συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο
Ο Βασίλης Δανέλλης είναι ιδρυτικό μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας), της οποίας έχει διατελέσει και πρόεδρος, και μέλος της συντακτικής ομάδας της επιθεώρησης αστυνομικής λογοτεχνίας Πολάρ. Με την ευκαιρία των Βραδιών Αστυνομικής Λογοτεχνίας (crimes n’ beer), που διοργανώνουν η ΕΛΣΑΛ και το βιβλιοκαφέ red n’ noir, συζητάμε μαζί του για το αστυνομικό μυθιστόρημα σήμερα. Οι Βραδιές Αστυνομικής Μυθοπλασίας επιστρέφουν για δεύτερη χρονιά την Παρασκευή 1, το Σάββατο 2 και την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου στον πολυχώρο του Κέντρου Ελέγχου Τηλεοράσεων – ΚΕΤ (Κύπρου 91Α & Σικίνου, Κυψέλη). Ο Αναγνώστης συμμετέχει με φίλους και συνεργάτες του στις εκδηλώσεις του ενώ είναι και χορηγός επικοινωνίας.
Το πλήρες πρόγραμμα εδώ
Η αστυνομική μυθοπλασία έχει κερδίσει το κοινό και τους συγγραφείς. Αυτή είναι η γενική εντύπωση. Σκέφτομαι, άραγε υπάρχουν αριθμητικά στοιχεία για να το τεκμηριώσουμε αυτό;
Αρκεί να αναλογιστούμε πως το 1995, τη χρονιά που εμφανίζονται ο Πέτρος Μάρκαρης με το «Νυχτερινό δελτίο» και ο Ανδρέας Αποστολίδης με το «Χαμένο παιχνίδι», εκδόθηκαν μόλις πέντε ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα, ενώ τα τελευταία τρία χρόνια 193 και συγκεκριμένα 78 το 2021, 68 το 2022 και φέτος 47 μέχρι τώρα και θα ακολουθήσουν σίγουρα κι άλλα ενόψει των Χριστουγέννων. Πράγματι, σήμερα δεν χρειάζεται να υπερασπιζόμαστε πια την αστυνομική λογοτεχνία, όπως κάναμε πριν από 14 χρόνια, όταν δημιουργήθηκε η Ε.Λ.Σ.Α.Λ. Γι’ αυτό πλέον προσπαθούμε να στρέψουμε τη συζήτηση σε πιο ουσιαστικά ζητήματα που θα φωτίσουν διάφορες ενδιαφέρουσες πτυχές της. Για παράδειγμα, στις «Βραδιές αστυνομικής μυθοπλασίας 2023! – Crime n’ beer» θα συζητηθούν η διαχρονική σχέση της ελληνικής αστυνομικής μυθοπλασίας με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία τεκμηρίων, αλλά και οι απεικονίσεις της έμφυλης βίας στην αστυνομική αφήγηση.
Ορισμένοι συγγραφείς περνάνε στην αστυνομική περιπέτεια από άλλους χώρους (ακόμα και από το παιδικό). Δίνουν μερικές φορές την εντύπωση ότι το αστυνομικό είναι ένα εύκολο μυθιστόρημα; Τι λέτε γι’ αυτό;
Το αντίθετο θα έλεγα. Παλιότερα το αστυνομικό θεωρούνταν μια φόρμα ανάξια να ασχοληθούν μαζί της οι «σοβαροί» συγγραφείς. Σήμερα αυτό δεν ισχύει. Πάρα πολλοί αστυνομικοί συγγραφείς καταπιάνονται και με άλλα είδη, ενώ συμβαίνει και το αντίστροφο, δηλαδή πολλοί συγγραφείς που δεν γράφουν κατά βάση αστυνομικό, πειραματίζονται με τη συγκεκριμένη φόρμα, εμπλουτίζοντάς την. Εξάλλου το αστυνομικό, όπως και κάθε είδος, δεν είναι παρά ένα «όπλο στη φαρέτρα» του συγγραφέα, μία λογοτεχνική φόρμα, η οποία κάποιες φορές εξυπηρετεί την ιστορία που θέλει να αφηγηθεί και άλλες όχι. Κάθε φόρμα έχει τους κανόνες της και σίγουρα δεν είναι εύκολο να γράψεις ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως δεν είναι εύκολο να γράψεις γενικά ένα καλό μυθιστόρημα. Ίσως απλά είναι πιο εύκολο να το εκδώσεις σήμερα.
