συνέντευξη της Βασιλικής Λάζου στον Γιάννη Μπασκόζο
Οι γυναίκες στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης είναι μια “περιφρονημένη” από την έρευνα θεματολογία και ελλείψει πολλών τεκμηρίων συνιστά μια αρκετά άγνωστη πτυχή των ταραγμένων εποχών πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Η ιστορικός Βασιλική Λάζου στο πρόσφατο βιβλίο της “Γυναίκες και Επανάσταση 1821” (εκδ. Διόπτρα) εξετάζει πλευρές της παρουσίας των γυναικών στους αγώνες και την καθημερινή ζωή. Ορισμένα ζητήματα για τη θέση των γυναικών στον αγώνα θίγει η ιστορικός και στη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό μας.
Ποιες ήταν οι ομοιότητες και οι διαφορές στην καθημερινότητά των χριστιανών και μουσουλμάνων γυναικών;
Η ζωή των χριστιανών και των μουσουλμάνων γυναικών δεν διέφερε ιδιαίτερα καθώς ανεξάρτητα από τη θρησκεία και τη θέση τους συνολικά στο οθωμανικό σύστημα διοίκησης όλες οι γυναίκες βίωναν περιορισμούς και απαγορεύσεις. Η καθημερινή τους ενασχόληση αφορούσε στη φροντίδα της οικογενειάς τους και αν ήταν αγρότισσες στην εξασφάλιση των απαραίτητων για διατροφή και θέρμανση. Με το ξέσπασμα της επανάστασης τόσο οι χριστιανές όσο και οι μουσουλμάνες αποτέλεσαν τους αδύναμους κρίκους των πολεμικών συγκρούσεων, εύκολα αναλώσιμες, θύματα της πείνας, των ασθενειών και της προσφυγιάς και ανταποδοτικό εμπόρευμα στα σκλαβοπάζαρα.
Ποια ήταν η θέση της γυναίκας στην οικογένεια και γενικά στην κοινωνία;
Η καθημερινότητα των γυναικών εξαρτιόταν από τον τόπο στον οποίο ζούσαν όσο και από την κοινωνική και οικονομική τους επιφάνεια. Δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια ενιαία ζωή των γυναικών. Υπήρχαν σημαντικές διαφορές σε νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές, σε γυναίκες των ανώτερων τάξεων και σε γυναίκες φτωχές. Στην πόλη και στην ύπαιθρο. Εκεί όπου είχε αναπτυχθεί το εμπόριο και οι γυναίκες ερχόταν σε επαφή με ξένους περιηγητές, εμπόρους και ναυτικούς, εκεί που οι γυναίκες συμμετείχαν στις παραγωγικές δραστηριότητες και εκεί που ζούσαν θεόκλειστες και περιορισμένες μέχρι να παντρευτούν.
Ο κανόνας ήταν ότι οι περισσότερες γυναίκες ζούσαν κλεισμένες στο σπίτι με πλήθος περιορισμών στη συμπεριφορά και την ενδυμασία, χωρίς παιδεία ή δικαιώματα. Η όλη διαπαιδαγώγησή τους στόχευε στο να γίνουν σωστές σύζυγοι και μητέρες. Κάθε παρέκκλιση τιμωρούνταν αυστηρά. Η ζωή της αγρότισσας ήταν σκληρή και κοπιαστική. Η παραγωγή τροφής αρκετής για την επιβίωση και επαρκούς καύσιμης ύλης απορροφούσε όλη την ενεργητικότητά της. Κάποιες γυναίκες ασχολούνταν με την οικοτεχνία, τον αργαλειό ή την παραγωγή χειροτεχνημάτων όπως σκούφοι, κάλτσες ή δαντέλες.
