Βασικές ορίζουσες της σύγχρονης ελληνικής ποίησης (Ευριπίδης Γαραντούδης)

0
539

Ευριπίδης Γαραντούδης[1]

 

Εύστοχα το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο αναγνώστης» στην αναγγελία και στην αφίσα του συνεδρίου –για την ακρίβεια, ημερίδας– «Η ελληνική λογοτεχνία τον 21ο αιώνα: Πεζογραφία – ποίηση – κριτική» δεν προσδιόρισε στον τίτλο κάποιο ηλικιακό κριτήριο αναφοράς, όπως «Η λογοτεχνία των νέων» ή κάτι συναφές, όσο κι αν ένα τέτοιο κριτήριο υπονοείται κάθε φορά που εξετάζεται από μικρή χρονική απόσταση η σύγχρονη λογοτεχνία. Αν λοιπόν δεχτούμε την αρχή της χιλιετίας, το 2000, ως ένα έστω συμβατικό ορόσημο, γίνεται σαφές ότι εδώ μιλούμε πρωτίστως, είτε συμφωνούμε είτε όχι, για τη δημοσιευμένη τα τελευταία 22 χρόνια ελληνική ποίηση, γραμμένη από ποιητές και ποιήτριες που διανύουν την τρίτη δεκαετία της ζωής τους ή βρίσκονται στην αρχή της τέταρτης. Στη βάση αυτού του συμβατικού κριτηρίου πρόσφατα επιμεληθήκαμε, μαζί με την ποιήτρια Σοφία Κολοτούρου, την Ανθολογία νέας ελληνικής ποίησης (2022) όπου περιελήφθησαν ποιήματα 18 ποιητών και 6 ποιητριών γεννημένων από το 1981 και εξής.[2] Όσα θα πω σε αυτή τη σύντομη τοποθέτηση ανάγονται κατά βάση στην εισαγωγή της εν λόγω ανθολογίας (συνεπώς δεν θα τα επαναλάβω ή θα τα πω με άλλα λόγια), με την προσθήκη, στην παρούσα περίσταση, ορισμένων προσωπικών σχολίων. Ακριβέστερα, πάντως, και σε σχέση με τον τίτλο της ομιλίας μου διευκρινίζω ότι θα μιλήσω για τις βασικές ορίζουσες της κριτικής θεώρησης της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, οι οποίες, εξάλλου, σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνουν το πεδίο λόγου μέσα στο οποίο αναφερόμαστε στη σύγχρονη ποιητική παραγωγή.

