του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Η Λίνα Τσουκαλά είναι γεννημένη το 1984 στην Αθήνα και το βιβλίο της Πριν τις φάλαινες, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον Μετρονόμο, σε μια ιδιαιτέρως φροντισμένη έκδοση, αποτελεί την πρώτη ποιητική της συλλογή. Οι πρωτοεμφανιζόμενοι ποιητές εμφανίζονται συχνά σε μικρότερη ηλικία, τόσο στις ημέρες μας όσο και σύμφωνα με μια παλαιά και καλή παράδοση (στα καθ’ ημάς, αλλά και διεθνώς). Η Τσουκαλά, όμως, πρώτον (ας μην το ξεχάσουμε) είναι ακόμη πολύ νέα ενώ το γεγονός πως δημοσιοποιεί την παρθενική της δουλειά λίγο πριν από τα σαράντα (αν εξαιρέσουμε τις προειδοποιητικές εμφανίσεις της όταν δεν διέθετε ακόμη σχηματισμένο βιβλίο) δείχνει, εκ του αποτελέσματος, πως ήθελε να προετοιμαστεί καλά μέχρι να καταλήξει στην απόφαση για έκδοση. Και έπραξε άριστα γιατί το Πριν από τις φάλαινες προδίδει μια ποιήτρια σαν έτοιμη από καιρό, μια ποιήτρια που ξέρει όχι μόνο πώς να χειριστεί την ώριμη κιόλας γλώσσα της, βασισμένη στο βαθύ, διεισδυτικά εταστικό της πνεύμα, το οποίο αναδεικνύει εξαρχής τη φρεσκάδα της ποίησης και της ποιητικής της, αλλά και με ποιον τρόπο να χρησιμοποιήσει τις απώτερες (Όμηρος, Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο) και τις εγγύτερες πηγές και αναφορές της (Λεονάρντο Ντα βίντσι, Μικελάντζελο, Ραφαήλ, Τισιάνος, Ελ Γκρέκο, Αλέξανδρος Δουμάς). Πηγές και αναφορές που θεμελιώνονται σε μια απροσδόκητη και ευρηματική σκηνοθεσία, μετατρέποντας την εικονοποιία της καθημερινότητας σε έκπληξη και το παραμύθι ή το όνειρο ενός διακριτικού λυρισμού σε πεδίο βολής για τα βάσανα και τις αντινομίες της ατομικής και της συλλογικής ύπαρξης.
Τι είναι εκείνο που χαρακτηρίζει την Τσουκαλά στην πρώτη της εμφάνιση; Μα, πέραν των όσων ήδη ανέφερα, τα οποία θα δούμε εν συνεχεία διεξοδικότερα, ένας λειτουργικός και γόνιμος δυϊσμός, ένας δυϊσμός που συνιστά τη βάση της εσωτερικής προσέγγισης και της εξωτερικής οπτικής της, ορίζοντας και το ποιητικό της εφαλτήριο για τα επόμενα χρόνια – το κεφάλαιο το οποίο υπόσχεται να πολλαπλασιάσει και να επανεπενδύσει στον μέλλον. Αλλά, για να μην καθυστερούμε, σε τι ακριβώς συνίσταται ένας τέτοιος δυϊσμός; Η Τσουκαλά συνταιριάζει, σε όλα σχεδόν τα ποιήματα της συλλογής της, την αθωότητα μιας ανόθευτης, κάποτε έκπληκτης και κάποτε γεμάτης σθένος και χαρά ματιάς μπροστά στο θαύμα του κόσμου με τον τρόμο ενώπιον των χασμάτων της κοινωνικής τροχιάς μας ή της ανθρωποφαγίας, του σπαραγμού και της δήωσης του οντολογικού μας πυρήνα.
