Γίνεται πολυπρόσωπη η αφήγηση σελίδα με τη σελίδα. Εμφανίζονται χαρακτήρες, όχι μια και έξω, χαρακτήρες που πλάθονται. Η Αμπέλ, με ρίζες από τη Δυτική Αφρική, που ζει στο (μέχρι πότε;) φιλόξενο Παρίσι και παίζει πολυρυθμική μουσική∙ ο επίσης πανεπιστημιακός Σιωπηλός, που γνωρίζει πολλά, ο πιο αινιγματικός χαρακτήρας του βιβλίου∙ η Πατ και ο Μέιπ, παλιά «κουρέλια» (που θα έλεγε ίσως και ο Νίκος Νικολαΐδης) που τσακώνονταν για τους Led Zeppelin και τους Doors το 1980 στην Πλάκα∙ η αλκοολική Μιράντα από το Μετς, πιστή στη γραφομηχανή της, αλληλογράφος και οιονεί βιογράφος του θύματος.
Από την αφήγηση της Μιράντας: «Δούλευε ως ψυχίατρος εκεί [στη Βοστώνη]. Έφυγε λάθρα όταν η διεύθυνση της φυλακής επέβαλε την εξαγωγή όλων των δοντιών από τους κρατουμένους ως ένα μέσο πρόσληψης στοματικής υγιεινής».
Λίγο πιο κάτω, πάντα στην «ροή συνείδησης» (stream of consciousness) της Μιράντας, ο Claude Lévi-Strauss («το ασυνείδητο είναι μια διαρκής μνήμη») συνομιλεί με τον Νίκο Πουλαντζά, που αναζήτησε την ενότητα ανάμεσα στην θεωρία και στην πράξη. «Αγκάλιασε τα βιβλία του και πήδηξε», σημειώνει ο συγγραφέας. Ίσως βέβαια δεν πήδηξε μόνο για αυτόν τον λόγο.
Ο δοκιμιακός λόγος είναι το φόρτε του Παναγιώτη Βλάχου, που έχει θητεύσει για καιρό στην ψυχαναλυτική θεωρία (Φρόιντ, Λακάν και Καστοριάδη, κυρίως). Αυτό, και η διακειμενικότητα: στις σελίδες του μυθιστορήματος, είτε ευθέως είτε πιο έμμεσα, πληθαίνουν οι αναφορές σε συγγραφείς, διανοούμενους, μουσικούς, κινηματογραφιστές, ριζοσπάστες κλπ. Οι αναφορές αυτές είναι καλοχωνεμένες και επεξεργασμένες, δεν γίνονται προς χάρην εντυπώσεων.
Μια δεύτερη λέξη-κλειδί εξάλλου για την παρακολούθηση της πλοκής και εν τέλει για την ανάγνωση του μυθιστορήματος, συνιστά κλείσιμο του ματιού στον Dante Alighieri: Vita Nova.
info:Παναγιώτης Βλάχος, Αλλαγή φρουράς, Εκδόσεις Κέδρος, 2020