«Βατράχια» – Ένας γλυκόπικρος Αριστοφάνης (της Όλγας Σελλά)

0
948

 

 

της Όλγας Σελλά

 

Και ήρθε η ώρα για τον δεύτερο Αριστοφάνη της χρονιάς. «Βατράχια» τιτλοφόρησε η σκηνοθέτιδα Έφη Μπίρμπα, όχι σαν κλείσιμο ματιού στην αντίληψη της συμπερίληψης, όπως αναρωτήθηκαν κάποιοι, αλλά σαν άμεση δήλωση κάποιων επεμβάσεων που έχουν γίνει στο κείμενο. Διαδικασία που (μην τα ξαναλέμε) είναι όχι μόνο θεμιτή, αλλά συχνά και αναγκαία και το ζητούμενο είναι πάντα, αν η όποια κειμενική και σκηνοθετική επέμβαση, έχει άξονα, σκεπτικό και συνέπεια και βαδίζει σ’ έναν κοινό δρόμο με τον πυρήνα του αρχικού κειμένου. Σίγουρα όμως η προσφώνηση «το δούλο» που χρησιμοποιεί ο Διόνυσος (Άρης Σερβετάλης) προς τον δούλο του Ξανθία (Μιχάλης Σαράντης), αρκετές φορές μάλιστα, είναι ένας σαφής σχολιασμός στη χρήση και του ουδέτερου γένους (ή αποκλειστικά του ουδέτερου γένους) που επιλέγουν ή διεκδικούν αρκετοί άνθρωποι σήμερα.

Πάμε ξανά στην Επίδαυρο. Από το δασύλλιο πίσω από την ορχήστρα ακούγονται φωνές. Περίεργες φωνές, που πότε χαμηλώνουν πότε δυναμώνουν. «Χώμαααα! Φυτάαααα! Νυχτολούλουδααααα! Μπεντζαμίνιααααα! Floweeeers!!! Καληστήμονεεεεες!». Είναι ο Διόνυσος που μαζί με τον δούλο του τον Ξανθία, που είναι ζεμένος σαν υποζύγιο με τα υπάρχοντα τους, προσπαθούν να βρουν την είσοδο του Κάτω Κόσμου, για να φέρουν πίσω στη ζωή έναν μεγάλο ποιητή, που τόσο λείπει από μια πεζή έως και χυδαία πραγματικότητα. Μια σκηνή που παρέπεμπε ευθέως στον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο Πάντσα, αλλά και στον Μπέκετ, και έδειξε εξαρχής την θαυμάσια σκηνική χημεία των δύο ηθοποιών, που όμως τράβηξε κάπως παραπάνω απ’ ό,τι χρειαζόταν. Μοιάζουν χαμένοι αυτοί οι δύο άνθρωποι, ο Διόνυσος υμνεί τη φύση και ό,τι υπάρχει πάνω της ή ό,τι σχηματίζει, λίγο πριν επιχειρήσουν την κάθοδο στον Άδη: «Καταρράκτες, όχθες, ακροβούνια, παγετώνες, λάσπες, μάρμαρα, μυρμήγκια…».  Κι ο Ξανθίας τον παρακαλεί να μη συνεχίζουν. Φοβάται το σκοτάδι…

Και φτάνουν στην όχθη μιας λίμνης, της Αχερουσίας, και το σκηνικό «κόντρα πλακέ τελαρωμένο με αντανάκλαση καθρέφτη», που αποδεικνύεται πολύ λειτουργικό σκηνικά, είτε ως λίμνη, είτε ως καθρέφτης όλων των κινήσεων. Και στην άκρη αυτής της λίμνης, που καλύπτει όλη την ορχήστρα, δεσπόζει ένας τεράστιος μπόγος, με δεμένα πάνω του όλη τη σκευή ενός νοικοκυριού, μιας ανθρώπινης διαδρομής δηλαδή.

Κι αρχίζει ένα από τα πιο κωμικά σημεία της παράστασης, με σαρκασμούς και αυτοσαρκασμούς θεατρικών επιλογών ή όρων που χρησιμοποιούνται κατά κόρον πλέον («ιντεράξιο, δηλαδή διάδραση» ή «Όλα αυτά τα καμώματα στο θέατρο, τα απεχθάνομαι», λέει ο Διόνυσος ή «ρετάλια που φτιάχνουν περφόρμανς» ή «ο καλός ποιητής είναι σαλός. Ο κακός είναι σάλος». Ένα γοητευτικότατο πινγκ πονγκ υπονομευτικού χιούμορ και από τους δύο ηθοποιούς.

