του Τέλη Σαμαντά
«Στις δέκα η ώρα ένα βροχερό πρωί στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου, μια νεαρή γυναίκα μ ‘ένα φαρδύ άνορακ και μια μάλλινη μαντίλα φορεμένη γύρω από το κεφάλι της περπατούσε αποφασιστικά μέσα στην καταιγίδα που λυσσομανούσε στη Σάουθ Όντλι Στριτ». Με τη φράση αυτή αρχίζει το τελευταίο μυθιστόρημα του Τζον λε Καρέ «Σίλβερβιου». «Τελευταίο», αφού κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του, (το 20021, και την ελληνική έκδοση να βγαίνει το ’22), με την επιμέλεια του γιού του Νικ Κόρνγουελ, συγγραφέα και αυτού, με το ψευδώνυμο Nick Harkaway.
«Τελευταίο», από μια άλλη πλευρά, γιατί μοιάζει να κλείνει τη μεγάλη περιπέτεια της ανατομίας του ανθρώπινου ψυχισμού, με φόντο τις μυστικές υπηρεσίες, ένας από τους κορυφαίους, κατά τη γνώμη μας, συγγραφείς του του 20ου αιώνα. Μια περιπέτεια που άρχισε ουσιαστικά με το «Ο κατάσκοπος που γύρισε απ’ το κρύο», και που κλείνει, τυπικά, με το τελευταίο μυθιστόρημα του που κυκλοφόρησε εν ζωή, το «Ένας έντιμος άνθρωπος», αλλά, στην ουσία, με την «Κληρονομιά των Κατασκόπων». Την προέκταση, στην εποχή μας της ατομικής τραγωδίας των ηρώων του «Ο κατάσκοπος που γύρισε απ’ το κρύο» με την «επανεξέταση» της στη σημερινή γραφειοκρατική, ψυχρή και ουσιαστικά απρόσωπη λειτουργία των μυστικών υπηρεσιών. Φαίνεται όμως πως για τον λε Καρέ αυτό και μόνο δεν αρκούσε.
Ένα έτοιμο μεν μυθιστόρημα, αλλά χωρίς τις τελικές διορθώσεις, που θα το έστελναν στο τυπογραφείο, παραφυλούσε ακόμη στο συρτάρι του. Ήταν το «Σίλβερβιου». Ένα μυθιστόρημα που «παρουσιάζει μια Υπηρεσία κατακερματισμένη… όχι και τόσο σίγουρη, πλέον ότι έχει λόγο ύπαρξης … Αυτό που συμβαίνει με τον Κάρλα στο «Οι Άνθρωποι του Σμάιλυ» συμβαίνει και εδώ με τη δική μας πλευρά: η ανθρωπιά της υπηρεσίας αποδεικνύεται πολύ λίγη για το σκοπό της -και αυτό οδηγεί στο ερώτημα αν ο σκοπός αξίζει το κόστος», όπως γράφει στον επίλογο ο Νικ Κόρνγουελ. «Ο σκοπός και το κόστος», ένα καίριο στοιχείο σε ολόκληρο το έργο του μεγάλου βρετανού συγγραφέα. Και πίσω τους κρυμένος ένας υφέρπων αλλά υπαρκτός ανθρωπισμός. Το είδος του ανθρωπισμού που υπερβαίνει ακόμη και την αμφιθυμία της ανθρώπινης βούλησης όταν βρεθεί στις εξαιρετικές συνθήκες των μυστικών υπηρεσιών -και του “σκοπού” τους. Που προσφέρει θετική διέξοδο στην αμφισημία της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, μετατρέποντας εντέλει την κατασκοπία σε υπαρξιακό ζήτημα. Κι ας επιμένει ο ίδιος πως «Οι καλλιτέχνες, από την εμπειρία μου το λέω, έχουν πολύ φτενό πυρήνα. Υποκρίνονται. Δεν είναι το γνήσιο πράγμα. Είναι κατάσκοποι. Κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση». Αυτός άλλωστε ο ανθρωπισμός διατρέχει υπόρρητα και το «Σίλβερβιου».
Παρόλο που φαινομενικά πρόκειται για μια ιστορία διαρροών και προδοσίας -όπως τον «παλιό καλό καιρό»- στο πλαίσιο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών -στην εποχή μας όμως πια- μετά τη Σερβοβοσνιακή πολεμική τραγωδία, έτσι όπως τα διεθνή απότοκα της αντανακλώνται σε ένα ήρεμο αγγλικό χωριουδάκι. Ή: πώς η τελευταία φράση με την οποία κλείνει ο Τζον λε Καρέ το κύκνειο αυτό άσμα του, (δεν την αποκαλύπτω, φυσικά), ακούγεται σαν ηχώ, με καθυστέρηση εξήντα χρονών, -αλλά περιέργως περισσότερο αισιόδοξη- στην έκκληση και μαζί εντολή του Σμάιλυ στο «Ο Κατάσκοπος που γύρισε απ’ το κρύο», από την «αποδώ» μεριά του Τείχους: «Πηδήξτε, κύριε Λίμας, γυρίστε πίσω …».

Εισαγωγή
Μήνυμα στους Τέλης Σαμαντάς