της Γεωργίας Ιγγλέζου
Είχα την αγαθή τύχη να έρθω σε επαφή με το μυθιστόρημα του Πάνου Νιαβή μετά από σύσταση φίλης που το είχε διαβάσει πρόσφατα.
Η συγκρότηση και η εξ’ αυτού η λογοτεχνική υπεροχή του βιβλίου του Κου Πάνου Νιαβή βασίζεται κατά την άποψή μου σε τρείς παράγοντες.
Η πρώτη παράμετρος είναι πως ο συγγραφέας αποφάσισε να φέρει στο λογοτεχνικό προσκήνιο μια απλή γυναίκα της Ελληνικής επαρχίας να μας αφηγηθεί την πολυτάραχη ζωή της χωρίς δισταγμούς, αποσιωπήσεις ή μονομερείς ηρωοποιήσεις ιδεολογικών παρορμήσεων ή σκοπιμοτήτων.
Η δεύτερη παράμετρος είναι εξίσου σημαντική. Το ιστορικό περίγραμμα του βιβλίου αρχίζει από τα ταραγμένα χρόνια του 40 και φτάνει ως τις παρυφές του αιώνα μας με τη φωνή μιας «ανήθικης» γυναίκας .
Η τρίτη παράμετρος που καθιστά το βιβλίο ΔΕΚΑ ΠΟΝΤΟΥΣ ΜΑΥΡΟ ΧΙΟΝΙ ένα ξεχωριστό μυθιστόρημα είναι η επιλογή του ύφους και της τεχνοτροπίας. Ο μαγικός ρεαλισμός των μεγάλων της παγκόσμιας λογοτεχνίας από την μακρινή Λατινική Αμερική δίνει το αναγκαίο ύφος για να μαλακώσει ο σκληρός, ωμός και ενίοτε κυνικός λόγος της ηρωίδας του. Θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνω την λελογισμένη χρήση της ντοπιολαλιάς, αυτού του ιδιαίτερου γλωσσικού μας πλούτου, που δυστυχώς ως φιλόλογος, θα πω πως αργοπεθαίνει.
Ο συγγραφέας, λοιπόν, βάζει την ηρωίδα του με το ασυνήθιστο όνομα Δασιά, που από μόνο κουβαλά εντός του μια ασυνήθιστη τραχύτητα, να ιστορεί από το κρεβάτι ενός επαρχιακού γηροκομείου ένα βήμα πριν το θάνατό της. Και ιστορώντας να απολογείται στο Θεό, να αφηγείται στην εγγονή της, που είναι το μοναδικό πρόσωπο στο βιβλίο που της χαρίζει αγάπη, φροντίδα και την καθημερινή της έγνοια, και ταυτόχρονα στον κάθε αναγνώστη του βιβλίου.
Στο τεμαχισμένο του ύπνου της και του ξύπνιου της, παρεισφρέουν συχνά-πυκνά σύντομα όνειρα διακόπτοντας την αφήγηση της εφιαλτικής ζωής της. Πρόκειται για ένα ονειρικά ιντερμέδια, στα οποία συνήθως, συνομιλεί ανακαλώντας από τον Άδη προσφιλείς της νεκρούς.
Το μυθιστόρημα εξελίσσεται από άποψη γεωγραφικού προσδιορισμού σε κάποιο χωριό της κακοτράχαλης, ορεινής Ελλάδας. Όπου οι άνθρωποι πασχίζουν να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια τους κι έρχεται ο πόλεμος με τους κατακτητές και μετά ο εμφύλιος που τους σμπαραλιάζει τις ζωές με εκτοπίσεις, πείνα, δυστυχία και διωγμούς, αλλά κυρίως με φρικτές αδερφοκτονίες . Είναι ένας κόσμος σκληρός που το άγριο ένστικτο της επιβίωσης τους καθοδηγεί σε κάθε πράξη τους.
