Η Κατερίνα Ασημακοπούλου, ο Δημήτρης Πέτρου και η Χάρις Κοντού,τρεις νέοι ποιητές σε ανέκδοτα ποιήματά τους.
Δημήτρης Πέτρου
Ξαφνικά
Ενώ ετοιμάζεσαι να αναγορεύσεις
τον νικητή της ημέρας
ανοίγει η πίσω πόρτα
και μπαίνει ο παππούς μου
ο αντάρτης.
Στο ένα χέρι κρατάει μαλλιά γυναίκας
στο άλλο χέρι πορνοπεριοδικά
«Πως γιορτάζετε; Ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει.»
Ο κόσμος κινείται σπασμωδικά.
Μερικοί πηδάνε από το παράθυρο
άλλοι στριμώχνονται στις γωνίες,
βάζουν τη γλώσσα τους
ο ένας στο αυτί του άλλου.
Αρχίζουν ν’ ακούγονται εμβατήρια
βήματα στρατιωτικά
να η μεραρχία φάντασμα
να οι εθελοντές της Σρεμπρένιτσα
ο παππούς μου τώρα γίνεται τεράστιος
κατακλύζει το χώρο,
από το ταβάνι χύνονται ραδιενεργά νερά
ώσπου όλα εξαφανίζονται με ένα παφ.
Έμεινα μόνος να αναρωτιέμαι στο δωμάτιο:
Ποια θα είναι τα εγκλήματα της δικής μου γενιάς;
Χάρις Κοντού
Βαφτίσια στην Καλαμάτα
Σήμερα είμαι λίγο άρρωστη
και θέλω να γράψω για την Καλαμάτα
κι εκείνα τα Βαφτίσια που θα γινόταν
το προηγούμενο καλοκαίρι.
Μπάνιο το πρωί στο Ηobo,
φαί στην πάνω ταράτσα, ντους στην αυλή
Και ύστερα ψήστες, ληξούρια, παλιοί Κερκυραίοι,
ανοιχτές γραβάτες,
πίστες, into my arms.
Ένας Χριστούλης σήμερα θα βαφτιζόταν, ζωσμένος
από νωρίς με συρματάκι.
Κάπου εκεί θα καθόσουν κι εσύ
και με το ΄να χέρι μέσα απ’ τη φανέλα
«τι γουρουνόπουλο-τι Διάκος»,
θα σκεφτόσουν
και θα γέλαγες για ώρα πνιχτά
Μετά την εγχείρηση
Ήσουν στο 512.
Bαμμένο μωράκι
με τριμμένη κοιλιά
και μπλε μολύβι στα μάτια.
Θα ήθελα να φύγουμε
για το τελευταίο αηδόνι του απέναντι αστεριού
Αλλά χρειαζόταν λίγο ακόμα να μείνεις στο κρεβάτι.
Άλλαξες κοιλιά
Κι όλα τ’ αηδόνια μαζεύτηκαν στα παράθυρα
Ψάχνανε τη λύπη,
Φύσαγε το κουρτινάκι
Δεν λείπει τίποτα, είπε η πέτρα,
το κερκυραϊκό νερό του πατέρα
που ήρθε κάποτε και σφηνώθηκε
και ρέει από τότε
σε ακριβό κουφέτο
Πευκοβελόνες
Δύο απ’ την μία,
δύο απ’ την άλλη,
Παίζουμε γιατρό, ασθενή και πεθαμένους;
Ο ένας τεχνητή αναπνοή,
ο άλλος ξαπλωμένος με τον ορό
Κι οι άλλοι δύο πεσμένοι κάτω απ’ το κρεβάτι
Θα γίνετε μνημεία στο δέντρο του προαυλίου!
Κι ύστερα τα πεύκα θα συσκέπτονται
Ποιός θα ‘ναι ο επόμενος που θα τρυπήσουν
Όχι εγώ, πάντως.
Εγώ πάντα θα παίζω τον ασθενή
έχω στις τσέπες χαρτομάντιλα
γδαρμένο το φλεβάκι
κι έναν γυμνό πίνακα κάτω απ’ το σεντόνι
Σβησμένα φωτάκια στις λιτανείες
Θα κάνουμε κάποτε ό,τι ονειρευόμασταν
Σεντόνια, πολλά σεντόνια
Και παιδιά, γεννητούρια
Ένα ένα τα μπουμπούκια των μωσαϊκών
Σαν κεράσια πανσέληνα!