Το ζήτημα του γενικού προσδιορισμού της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, με εστίαση σε εκείνην των ηλικιακά νεότερων, συνδέεται με τρία αλληλοεξαρτώμενα ερωτήματα: α) Εντάσσεται στην, μακρά πλέον, περίοδο της μεταπολίτευσης; β) Προσδιορίστηκε, κατά πόσο και με ποιους τρόπους, από την οικονομική κρίση της τελευταίας περίπου δεκαπενταετίας; γ) Είναι λειτουργική, υπό την έννοια της ιχνηλάτησης ή διακρίβωσης του στίγματός της, η ένταξή της σε γραμματολογικά σχήματα, όπως είναι οι ποιητικές γενιές; Η απάντηση στα τρία αυτά ερωτήματα επιφέρει κι ένα τέταρτο και ίσως το κρισιμότερο ερώτημα: Η γραμμένη και δημοσιευμένη από ηλικιακά νέους και νέες κατά την τελευταία περίπου εικοσαετία ποίηση διαφοροποιείται, πόσο και πώς, αφενός από τη σύγχρονή της ποιητική παραγωγή των ηλικιακά πρεσβύτερων και αφετέρου ως προς ό,τι ονομάζουμε ποιητική παράδοση, την ομόγλωσση και την ετερόγλωσση, η σχέση με την οποία, σχέση έλξης ή απώθησης, είναι αναφαίρετος όρος για την άσκηση της ποιητικής λειτουργίας; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά πιστεύω ότι συναρτάται με δύο γενικότερα θεωρητικά ή και μεθοδολογικά ζητήματα, που εμφανώς προκύπτουν από μία κάπως μακροσκοπική θεώρηση της λογοτεχνικής ιστορίας μας. Το πρώτο ζήτημα είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες, συγκεκριμένα από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και εξής, στο περιβάλλον αρχικά της λογοτεχνικής κριτικής και στη συνέχεια, εξ αντανακλάσεως, και σε εκείνο της φιλολογικής κριτικής επικράτησε η τάση η ποιητική παραγωγή να διακρίνεται και να ταξινομείται σε γενιές, στη βάση ενός είτε προγραμματικά προβεβλημένου είτε λανθάνοντος κριτηρίου: οι νέοι ποιητές και ποιήτριες που εμφανίζονται σε μία χρονική περίοδο, όπως είναι η δεκαετία, με την ποιητική παραγωγή τους, θεωρημένη στη λογική του μέσου όρου, διαφοροποιούνται από την ποιητική παραγωγή των προγενέστερων, θεωρημένη πάλι στη λογική του μέσου όρου – προφανώς αντιλαμβάνεστε σε τι αναφέρομαι: πρώτη μεταπολεμική γενιά, δεύτερη μεταπολεμική γενιά, γενιά του 1970, γενιά του 1980, γενιά του 2000 και ούτω καθεξής. Το δεύτερο ζήτημα, ευθέως συναφές με το πρώτο, έγκειται στην εδραιωμένη αντίληψη ότι ανάμεσα στην ποιητική παραγωγή των εκάστοτε νέων και τον ιστορικό και πολιτισμικό χρόνο μέσα στον οποίο αυτή αθροιστικά εμφανίζεται υπάρχει μία σχέση γραμμική, εκ του αποτελέσματος (της λογοτεχνικής ιστορίας μας) αναπόδραστη, σχεδόν νομοτελειακή – εξηγώ πάλι, απαριθμώντας: μεταπολεμικές γενιές, γενιά της αμφισβήτησης ή της άρνησης, γενιά του ιδιωτικού οράματος, γενιά της αριστερής μελαγχολίας. Σχολιάζω μόνο ότι πόσο πολύ ευάλωτοι ή πόσο λίγο προγνωστικοί είναι αυτοί οι όροι, με άλλα λόγια πόσο θνησιγενείς είναι, το γνωρίζουμε ήδη, με γνώμονα τους παλαιότερους από αυτούς, καθώς υπόκεινται στις μη προβλέψιμες και ταχείες αλλαγές του ιστορικοπολιτισμικού πλαισίου του λογοτεχνικού πεδίου. Όσο κι αν βρισκόμαστε στο έτος 2023, κι ενώ στο μεταξύ έχουν συμβεί ριζικές αλλαγές στη συνοχή του κοινωνικοπολιτισμικού πεδίου, μένουμε εμμονικά προσκολλημένοι, παρά τις κατά καιρούς μεταμορφώσεις, σε αντιλήψεις όπως του Βάσου Βαρίκα που αναζητούσε το «κοινωνικό ισοδύναμο» της νεανικής ποιητικής παραγωγής στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ακολούθησε στη δεκαετία του 1970 η “μαζική” γενεαλόγηση ζώντων και τεθνεώτων ποιητών και ποιητριών.