Η αφήγηση με μαεστρία ξεδιπλώνει σειρά ζητημάτων κι ένα από αυτά που θίγει είναι αυτό για τη θέσης της γυναίκας στην Ελληνική επαρχία τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Η γυναίκα δεν έχει λόγο, επιθυμίες, και οι χαρές και οι απολαύσεις απαγορεύονται δια ροπάλου, αφού χαρούμενες και ναζιάρες είναι οι αλαφρές, οι εξώλης και προώλης, οι πουτάνες…
Και μας θυμίζει η Δασιά, τι ασήκωτο βάρος εθεωρείτο εκείνη την εποχή η γέννηση κοριτσιού στην αγροτική οικογένεια. Η ανάγκη της προικοδότησης, η διαρκής προσοχή του να μην εξοκείλει ηθικά και βάλει την οικογένεια σε μπελάδες, έτσι και την ηρωίδα την πάντρεψαν με προξενιό στα δεκαέξι της.
Όμως η ανθρώπινη φύση δεν υποτάσσεται σε ηθικούς κανόνες και φραγμούς, το ένστικτο όταν έρχεται ξυπνά πόθους που η ίδια θα τους πληρώσει πανάκριβα. Αφού επιστρέφοντας νύχτα από το χωράφι που ποτίζει με τον πατέρα της πιάνει τη μάνα της στην αγκαλιά του μαραγκού και χωρίς να το καταλάβει εμπλέκεται σε μιαν αξεδιάλυτη κατάσταση στα όρια του βιασμού ή της αιμομιξίας και όταν ο πατέρας της αντιληφθεί τι έκανε θα την δείρει αλύπητα, αφήνοντας την σε αφάνεια δυο μήνες.
Όταν συνήλθε, ο παπάς που ήρθε να τη μεταλάβει τους πληροφόρησε για τον τορπιλισμό της Έλλης στην Τήνο και η ίδια το ίδιο βράδυ αν και δεκαπενταύγουστος ένοιωσε να στρώνεται μέσα της το πρώτο μαύρο χιόνι από μίσος για τον πατέρα της και τη μάννα της…
Σε όλο το βιβλίο πέφτει μαύρο χιόνι, από εκείνο της πιο βαθιά λύπης, της αγιάτρευτης λύπης, ανάκατη με θυμό, μίσος, απόγνωση, απελπισία. Κι στέκομαι στην αποκαλυπτική και σαρωτική πένα του συγγραφέα που σε κάποια στιγμή της βάζει στο στόμα τα ακόλουθα λόγια που με άφησαν άφωνη: « …Πως στο διάολο γίνεται να βρέχει πάντα στα παιδικά μου χρόνια δεν το κατάλαβα μια ζωή. Το πρόσωπο μιας λυπημένης βροχής να πέφτει ήταν και είναι η θύμηση μου από εκείνα τα χρόνια. Τότε πρέπει να φύτρωσε μέσα μου πρώτη φορά το μίσος για τους ανθρώπους μαζί με την οργή δίδυμη οχέντρα. Φοβήθηκα εκείνο το βράδυ από το πολύ μίσος που βλάστησε μέσα μου και κατάλαβα όμως πως αυτά τα συναισθήματα θα μου ήταν χρήσιμα στην υπόλοιπη ζωή μου. Όταν μισούσα κάποιον ένοιωθα σα να δυνάμωνα και γινόμουν δυνατότερη απ’ ότι ήμουν. Μόνο με την ερωτική πράξη, προσώρας όλα ευωδιάζανε, γαλήνευα και κάποιο ίχνος ανθρώπου ξύπναγε κι από κάπου ξεμύτιζε δειλά-δειλά δίνοντας νόημα στη ζωή μου…»
Στη συνέχεια ο θρήνος για τον νεκρό αδερφό που έμεινε για πάντα στην Αλβανία είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία για τον τρόπο που οι παλιοί άνθρωποι θρηνούσαν τους αγαπημένους τους.