Βαδίζει άραγε το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα στα ίδια χνάρια με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά ή αμερικανικά ή διατηρεί μια δική του φυσιογνωμία;
Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το ελληνικό αστυνομικό έχει δημιουργήσει τη δική του σχολή. Σαφώς οι διεθνείς τάσεις επηρεάζουν τους Έλληνες συγγραφείς και διαμορφώνουν εν πολλοίς το λογοτεχνικό τοπίο της ελληνικής αστυνομικής μυθοπλασίας. Παρόλα αυτά, σίγουρα υπάρχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την ελληνική εκδοχή από τα ευρωπαϊκά, αμερικανικά ή σκανδιναβικά πρότυπα της.
Ποια είναι, κάπως πιο αναλυτικά, η φυσιογνωμία του ελληνικού μυθιστορήματος; Εννοώ, το ύφος, το στυλ, η τεχνοτροπία, οι τάσεις;
Το πιο σημαντικό, νομίζω, είναι αυτό που αναφέραμε ήδη. Οι Έλληνες συγγραφείς πειραματίζονται συχνά με την αστυνομική φόρμα, αμφισβητούν και διευρύνουν τα όριά της και, σε αντίθεση με ξένους συγγραφείς του είδους, δεν θεωρούν υποχρέωσή τους να υπηρετήσουν πιστά το είδος. Μία άλλη παρατήρηση που κάναμε με τον Γιάννη Ράγκο, ετοιμάζοντας τη συλλογή διηγημάτων BalkaNoir, είναι ότι το αστυνομικό της περιοχής μας κατά μία έννοια είναι «μετα-αποκαλυπτικό». Σε αντίθεση με το σκανδιναβικό ή το αγγλοσαξονικό νουάρ, όπου η έρευνα γίνεται για να αποκατασταθεί η τάξη και να διασωθούν οι συλλογικές αρχές και αξίες, στον τόπο μας η διαφθορά δεν αποτελεί παρέκκλιση, αλλά δομικό συστατικό του συστήματος και αυτό αποτυπώνεται όχι μόνο στην πλοκή, αλλά και στο ύφος και την ατμόσφαιρα. Ακόμα και στο γαλλικό νουάρ, όπου η κοινωνικοπολιτική κριτική είναι πιο έντονη και ουσιαστική, η καθημερινότητα διατηρεί πάντα ακέραιη μια επίφαση κανονικότητας, την επιφάνεια της οποίας «ξύνει» η αστυνομική πλοκή για να αποκαλύψει τις κακοφορμισμένες πληγές της κοινωνίας. Στην Ελλάδα η «κανονικότητα» έχει χαθεί προ πολλού. Αν υπήρξε ποτέ. Έτσι, αρκετά συχνά οι συγγραφείς δίνουν έμφαση στο εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων, τα ηθικά διλήμματα και τις διεργασίες που συντελούνται στην ψυχοσύνθεση και την σκέψη τους καθώς καλούνται να διαλέξουν ανάμεσα σε επιλογές που όλες είναι το ίδιο προβληματικές και αδιέξοδες.
Νομίζετε ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο έχει πια ενταχθεί στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας, προσφέρει κάτι ειδικά στην ελληνική γραμματεία.