Πιστεύω να μην ακούγονται, και να μη διαβάζονται, ανάλογες παρατηρήσεις σαν μεγάλα και εύκολα λόγια, διότι δεν είναι αυτή η πρόθεσή μου και γιατί, κυρίως, δεν είναι αυτή η πρόθεση της Τσουκαλά. Να υποδείξω πάραυτα του λόγου το αληθές με ένα από τα αρτιότερα ποιήματα του βιβλίου. Ο τίτλος είναι «Χωρίς όρια ή να σε ανέπνεα απόψε σε όλη την υδρόγειο» και τα πλάσματα που κινούνται στο εσωτερικό των στίχων του ποιήματος παραπέμπουν στον γενικό τίτλο και στη συνολική φιλοσοφία της συλλογής:
Οι φάλαινες φυσητήρες
διαπερνούν τους ωκεανούς
τον Ειρηνικό τον Ατλαντικό τον Αρκτικό
αδιόρατοι τρυφεροί όγκοι του κόσμου
ζεσταίνουν τα υγρά πορώδη κορμιά τους
στις υδρορροές των ρευμάτων
ξετυλίγουν μια χάρη γκρίζα μαλακή και λεία
σε αποστάσεις που δεν μετρούν
κατανομές που δεν γνωρίζουν
ριγούν στο κρύο με πτερύγια σχεδόν
δυσανάλογα τολμηρά
σε όλη την υδρόγειο
αναπνέουν βαθιά
στον Ινδικό και χαμηλά στον Ανταρκτικό
συνομιλούν με ήχο κλάματος
αλαλαγμού και
άριας
στα υποθαλάσσια κύματα ήχου και ύλης και ενέργειας
στο οπτικό ή το ακουστικό ή το κέντρο
από όπου ανατροφοδοτούνται
οι υποδοχές του διάφανου δέρματος
ή και στην κυματική πρώτη τους υπόσταση
συμπορεύονται ρυθμικά
και ζευγαρώνουν
πλαισιώνουν η μία το κορμί της άλλης
τοποθετούνται και τοποθετούν τις βελόνες της πυξίδας
και αναδιανέμουν παίζοντας στον Νότο και τον Βορρά
τα γονίδια της φυλής τους
ξεφυσούν με πάθος σε σιντριβάνι και
βυθίζονται ξανά
μέσα σε απαλά σκοτάδια
να σε ανέπνεα απόψε σε όλη την υδρόγειο
να μην αισθανόμαστε τυφλοί τα σύνορα του κόσμου
(ανάσα)
Οι φάλαινες συνιστούν εδώ υψηλό πόρο ζωής, ομορφιάς και ζωτικότητας, μέτρο και ρυθμό του σύμπαντος, ζείδωρο λόγο δύναμης αναπνοής της φύσης και εκπνοής των ανθρώπων. Μα αίφνης, σχεδόν εκ του μηδενός, τις αισθανόμαστε να πλέουν, ή μάλλον να βυθίζονται, σε έστω απαλά σκοτάδια των οποίων η πυκνότητα σπάει με την παρεμβολή του ποιητικού εγώ: εγώ το οποίο μετατοπίζει το θαύμα του κόσμου (καλύτερα είναι να πω ότι ρίχνει το θαύμα του κόσμου) από το βάθρο της τέλειας γεωμετρίας του σε έναν κήπο άρνησης του κατά Χάιντεγκερ προκείμενου, της αναγνωρισιμότητας και της οικειότητας, οδηγώντας σε ένα βασίλειο τυφλότητας, που ταυτίζεται πλέον όχι με το θαύμα, αλλά με τα σύνορα του κόσμου. Ας βάλουμε σε αυτόν τον κόσμο όποιο συνοδό στοιχείο θέλουμε – τη μονάδα και το σύνολο (άτομο από τη μια πλευρά και κοινωνία, Ιστορία, πολιτισμό και πολιτική από την άλλη), το κάδρο για τα όντα και την υπαρξιακή προβολή τους, μια μαρτυρία για τη μοναξιά και την ψυχική αποτέφρωση σε όλα τα επίπεδα. Στη συλλογή της Τσουκαλά θα ανακαλύψουμε απείρως ισχυρότερους δυϊσμούς από όσους αποκαλύπτει το συγκεκριμένο ποίημα, εκεί θα ανιχνεύσουμε και τις σφαγές εν αιθρία, τους κανιβαλισμούς ή τις χειρότερες ώρες της ανθρώπινης περιπέτειας – σε βασιλείς και καλλιτέχνες, στην αρχαία τραγωδία και στη σύγχρονη ποίηση, στην κουλτούρα της καθημερινότητας, καθώς και στα έργα άλλοτε της ερωτικής τελείωσης και άλλοτε της απόλυτης βαρβαρότητας. Περιορίστηκα, εντούτοις, στο συγκεκριμένο ποίημα για να νιώσουμε κατάσαρκα την τεχνική της σύνθεσης των αντιθέτων και τον συγκινησιακό παλμό της: το απαρασάλευτο εξαγόμενο από το πρώτο δείγμα δουλειάς μιας ποιήτριας που μόλις τώρα ξεκινάει την πορεία της, παίζοντας με την απότομη εναλλαγή υψηλής και χαμηλής θερμοκρασίας, με τη διαδοχή μέσα στον ίδιο στίχο ή μέσα στην ίδια ποιητική ενότητα εσκεμμένα αντινομικών εικόνων και μεταφορών και με την εκρηκτική συγκατοίκηση αλληλοσυγκρουόμενων ή αλληλοαποκλειόμενων νοημάτων.
Δεν μπορώ παρά να την καλωσορίσω και να την υποδεχτώ θερμά.