Θα σχολιάσω τα παραπάνω ερωτήματα, προκειμένω να προσθέσω και άλλα, στη βάση ενός παραδείγματος που, αγενώς, θα είναι το δικό μου, σύμφωνα με το κριτήριο ότι ώς ένα σημείο με γνωρίζω – το ερώτημά μου είναι, εν προκειμένω, αν συντρέχουν οι γενικές προϋποθέσεις για να με γνωρίζουν, πόσο και πώς, και οι άλλοι, οι δυνητικοί μου συνομιλητές: Γεννημένος το 1964, 59 ετών σήμερα, εξέδωσα 5 ποιητικά βιβλία από το 2009 μέχρι το 2022, ενώ έχω άλλα τουλάχιστον 3 στα συρτάρια μου, καθώς έχω προϋπολογίσει η ποιητική παρουσία μου να παραμείνει αδιάπτωτα ενεργή και στη δεκαετία του 2020. Σε ποια, λοιπόν, ποιητική γενιά ανήκω; Στη γενιά του 1980, καθώς σε εκείνη τη δεκαετία εξέδωσα ένα πολύ νεανικό ποιητικό βιβλίο, το 1983, ενώ και το έτος γέννησής μου εντάσσεται στον κύκλο των ετών γέννησης των ποιητών εκείνης της γενιάς, από το 1956 έως το 1967; Ή μήπως ανήκω στη γενιά του 2000, σύμφωνα με το κριτήριο του χρόνου βασικής εμφάνισης, όπως αυτός αντιστοιχίζεται γραμμικά με τον ιστορικό και πολιτισμικό χρόνο; Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, αναρωτιέμαι, γιατί αποκλείεται η ποίησή μου να είναι εξίσου ή κατ’ αναλογίαν έστω «διερευνητική, πρισματική, πειραματική, αγωνιστική, δραστική», όπως διαβάζω σε πρόσφατα δημοσιευμένο κείμενο του Βασίλη Λαμπρόπουλου ότι είναι η ποίηση των ποιητών και ποιητριών της γενιάς του 2000 ή γενιάς της αριστερής μελαγχολίας;[3] Με άλλα λόγια, ποιο είναι εκείνο το βάσιμο κριτήριο αποκλεισμού της συνεξέτασης του ποιητικού έργου μου, όπως και των συνομηλίκων μου ή και των γηραιότερων από εμένα, με το έργο των ποιητικά νεότερων; Μήπως δεν εντάσσομαι και δεν περιλαμβάνομαι σε καμία ποιητική γενιά; Με άλλα λόγια, αναλογίζομαι, στη βάση όσων συναρθρώνονται μέσα στον χρόνο που επισκοπώ κριτικά ως ιστορία της ελληνικής ποίησης, τι είμαι ως ποιητής: λευκός, άνδρας, γενειοφόρος, κατά εικασία ετεροφυλόφιλος (ποτέ δεν έχω δηλώσει τη σεξουαλική ταυτότητά μου), δεξιός (ποτέ δεν έχω δηλώσει κάτι τέτοιο), θεσμικός (αυτό όντως είμαι, στον βαθμό που ασκώ επάγγελμα σε θεσμικό περιβάλλον); Το ίδια ερώτημα διατυπωμένο πολιτικώς ορθότερα: Η συγκροτημένη στο περιβάλλον της λογοτεχνικής κριτικής και της φιλολογίας ιστορία της ελληνικής ποίησης κατά τις τελευταίες δεκαετίες μάς υπαγορεύει κριτήρια ηλικιακής, φυλετικής, ταξικής και ιδεολογικής τάξης προκειμένου να κατατάσσουμε και κυρίως να αντιλαμβανόμαστε την ποιητική παραγωγή; Διευκρινίζω, αναφορικά με τις ποιητικές γενιές της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής ποίησης, ότι η χρήση των σχετικών όρων σε περιβάλλοντα διδασκαλίας, σε εγχειριδιακά έργα και σε ποιητικές ανθολογίες είναι λειτουργική, για λόγους τόσο προφανείς που δεν χρειάζεται να εξηγηθούν. Αλλά μιλούμε εν προκειμένω για όρους-χρηστικά εργαλεία συνεννόησης. Μόνο και περιοριστικά γι’ αυτόν τον σκοπό.