Ερωτικές σχέσεις και σεξ, τι επιτρεπόταν, τι υπήρχε στην πράξη;
Ακόμα όμως και η υποψία ερωτικού δεσμού μεταξύ ετερόφυλων προσώπων μπορούσε να επιφέρη βαρύτατη τιμωρία ή να οδηγήσει σε φρικτό θάνατο. Ο μουσουλμανικός νόμος ήταν ιδιαίτερα αυστηρός σε περίπτωση μοιχείας. Εξίσου βέβαια αυστηρή ήταν και η τιμωρία των εξωσυζυγικών σχέσεων και στις χριστιανικές κοινότητες. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα όμως παρόλο που η διαδεδομένη πρακτική των συνοικεσίων συνεχίστηκε, το παιχνίδι του έρωτα δεν έλειψε. Ίσα-ίσα αυξήθηκε λόγω της συνύπαρξης ανδρών και γυναικών από διαφορετικές περιοχές και κάτω από συνθήκες που δεν επέτρεπαν τον πλήρη έλεγχο των νεαρών κοριτσιών . Η συνεχής απειλή του θανάτου και η αβεβαιότητα του πολέμου επιτάχυνε την ερωτική σχέση και τη σεξουαλική συνεύρεση πριν ή εκτός γάμου. Οι σχέσεις των δύο φύλων αποδεσμεύτηκαν από ορισμένους παραδοσιακούς καταναγκασμούς καθώς γυναίκες που είχαν μείνει χήρες ή ορφανές από τον πόλεμο αναζητούσαν προστασία ή αποφάσιζαν οι ίδιες για τη ζωή τους.
Ο θεσμός του γάμου και η σχέση της γυναίκας σε αυτόν;
Οι γάμοι κανονίζονταν από τις οικογένειες. Η προτίμηση των γυναικών ή η προσωπική συγκατάθεσή τους δεν είχε καμία σημασία. Οι πρόωροι γάμοι ήταν ο κανόνας, όπως και η σημαντική διαφορά ηλικίας μεταξύ του γαμπρού και της νύφης. Και αν το κατώτερο ηλικιακό όριο για το γάμο ήταν τα 12 έτη, οι αρραβώνες μπορούσαν να τελεστούν σε ακόμα μικρότερη ηλικία ή ακόμα και να κανονιστούν με τη γέννηση του θηλυκού παιδιού. Επρόκειτο για μια βαθιά εδραιωμένη και διαδεδομένη πρακτική που ακολουθούνταν τόσο στον αστικό όσο και στον αγροτικό χώρο. Το έθιμο της προίκας συνέχισε και εμπλουτίστηκε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας επιβαρύνοντας θεωρητικά τον πατέρα της οικογένειας, χωρίς να λείπουν τα σχετικά παραδείγματα προικοδότησης από αδελφούς. Προικοσύμφωνα όριζαν το ποσό της περιουσίας που θα λάμβανε η κάθε νύφη από την οικογένειά της.
Πνευματική καλλιέργεια, μόρφωση των γυναικών. Σε τι επίπεδο βρισκόταν;
Τα στοιχεία για την κατάσταση των γυναικών στην είναι αδιαμφισβήτητα όσον αφορά την θλιβερή κατάσταση αν όχι ανυπαρξία της γυναικείας εκπαίδευσης. Η συντριπτική πλειονότητα των γυναικών ζούσε σε συνθήκες εξευτελιστικής άγνοιας και απομόνωσης. Ακόμη και στα κορυφαία κέντρα του αστικού πολιτισμού οι γυναίκες σχημάτιζαν έναν χωριστό κόσμο, μαστίζονταν από προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες και ζούσαν στη σκιά και στο περιθώριο μιας μακρινής ανδρικής κοινωνίας περιορισμένες σε οικιακές επιδιώξεις και τα καθήκοντα. Στα σχολεία των «κοινών γραμμάτων» τα χρόνια 1770-1821 πριν δηλαδή από το ξέσπασμα της επανάστασης, η φοίτηση κοριτσιών ήταν πολύ μικρή. Κατά κύριο λόγο όμως η εκπαίδευση των κοριτσιών των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων γινόταν στο σπίτι από κάποιον οικοδιδάσκαλο ή σε ορισμένες μόνο περιοχές από κάποιο μοναστηριακό ίδρυμα. Εξαίρεση στον κανόνα που ήθελε τη γυναίκα στην προεπαναστατική Ελλάδα απαίδευτη, στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής κατά την οθωμανική συνήθεια, και υποτακτική ήταν οι Φαναριώτισσες που απολάμβαναν ξεχωριστές ελευθερίες και προνόμια και η θέση τους έμοιαζε πιο κοντινή με τη θέση των γυναικών στη Δυτική Ευρώπη. Μια άλλη ομάδα γυναικών διανοούμενων αποτελούνταν από γυναίκες μέλη της άκρως κινητικής τάξης εμπόρων, επαγγελματιών και διανοουμένων που παρείχαν την πρωταρχική κοινωνική βάση του ελληνικού διαφωτισμού, όπως η Ευανθία Καϊρη και η μεταφράστρια Μητιώ Σακελλαρίου.