Δεν είμαι ο πλέον κατάλληλος να απαντήσω στο συγκεκριμένο ερώτημα. Είναι σημαντικό όμως ότι απασχολεί εσάς, τους βιβλιοκριτικούς και τους μελετητές της ελληνικής γραμματείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα προηγούμενα χρόνια κυκλοφόρησαν τρεις σημαντικές μελέτες για την ελληνική πεζογραφία της Μεταπολίτευσης, οι οποίες για πρώτη φορά συμπεριέλαβαν και το αστυνομικό μυθιστόρημα στο υπό μελέτη σώμα κειμένων. Για να συνδέσω το ερώτημά σας με όσα συζητήσαμε προηγουμένως, το αστυνομικό κέρδισε το κοινό, τους εκδότες και τους συγγραφείς, αλλά δεν κέρδιζε ακόμα τους ακαδημαϊκούς. Στο εξωτερικό το είδος μελετάται συστηματικά για περισσότερο από μισό αιώνα, ενώ στη χώρα μας δεν έχει γίνει ανάλογη προσπάθεια. Νομίζω όμως ότι δεν θα αργήσει να συμβεί, καθώς ερωτήματα όπως αυτά που μου θέσατε σήμερα γίνονται όλο και πιο επιτακτικά και για να δοθούν τεκμηριωμένες απαντήσεις που θα οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα απαιτείται οργανωμένη και συστηματική μελέτη.
Εμείς από την πλευρά μας, ως Ε.Λ.Σ.Α.Λ, προσπαθούμε να συνεισφέρουμε θέτοντας κυρίως ερωτήματα και ανοίγοντας τη συζήτηση και σε συγγραφείς εκτός αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά και ανθρώπους άλλων ειδικοτήτων. Για παράδειγμα, φέτος στις «Βραδιές αστυνομικής μυθοπλασίας» έχουμε καλέσει τον πεζογράφο και μεταδιδακτορικό ερευνητή Κώστα Καβανόζη για να συζητήσουμε τη σχέση του ελληνικού αστυνομικού με τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, τον δημοσιογράφο Κώστα Κυριακόπουλο για να συζητήσουμε τη σχέση δημοσιογραφικής έρευνας και αστυνομικής πεζογραφίας, τη ψυχολόγο και πρόεδρο του ΔΣ του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά της Βίας Κική Πετρουλάκη, τη δικηγόρο και εγκληματολόγο Έλενα Μπολονάση, αλλά και το δίκτυο «Γυναίκες Συγγραφείς κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών – Η Φωνή Της» να συζητήσουν για την πατριαρχία, το φύλο και τη βία στο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Υπάρχει μια ειδική “γλώσσα” που χρησιμοποιεί το αστυνομικό μυθιστόρημα;
Δεν νομίζω. Εκτός αν με τον όρο «γλώσσα» εννοείται τους κανόνες της φόρμας. Το γλωσσικό ύφος και οι προβληματισμοί διαφέρουν από συγγραφέα σε συγγραφέα και καλύπτουν μια εντυπωσιακά ευρεία γκάμα. Το αστυνομικό μπορεί να είναι κοινωνικό ή υπαρξιακό μυθιστόρημα, «υψηλή» λογοτεχνία ή ανάλαφρο ψυχαγωγικό ανάγνωσμα, παρωδία, «δημοσιογραφική» έρευνα, ιδεολογικό μανιφέστο κ.α. Το καλό αστυνομικό, μάλιστα, συνδυάζει τα περισσότερα από αυτά.
Στην ελληνική τηλεόραση δεν βλέπουμε συχνά να μεταφέρονται αστυνομικές ιστορίες γραμμένες από Έλληνες συγγραφείς. Ή όχι;
Πολύ εύστοχη η παρατήρησή σας. Τις τελευταίες δεκαετίες, μάλιστα, οι αστυνομικές σειρές είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς και ενδεχομένως το πιο δυναμικό τηλεοπτικό είδος. Πολύ γνωστοί και επιτυχημένοι αστυνομικοί συγγραφείς, όπως ο Τζωρτζ Πελεκάνος, έχουν υπογράψει εμβληματικές αστυνομικές σειρές όπως το The Wire. Στην Ελλάδα, πάλι, ενώ τα κανάλια προσπαθούν να δημιουργήσουν αστυνομικές σειρές, σπάνια στρέφονται σε μεταφορές μυθιστορημάτων ή ζητούν από έναν συγγραφέα του είδους να υπογράψει το σενάριο. Πρέπει, ωστόσο, να έχουμε υπόψη μας ότι η λογοτεχνική και τηλεοπτική/κινηματογραφική αφήγηση είναι συγγενικές μεν, αλλά διακριτές τέχνες. Η συγκεκριμένη θεματική είναι μία από αυτές που θα συζητήσουμε (και) φέτος στις «Βραδιές αστυνομικής μυθοπλασίας» και συγκεκριμένα την πρώτη μέρα, την Παρασκευή. Ελπίζουμε ότι όσοι έρθουν να παρακολουθήσουν τη συζήτηση, θα φύγουν ακόμα πιο… προβληματισμένοι, αλλά θα μοιραστούν και τις σκέψεις τους μαζί μας.