Σχολιάζω, τέλος, εκ νέου ερωτηματικά, ως απολογισμό των παραπάνω ερωτημάτων, τους διακηρυγμένους στόχους αυτής της εκδήλωσης, έτσι όπως τους διαβάζω στο newsletter των αγαπητών μου συνοδοιπόρων του «Αναγνώστη», εν όψει του σημερινού συνεδρίου: «Αδυνατίζει η σκιά των μεγάλων μορφών του παρελθόντος [Αδυνατίζει;], δυο λογοτεχνικές γενιές που σημάδεψαν τα μεταπολιτευτικά χρόνια άγγιξαν τα όρια τους [Τα άγγιξαν;] και […] μια νέα γενιά μοιάζει να κινείται αυτόνομα, με ανεξερεύνητες πυξίδες [Κινείται αυτόνομα;]. Παράλληλα άλλαξε και η περιβάλλουσα λογοτεχνική ατμόσφαιρα. Για άλλους αυτό είναι ένα αρνητικό σημάδι και για άλλους μια νέα θετική προοπτική. Τα θετικά δείγματα ανεξάρτητων και σύγχρονων λογοτεχνικών φωνών αποτελούν τον πυρήνα μιας λογοτεχνικής ανάτασης [Όντως αποτελούν τον πυρήνα μιας λογοτεχνικής ανάτασης;]». Με τον ερωτηματικό ή και σκεπτικιστικό σχολιασμό μου δεν υπαινίσσομαι κατά κανένα τρόπο, ειρωνικό ή κρυπτικό ή μελαγχολικό, την όποια επιφύλαξη ή απαρέσκειά μου για την γραμμένη από νέους και νέες ποιητική παραγωγή της νέας χιλιετίας· εξάλλου 35 χρόνια εργάζομαι αδιάπτωτα ανάμεσα σε νέους και συνεργάζομαι μαζί τους, τους διαβάζω, ορισμένους και ορισμένες προσπαθώ να τους γνωρίσω και με μερικούς και μερικές επιχειρώ να διαλέγομαι με τα κάθε είδους γραπτά τους. Γι’ αυτό εξάλλου είχα την επιθυμία να ανθολογήσω όσους/ες κρίνω αξιολογότερους/ες ανάμεσά τους. Όπως επίσης αντιλαμβάνομαι και συμμερίζομαι την ανάγκη και την επιθυμία του αυτοπροσδιορισμού τους ως ετεροπροσδιορισμού. Αυτό που κρατώ από τους παραπάνω διακηρυγμένους στόχους του «Αναγνώστη» είναι η διαπίστωση, με την οποία συμφωνώ, ότι «άλλαξε η περιβάλλουσα λογοτεχνική ατμόσφαιρα». Για το πώς μπορούμε να την αντιληφθούμε και ίσως να την χαρτογραφήσουμε καλύτερα μέσα στο ασταθές πεδίο της παροντικότητάς μας παραπέμπω σε ορισμένες προτάσεις μελέτης της πρόσφατης ποιητικής παραγωγής, έτσι όπως αυτές αποτυπώθηκαν στην εισαγωγή της Ανθολογίας νέας ελληνικής ποίησης, η οποία εξάλλου είναι εύκολα προσβάσιμη, καθώς διατίθεται και στο διαδίκτυο.[4] Εν κατακλείδι εύχομαι αυτή η ημερίδα να αποτελέσει την αφορμή και την απαρχή για μία συστηματική, νηφάλια, γόνιμη και εποικοδομητική συζήτηση γύρω από τη σύγχρονη λογοτεχνία μας, όχι μόνο την ποίηση.

[1] Δημοσιεύεται εδώ το κείμενο που αναγνώστηκε στο συνέδριο του Αναγνώστη «Η ελληνική λογοτεχνία τον 21ο αιώνα. Πεζογραφία – ποίηση – κριτική» (11 Μαρτίου 2023) με μερικές προσθήκες και με τις απαραίτητες υποσημειώσεις.

[2] Βλ. Ανθολογία νέας ελληνικής ποίησης, Ανθολόγηση – Πρόλογος Ευριπίδης Γαραντούδης, Σοφία Κολοτούρου, Αθήνα, Εκδόσεις Βακχικόν [Ιούλιος] 2022, σσ. 171.

[3] Βλ. Βασίλης Λαμπρόπουλος, «H ελληνική ποίηση του 21ου αιώνα – από την εξουσία στην παρρησία», Ο Αναγνώστης, https://www.oanagnostis.gr/h-elliniki-poiisi-toy-21oy-aiona-apo-tin-exoysia-stin-parrisia-toyvasili-lampropoyloy/

[4] Βλ. https://www.youngpoets.eu/anthologia-neas-ellhnikhs-poihshs/ (ελληνική γλώσσα) και επίσης μεταφρασμένη στην αγγλική γλώσσα: https://www.youngpoets.eu/en/anthology-of-young-greek-poetry/

Προηγούμενο άρθροΚριτική και συναινετικός λόγος: η ανάγκη μίας νέας διαλεκτικής (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)
Επόμενο άρθροΦοιτητές πρόσφυγες του ’22: Κόμικς και έκθεση από το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