Γνωρίζουμε ότι γίνονταν αρπαγές, βιασμοί, γυναίκες ως λάφυρα κλπ. Ήταν μια γενικευμένη πρακτική ή εξαιρέσεις;
Στα χρόνια του πολέμου της ανεξαρτησίας πολλές γυναίκες έπεσαν θύματα αιχμαλωσίας και πουλήθηκαν ως δούλες στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Δεν ήταν κάτι παράξενο και οπωσδήποτε δεν ήταν κάτι πρωτοφανές. Η δουλεία ως κοινωνικός και οικονομικός θεσμός που επέτρεπε την κατοχή και τη χρησιμοποίηση ανθρώπων ως μέσων παραγωγής ήταν διαδεδομένη από την αρχαιότητα. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια νομιμοποιημένη πρακτική με διευρυμένο και σύνθετο περιεχόμενο που αποτελούσε σημαντικό μέρος της οικονομίας και της παραδοσιακής κοινωνίας. Οι γυναίκες σκλάβες, που αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία, προορίζονταν για το χαρέμι, οικιακές δουλειές και αγροτικές εργασίες στην ύπαιθρο. Μαζικές ήταν και οι αιχμαλωσίες γυναικών, όπως και παιδιών, στη Χίο, την Κάσο και τα Ψαρά αλλά και ύστερα από τις συνεχόμενες επιδρομές των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ (1825-1827) σε κάθε γωνιά της Πελοπόννησου. Από τη στιγμή της αιχμαλωσίας τους οι γυναίκες αποτελούσαν ιδιοκτησία εκείνου που τις αιχμαλώτιζε ο οποίος μπορούσε να τις διαθέσει κατά βούληση και να τις πουλήσει στο σκλαβοπάζαρο.
H συμμετοχή των γυναικών στην Επανάσταση. Γιατί γνωρίζουμε τόσες λίγες επώνυμες;
Ο πόλεμος και η επανάσταση σε όποια εποχή κι αν συμβούν δεν ευνοούν τις γυναίκες το γυναικείο φύλο. Στην Επανάσταση και στον μακρόχρονο αγώνα που ακολούθησε οι γυναίκες, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, μετρημένες στα δάκτυλα των χεριών, ήταν κυρίως θύματα ακούσια των σφαγών, των βομβαρδισμών και των συγκρούσεων, της προσφυγιάς και της φυγής, επιφορτισμένες με την αναζήτηση τροφής και καταφυγίου, εμπόρευμα στα σκλαβοπάζαρα και λεία πολέμου. Σε μια εποχή με έντονες και συνεχείς στρατιωτικές εξελίξεις, πολιτικές ανακατατάξεις, διχογνωμίες και έριδες, με τα όρια ανάμεσα σε εμπόλεμους και άμαχους θολά και δυσδιάκριτα, οι γυναίκες βρέθηκαν να συμμετέχουν με παθητικό τρόπο ενεργά στην πολεμική περιπέτεια. Τα βιβλία της ιστορίας ελάχιστα ασχολήθηκαν μαζί τους, με την τύχη τους, με τα πάθη τους. Στο περιθώριο των μεγάλων γεγονότων και αφηγήσεων συναντούμε ξεσκλίδια από τη δική τους δράση και ζωή. Αυτός ήταν ο κανόνας. Πολύ λίγες ήταν εκείνες που τον διέψευσαν. Που ξεπέρασαν τον αποκλεισμό από τα μεγάλα και σοβαρά, που πήραν μέρος στο ενεργό γράψιμο της ιστορίας.