 

Κι έρχεται και ο Ηρακλής (Έκτωρ Λιάτσος), και το ρόπαλό του μοιάζει με τιμόνι βάρκας, αυτής που θα οδηγήσει λίγο αργότερα ο Διόνυσος στο ταξίδι της Καθόδου. Και τα βατράχια έρχονται (χορός), και μαζί έρχονται τραγούδια αποχαιρετισμού, και θόρυβος, κι από κοντά το δέος της καθόδου, το δέος του θανάτου δηλαδή, στην πιο σκοτεινή σκηνή της παράστασης, στην πιο παραστατική του θανάτου, στην πιο υπαρξιακή, στην πιο κοντινή στην ποίηση, στην πιο μακρινή από την κωμωδία. Μια επιλογή που κυριάρχησε τόσο στο κείμενο όσο και στην όψη της παράστασης της Έφης Μπίρμπα, με πολλές αναφορές στο «τέλος που έρχεται», στο «τέλος (που) κάθε μέρα πλησιάζει». Βέβαια, η Έφη Μπίρμπα έχει βάλει ως υπότιτλο της παράστασης της τη φράση «Μια κωμωδία με DNA τραγωδίας», δηλώνοντας εξαρχής την προσέγγισή της.

Και μένει μόνο ο ταπεινός πλην παμπόνηρος Ξανθίας να δίνει τη νότα της κωμωδίας σε αρκετές στιγμές της παράστασης (στη σκηνή με τις αριθμητικές πράξεις, που δείχνει ότι μιλάει μια άλλη γλώσσα απ’ αυτήν του Κάτω Κόσμου ή ότι είναι εξαιρετικά φοβισμένος που έχει χάσει τα λόγια του, ο Μιχάλης Σαράντης ήταν εξαιρετικός).

Και φτάνουν στον Κάτω Κόσμο και συναντούν τον Αισχύλο (Αργύρης Ξάφης) που μοιάζει με… Μολιέρο και τον Ευριπίδη (Εκτορας Λιάτσος) που μοιάζει με… Σαίξπηρ (δηλώνοντας μάλλον τη διαχρονία του ανταγωνισμού των ποιητών ανά τους αιώνες) και πρέπει ο Διόνυσος ν’ αποφασίσει ποιον θα πάρει μαζί του… επάνω. Κι έρχεται η ώρα της πιο κλασικής σκηνής του έργου, της σκηνής της μονομαχίας που η Έφη Μπίρμπα την κάνει εντελώς διαφορετική απ’ όσες φορές την έχουμε δει. Επιλέγει τον αυτούσιο λόγο των ποιητών, επιλέγει δηλαδή αποσπάσματα από τραγωδίες τους. Και η Ηλέκτρα Νικολούζου υποδύεται τον Αγγελιαφόρο από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, ενώ η Μαίρη Μηνά γίνεται Κλυταιμνήστρα από την «Ορέστεια» του Αισχύλου (δύο πολύ καλές παρότι απρόσμενες σε τούτο το έργο ερμηνείες). Και η μόνη κωμική νότα της πιο κωμικής σκηνής του έργου είναι ο Διόνυσος-Σερβετάλης, που βάζει αστεράκια σε κάθε ερμηνεία και σε κάθε απόσπασμα.

Και λίγο πριν πάρει την τελική του απόφαση ο Διόνυσος, εκείνος ο τεράστιος μπόγος στην ορχήστρα ξεσκεπάζεται και μένει γυμνή μια τεράστια κατακόκκινη καρδιά. Πάνω σ’ αυτή την καρδιά ανεβαίνει ο Διόνυσος για να μας πει έναν μακροσκελή μονόλογο για την ανάγκη ενός καινούργιου κόσμου κι ενός καινούργιου ανθρώπου, που βασική αξία θα έχει την αγάπη: «Χρειάζομαι μια νέα καρδιά ν’ ανθήσει ένα λουλούδι. Ο κόσμος τελείωσε». Ήταν το αποκορύφωμα της υπαρξιακής και μεταφυσικής προσέγγισης του αριστοφανικού κειμένου, και παρότι ανέδειξε την ποίησή του, δεν απέφυγε σε αρκετά σημεία τον διδακτισμό.

Η Έφη Μπίρμπα που υπογράφει, όπως πάντα στις παραστάσεις της, και τα σκηνικά, έστησε μια εξαίρετης εικαστικής όψης παράσταση (όπως πάντα), ενορχήστρωσε εύστοχα τα φώτα, τη μουσική, την κίνηση (ο στροβιλισμός του χορού των Μυστών με τα θαυμάσια φορέματα που αντικατοπτρίζονταν στον καθρέφτη της ορχήστρας ήταν πανέμορφος) και επέλεξε μια περισσότερο υπαρξιακή, μεταφυσική, μελαγχολική, σκοτεινή παράσταση, με πινελιές χιούμορ και σαρκασμού των οικείων κακών, και μας χάρισε δύο σπουδαίες ερμηνείες αυτή τη φορά: του Άρη Σερβετάλη και του Μιχάλη Σαράντη. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί της παράστασης πλαισίωσαν εύστοχα όλους τους ρόλους που κλήθηκαν να υποδυθούν, όπως συμβαίνει πάντα στις παραστάσεις της Έφης Μπίρμπα.