Μετά τον Μάρκαρη υπάρχει άλλη περίπτωση που να έχει εξαχθεί ελληνικό αστυνομικό στο εξωτερικό; Είναι δύσκολο, κι αν ναι γιατί;
Έχουν μεταφραστεί κάποια αστυνομικά στο εξωτερικό. Πιο πρόσφατα το «Μυρίζει αίμα» του Γιάννη Ράγκου στα γαλλικά και η συλλογή «Ελληνικά εγκλήματα 5» στα γιαπωνέζικα. Στα γαλλικά έχουν μεταφραστεί και ο Ανδρέας Αποστολίδης και ο Μίνως Ευσταθιάδης, στα αγγλικά ο Σέργιος Γκάκας, στα ουγγρικά ο Κώστας Καλφόπουλος, στα ιταλικά και στα τουρκικά ο Δημήτρης Μαμαλούκας, στα τουρκικά επίσης δύο δικά μου βιβλία, στα αλβανικά ο Δώρος Αντωνιάδης, ενώ τα «Πυθαγόρεια εγκλήματα» του Τεύκρου Μιχαηλίδη μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και διέγραψαν μια αξιοσημείωτη πορεία στο εξωτερικό. Σίγουρα ξεχνάω και κάποιους άλλους.
Ξέρετε, είναι αμήχανο να απαντάει σε αυτή την ερώτηση ένας συγγραφέας. Για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί μπορεί όντως να μην αξίζουν να μεταφραστούν τα ελληνικά αστυνομικά. Προσωπικά δεν το πιστεύω, αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε αυτή τη συζήτηση από τον συγκεκριμένο προβληματισμό. Δεύτερον και κυριότερο, όμως, είναι ότι αυτό το θέμα δεν θα έπρεπε να απασχολεί καθόλου τους συγγραφείς. Η δική μας δουλειά είναι να γράφουμε. Το κομμάτι της προώθησης είναι δουλειά άλλων επαγγελματιών του χώρου (εκδοτών, λογοτεχνικών ατζέντηδων) και φυσικά της πολιτείας. Σε αυτούς πρέπει να απευθύνεται αυτή η ερώτηση. Σε τελική ανάλυση, αφορά το μάρκετινγκ και όχι την ίδια τη λογοτεχνία. Δείτε τι συμβαίνει με το σκανδιναβικό αστυνομικό. Η πλειοψηφία των βιβλίων που μεταφράζονται είναι -επιεικώς- μέτρια.
Το παράδειγμα του Μάρκαρη, ωστόσο, στο οποίο αναφερθήκατε, προσφέρει ορισμένα χρήσιμα διδάγματα. Ήταν αποτέλεσμα προσωπικής πρωτοβουλίας του συγγραφέα και δυστυχώς όχι κάποιας οργανωμένης προσπάθειας, όπως εξάλλου συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις. Ο Μάρκαρης όμως είχε τις γνωριμίες και ενδεχομένως τη διορατικότητα να αναθέσει τη διαχείριση των πνευματικών του δικαιωμάτων στον εκδοτικό οίκο Diogenes. Επομένως, ένας σοβαρός εκδότης και ένας λογοτεχνικός ατζέντης που ενδιαφέρονται, μπορούν να αναδείξουν και να προωθήσουν επιτυχώς τους συγγραφείς τους. Η περίπτωση του Μάρκαρη μάς δείχνει ότι γίνεται, αρκεί να υπάρχει θέληση και οργάνωση.