Εφηβεία, πλατωνικό ερωτικό σκίρτημα αλλά οι γονείς έχουν τις δικές τους προθέσεις. Γιατί ο Γίας, ο γαμπρός που της βρήκαν ήθελε ελάχιστη προίκα.
Ο Γίας φεύγει σε λίγους μήνες στον Δημοκρατικό στρατό και εκείνη γεννάει εν μέσω βομβαρδισμών του Εθνικού στρατού την κόρη της, την Καρία.
Και η Δασιά από το κρεβάτι του γηροκομείου συνεχίζει την αφήγηση της για τη μοναχική πορεία στις σκοτεινότερες πτυχές της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας, απαξιωμένη ως χήρα, εσωτερική εξόριστη στην Καρδίτσα, γνωρίζει τις πολλαπλές πτυχές της αστικής ζωής, με ρεύμα, μαγαζιά, ανέμελους ανθρώπους μακριά από τον πόλεμο, με τη σκληρή περιφρόνηση όσων φοβούνται τον Άλλο, το Ξένο, τον άγνωστο, ως επιβουλή για την δική τους ευταξία. Ταυτόχρονα όμως στέκεται τυχερή αφού ο γιατρός που την προσλαμβάνει να φροντίσει την κατάκοιτη μάνα του την διδάσκει πως ο Έρωτας δεν είναι μοναχά ένστικτο, βάτεμα αναπαραγωγής, όπως ήξερε η Δασιά έως εκείνη τη μέρα. Της έμαθε πως ο Έρωτας και η ηδονή του είναι η στιγμιαία αθανασία που κατέκτησε στους αιώνες πολιτιστικής διαδρομής, ο Άνθρωπος. Την δίδαξε όπως κάτι ακόμη πολυτιμότερο: «Να αγαπάς το σώμα σου και να μην ντρέπεσαι γι αυτό» !
Η ζωή αμείλικτη, η πείνα αφόρητη και μόνη διέξοδος για την νεαρή χήρα το σώμα της, επιστρέφοντας από την Καρδίτσα στο κατεστραμμένο από τον εμφύλιο χωριό της. Προδίδει την αξιοπρέπεια να διασώσει την Ύπαρξη της κόρης της και τη δική της.
Πόρνη της ανάγκης με τον αχυρώνα που της έλαχε για σπίτι αρχίζουν να καταφτάνουν οι μουστερήδες, τα εξώγαμα, ευρισκόμενη σε σκληρή διαμάχη με την οικογένεια του σκοτωμένου άντρα της.
Της βιάζουν την ψυχή και το σώμα κι εκείνη σκληρή, ψυχρή, αντιστέκεται στη μάχη του αφανισμού της που δίνει με πανάκριβα τιμήματα. Ανταποδίδει με φόνους, κερδίζει ότι μπορεί άλλοτε με υπολογισμό για κάθε χιλιοστό αξιοπρέπειας που παραχωρεί και αραιά και που για ευχαρίστηση, για εκδίκηση, ή για να κερδίσει λίγους πόντους χώρου επιβίωσης.
Η απόπειρα βιασμού της δωδεκάχρονης κόρης της, της Καρίας, την αναγκάζουν να την στείλει στο Αγρίνιο να γίνει μοδίστρα.
Η δικτατορία τη βρίσκει στο διπλανό κεφαλοχώρι, το Αράσοβο, στην πολλαπλή υπηρεσία ενός χασάπη-ταβερνιάρη και φυσικά εραστή της. Εξόριστοι, νουθεσίες αλλά και η αντίφαση, οι άνθρωποι που τη νουθετούσαν για την ηθική της να βρίσκουν ερωτικό καταφύγιο στην ίδια!
Νέο νόθο, «αρπαγή» του με τη μέθοδο της ψεύτικης εγκυμοσύνης της συζύγου ενός άκληρου χουντικού εισαγγελέα που ήρθαν στο χωριό από τη Αθήνα μαζί με το ηλεκτρικό ρεύμα και την κόκα-κόλα!