Υπήρχαν θεσμοί πριν το ΄21 που μπορούσαν να καταφύγουν οι γυναίκες για οτιδήποτε τους έθιγε;
Υπάρχουν στα Αρχεία της Παλιγγενεσίας δημόσια έγγραφα, αναφορές, υπομνήματα και εκκλήσεις με τα οποία οι γυναίκες διεκδικούσαν από την πολιτεία ως χήρες, ως πρόσφυγες και αναξιοπαθούσες ηθική δικαίωση και υλική αρωγή. Μια ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η Μαντώ Μαυρογένους η οποία είχε συντάξει με τον Δημήτριο Υψηλάντη κάποιο συμφωνητικό μνηστείας. Ο αρραβώνας δεν ευοδώθηκε και η υπόθεση δημοσιοποιήθηκε. Η Μαντώ κατέφυγε επανειλλημένα στην πολιτεία ζητώντας μάταια δικαίωση. Το 1827 παρουσίαστηκε στην Γ Εθνοσυνέλευση για να καταγγείλει τον Δημήτριο Υψηλάντη για αθέτηση της υπόσχεσής του. Η αναφορά της όμως δεν διαβάστηκε ούτε κατατέθηκε στα πρακτικά και το περιεχόμενό της παραμένει άγνωστο . Τα επόμενα χρόνια με την άφιξη του Καποδίστρια δεν έπαψε να διεκτραγωδεί τη δεινή οικονομική της θέση καταθέτωντας συνέχεια νέες αιτήσεις για οικονομική αρωγή και ηθική δικαίωση της προσφοράς της.
Το νέο κράτος εξασφάλισε δυνητικά μια νέα θέση στη γυναίκα; Και από πότε αρχίζει να αλλάζει η θέση της στην κοινωνία;
Τα τελευταία χρόνια η είσοδος των γυναικών σε παραγωγικά επαγγέλματα, η ανάδειξή τους σε θέσεις ευθύνης, η ισότιμη θέση τους στο σύστημα της μισθωτής εργασίας με τους άνδρες ομολόγους τους, έκανε τις γυναίκες ορατές μέσα στην Ιστορία και τις ανέδειξε ως κοινωνικά και ιστορικά υποκείμενα. Έπρεπε όμως να περάσουν 131 χρόνια, ως το 1952, για να λάβουν καθολικό δικαίωμα ψήφου και 160 χρόνια για πλήρη νομική ισότητα. Η ιστορία συνέχισε να κυριαρχείται από ανδρικές μορφές, ιδέες και πράξεις.
Οι γυναίκες στην πολιτική, μετά το νέο κράτος , ποια ήταν;
Ο πολιτικός αποκλεισμός των γυναικών που ίσχυε κατά την οθωμανική περίοδο συνεχίστηκε και στο νέο ελληνικό κράτος. Στο νέο ελληνικό κράτος το 1864 που θεσπίστηκε το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας, ο αποκλεισμός των γυναικών θεωρήθηκε αυτονόητος. Δεν αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης και δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν. Στο Σύνταγμα του 1864 οι γυναίκες χαρακτηρίστηκαν ως ως μη-ενεργοί πολίτες. Οι λίγες γυναίκες, που τόλμησαν να υπερβούν τον ιδιωτικό τους ρόλο, έγιναν αποδεκτές ως εξαιρέσεις.
Βασιλική Λάζου, “Γυναίκες και Επανάσταση 1821.Από τον Οθωμανικό κόσμο στο ελεύθερο ελληνικό κράτος ” (εκδ. Διόπτρα)
Βρες το εδώ