Ποια αστυνομικά αγαπάει περισσότερο το ελληνικό κοινό;
Δεν είμαι σίγουρος. Νομίζω ότι η πλειοψηφία των αναγνωστών ακολουθεί τις τάσεις. Διαβάζει ό,τι είναι περισσότερο δημοφιλές την εκάστοτε χρονική συγκυρία.
Ποιος είναι ο στόχος των εκδηλώσεων «Βραδιές αστυνομικής μυθοπλασίας»;
Φέτος είναι η δεύτερη χρονιά που διοργανώνονται οι «Βραδιές αστυνομικής μυθοπλασίας – crime n’ beer» σε συνεργασία της Ε.Λ.Σ.Α.Λ. και του βιβλιοκαφέ red n’ noir στον φιλόξενο πολυχώρο του Κέντρου Ελέγχου Τηλεοράσεων-ΚΕΤ στην Κυψέλη. Στην πραγματικότητα, οι φετινές εκδηλώσεις ξεκίνησαν τις δύο προηγούμενες Κυριακές με δύο θεματικούς περιπάτους σε τόπους εγκλημάτων στην περιοχή της Κυψέλης, οι οποίοι είχαν ιδιαίτερα μεγάλη προσέλευση, ενώ οι εκδηλώσεις του τριημέρου θα επιχειρήσουν να φωτίσουν δύο ιδιαίτερες, αλλά και εξαιρετικά επίκαιρες πτυχές της αστυνομικής αφήγησης σε όλες τις εκδοχές της (λογοτεχνία, κινηματογράφος, τηλεόραση).
Όπως ανέφερα προηγουμένως, την πρώτη ημέρα (Παρασκευή 1/12) θα εξεταστεί η διαχρονική σχέση της αστυνομικής μυθοπλασίας με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία τεκμηρίων, ενώ η τρίτη μέρα (Κυριακή 3/12) θα επικεντρωθεί στις απεικονίσεις της έμφυλης βίας στην αστυνομική αφήγηση. Θέλω να επισημάνω ότι οι εκδηλώσεις της συγκεκριμένης μέρας έχουν οργανωθεί αποκλειστικά από τις γυναίκες μέλη της λέσχης σε συνεργασία με το Δίκτυο Γυναίκες Συγγραφείς κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών «Η φωνή της» και οι ομιλήτριες όλων των πάνελ θα είναι αποκλειστικά γυναίκες. Επίσης, την Κυριακή το απόγευμα θα προβληθεί η ταινία μικρού μήκους «Παγωμένο νερό» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίας Κονταξή και σενάριο της Έλενας Χουσνή, ενώ το ίδιο πρωί στις 11:00 θα πραγματοποιηθεί εργαστήρι αστυνομικής ιστορίας (για παιδιά από 6 ετών). Τέλος, το Σάββατο είναι αφιερωμένο σε βιβλία μελών της λέσχης που εκδόθηκαν εντός του 2023 και μια ειδική αφιερωματική εκδήλωση για τον συγγραφέα Κώστα Καλφόπουλο (1956-2023), ιδρυτικό μέλος και πρώην γραμματέα της Ε.Λ.Σ.Α.Λ., αλλά κυρίως έναν σπουδαίο άνθρωπο των ελληνικών γραμμάτων. Η βραδιά θα κλείσει με τζαζ συναυλία από τους Jazz Tree και μουσικές από νουάρ ταινίες.
Όπως, βλέπετε, μετά την ιδιαίτερα επιτυχημένη περσινή διοργάνωση, το πρόγραμμα των φετινών εκδηλώσεων είναι ακόμα πιο πλούσιο και περιλαμβάνει διάφορες δράσεις. Βασικός μας στόχος είναι να περάσουμε όμορφα και να προκύψουν ενδιαφέρουσες συζητήσεις κατά τη διάρκεια των πάνελ, αλλά και πριν και μετά γύρω από την μπάρα του ΚΕΤ.