Ήταν μια τέλεια παράσταση; Όχι, υπήρχαν προβλήματα στο ρυθμό σε αρκετά σημεία (ιδίως στην πρώτη σκηνή και στη σκηνή της σύγκρουσης Αισχύλου-Ευριπίδη). Υπήρχε μια αμηχανία διαχείρισης των υπόλοιπων ηθοποιών σε κάποιες σκηνές.  Ήταν μια παράσταση που εγγράφεται σ’ εκείνες που τα τελευταία χρόνια επιχειρούν να προσεγγίσουν εκ νέου τα αριστοφανικά κείμενα, μακριά από επιθεωρησιακού τύπου προσεγγίσεις («Όρνιθες» του Ν. Καραθάνου, «Λυσιστράτη» του Μ. Μαρμαρινου, «Νεφέλες» του Δ. Καραντζά, «Βάτραχοι» της Αρ. Χιώτη); Ναι, θα μπορούσε να εγγραφεί, παρότι η ζυγαριά (που δεν είδαμε στη σκηνή της σύγκρουσης Αισχύλου-Ευριπίδη) στην παράσταση της Έφης Μπίρμπα έγειρε κάπως περισσότερο στη μεταφυσική αναζήτηση του ιδανικού μελλοντικού ανθρώπου και ίσως απ’ αυτή την πλευρά να απομακρύνθηκε λίγο περισσότερο από τον πυρήνα του αρχικού κειμένου, χωρίς όμως να το προδίδει. Ανέδειξε την ποίηση του κειμένου, έστησε ατμόσφαιρα σε αρκετές σκηνές, υπηρέτησε με συνέπεια το σκεπτικό και τον άξονά της. Ήταν ένας διαφορετικός, τρυφερός, συγκινητικός, ποιητικός Αριστοφάνης, που όπως φάνηκε και στο χειροκρότημα της Παρασκευής γοήτευσε το κοινό. Μια παράσταση που παρακολούθησαν από 17.500 άτομα και τις δύο μέρες στο αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μπλάθρας, Σκηνοθεσία – Σκηνογραφία: Έφη Μπίρμπα, Διασκευή: Έφη Μπίρμπα, Άρης Σερβετάλης, Κωνσταντίνος Μπλάθρας, Μουσική: Constantine Skourlis, Σχεδιασμός φωτισμών: Γιώργος Καρβέλας, Κοστούμια: Έφη Μπίρμπα, Βασιλεία Ροζάνα, Επιμέλεια κίνησης: Μιχάλης Θεοφάνους, Βοηθός σκηνοθέτιδας-καλλιτεχνική συνεργάτις: Δάφνη Αντωνιάδου, Βοηθός σκηνογράφου-καλλιτεχνική συνεργάτις: Βάσια Λύρη, Βοηθός ενδυματολόγων-καλλιτεχνικός συνεργάτης: Αλέξανδρος Γαρνάβος, Σύμβουλος ήχου: Νικόλας Καζάζης

Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης

Παραγωγή: Χώρος Τέχνης

 

Παίζουν: Άρης Σερβετάλης, Μιχάλης Σαράντης, Αργύρης Ξάφης, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μαίρη Μηνά, Έκτορας Λιάτσος, Μιχάλης Θεοφάνους, Αλεξάνδρα Καζάζου, Νάνσυ Μπούκλη, Κυριάκος Σαλής

 

Σταθμοί περιοδείας

Κυριακή 20/8 | Θέατρο Δελφών “Φρύνιχος” – Δελφοί, Φωκίδα

Παρασκευή 25/8 & Σάββατο 26/8 | Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων – Καβάλα

Κυριακή 27/8 | Υπαίθριο θέατρο ΕΗΜ – Φρόντζου – Γιάννενα, Ιωάννινα

Δευτέρα 28/8 | Υπαίθριο Δημοτικό Θέατρο Κοζάνης – Κοζάνη

Πέμπτη 31/8 | Ωδείο Ηρώδου Αττικού  – Αθήνα

Δευτέρα 11/9 & Τρίτη 12/9 | Θέατρο Δάσους – Θεσσαλονίκη

 

Προηγούμενο άρθροΗ Επιτροπή Πολιτισμού και Παιδείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλεί σε στήριξη του κλάδου του βιβλίου
Επόμενο άρθροΗ “δύσκολη” γερμανική επανένωση (της Χρύσας Σπυροπούλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