Η κατάσταση της το γηροκομείο χειροτερεύει, στο νοσοκομείο της κόβουν τα χέρια άρρωστη από την μεσαιωνική αρρώστια, γνωστή ως η φωτιά του Αγίου Αντωνίου!
Πέφτει σε παραλήρημα τα αφηγούμενα πια χάνουν την αξιοπιστία τους, η σφαγή(;) της κόρης της, της Καρίας, είναι από τις καλύτερες σελίδες Ελληνικής λογοτεχνίας που ως φιλόλογος που διαβάζω αρκετά, είχα την τύχη να απολαύσω στις σελίδες τούτου του βιβλίου.
Ο συγγραφέας ακολουθώντας τις τεχνικές του Μαγικού Ρεαλισμού αποτυπώνει αισθήματα και συναισθήματα εκφράζοντας υποδορίως τη στάση του και τη θέση του απέναντι σε σειρά από οντολογικά ζητήματα του καιρού μας. Η γραφή του ρέει ανατρέποντας την πραγματικότητα εμπλέκοντας στη ζωή το απίθανο, το απρόβλεπτο και το εκπληκτικό σε μια νέα δική του ολότητα.
Η Δασιά, στους Δέκα πόντους μαύρο χιόνι, του Πάνου Νιαβή, είναι μια από την πλέον αμφιλεγόμενες ηρωίδες στην Ελληνική λογοτεχνία. Ο συγγραφέας από συνεντεύξεις του, που διάβασα σε λογοτεχνικά περιοδικά και λογοτεχνικές ιστοσελίδες μας καλεί να την πάρουμε στην ευρύχωρη αγκαλιά της συγνώμης μας.
Νομίζω πως θα τα καταφέρω! Αφού αν κοιταχτούμε στον καθρέφτη της ειλικρίνειας μας, ίσως όλοι μας δούμε ένα μικρό μέρος από τα χαρακτηριστικά της Δασιάς μέσα μας.
Αφού η Δασιά είναι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που χαράμισαν τις ζωές τους για υποθέσεις που δεν ήταν δικές τους.
Η Δασιά για μένα είναι το άθροισμα των ανθρώπων που στερήθηκαν την Αγάπη κι έζησαν κακομεταχειρισμένοι μες την κοινωνική απαξίωση και χλεύη.
Είναι η ασπρόμαυρη εικόνα των μοναχικών γυναικών, μουτζουρωμένη από την ηθική απαξία των χορτασμένων, των αδιάφορων, των φανατικών της πίστης και της ιδεολογίας που ποδοπατούν την Ανθρώπινη υπόσταση για χάρη της «μεγάλης» αφήγησης…
Είναι εντέλει αυτό που αναφωνεί η Γαλάτεια Καζαντζάκη στους ακροτελεύτιους στίχους του ποιήματός της, «Αμαρτωλό»:
«…Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι
Όλη η ζωή μου του χαμού.
Μα από την κόλαση μου στο φωνάζω
Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω»
ΥΓ τούτο το κείμενο κριτικής στο μυθιστόρημα του Πάνου Νιαβή, ας μου επιτραπεί να είναι ένα ιδιωτικό επιμνημόσυνο συλλείτουργο στην μνήμη των γιαγιάδων και των παππούδων μου που έζησαν στα πέτρινα χρόνια που αναφέρεται το μυθιστόρημα. Κυρίως όμως στη μνήμη της γιαγιάς μου, της Γιωργίας, που πορεύτηκε με δύναμη και αξιοπρέπεια το δυσβάστακτο πλην σύντομο δρόμο της ζωής της. Απαύγασμα ιστορικής ματιάς και λογοτεχνικής απόσταξης, το βιβλίο αποζημιώνει πολλαπλά τον αναγνώστη.
(*) Η Γεωργία Ιγγλέζου είναι φιλόλογος