Ένα γιγαντιαίο πεδίο σφυγμού μαζί και πόνου
που θα κινεί μηχανές
Θα πιάσουμε μια πούντα εκεί έξω στις μηχανές
μια κρυάδα απ’ τα αυτιά
Θα κυκλωθούμε σαν πουκάμισα απ’ τα πλακάκια
Σαν ζώα νεανικά που στάζουν
Κι ύστερα λιώνουν
σβησμένα φωτάκια στις λιτανείες
Σπυρίτουαλ δρόμος
H Μεταμορφώσεως είναι ένας δρόμος μακρύς
Έχει σπίτια, οικόπεδα, εκκλησίες,
Στα σπίτια κατοικούν αντρόγυνα
που πάντα μιλούν για κάποιον που δεν είναι εκεί.
Έρχεται συχνά ένα παιδί, ο Σπύρος,
και τους κάνει γυμναστική.
Έχει σφιχτό δέσιμο με την κυρία
και τον κύριο (παρότι αυτός δεν το καταλαβαίνει)
Κοιτάζουν κι οι τρεις τους φωτογραφίες,
Ή μάλλον αυτές τους κοιτάζουν
Κι ύστερα κοιμούνται μαζί
πάνω στα άλμπουμ
Τα έχουν για μαξιλάρια.
Γίνεται ο ύπνος τους αρνητικά φιλμς.
Τα πνεύματα είναι όμορφα
και τα σώματα γυμνασμένα
όταν ανοίγουν τα μάτια
Κατερίνα Ασημακοπούλου
Είχες να ζήσεις
Δε θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω γιατί δεν επέλεξα να δέσω τη ζωή μου στα ξανθοκόκκινα μαλλιά σου. Θα ήταν τόσο φυσικό, όπως η βροχή, όπως η συμπόνια.
Θα ξυπνούσαμε το πρωί μαζί, θα σου έλεγα χωρίς να σου το πω πως είσαι η πιο όμορφη της πλάσης και θα τράβαγε ο καθένας το δρόμο του μέχρι αργά το απόγευμα που, σίγουρα πια, θα σε ξανάβλεπα – και πόσο θα περνούσαν βασανιστικά οι ώρες.
Θα πηγαίναμε κάποτε στην Ιταλία με το τρένο, εσύ θα είχες πάντα αυτή τη γλυκιά μελαγχολία κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο κι εγώ κοιτάζοντας μόνο εσένα θα θυμόμουν όλα όσα περάσαμε για να μπορώ να σου πιάνω έτσι απλά το χέρι σ’ ένα τρένο για την Ιταλία.
Θα με μάλωνες που δίνω σε όλους ό,τι έχω και δεν έχω και αφήνω τους ανθρώπους να με πατάνε, κι εγώ θα σου ‘λεγα πως χωρίς εσένα, χωρίς τη δική σου παρουσία, θα ήμουν ένας αχρείος, ένας τιποτένιος. Έχω να δώσω γιατί έχω εσένα, κι αν δε σε είχα, σε κανέναν δε θα χαριζόμουν.
Έτσι, κρεμασμένος στην πλεξούδα σου σαν κοκκαλάκι, θα γερνούσα.
Μα, είχες άλλα πράγματα να κάνεις.
Είχες να αφήσεις λυτά τα μαλλιά σου και να ταξιδέψεις σε κορμιά που δε μικραίνουν για να δεθούν στον κότσο σου. Είχες να ζήσεις μια ζωή, χίλιες ζωές, χωρίς ένα ανθρωπάκι να χορεύει στο σβέρκο σου.
Φυγάδες
Εγώ ποτέ δεν είχα ανέβει σε ξυλοπόδαρα, είδα όμως εσένα να τα δένεις στα πόδια σου,
να ψηλώνεις, να πετάς,
να σωριάζεσαι προσπαθώντας να φύγεις από τη ζωή μου,
σαν να ‘τανε η ζωή μου τι,
ένα πλάνο από άλλη μια ταινία, κι εσύ να έκανες την έξοδο σου προς τα πάνω,
εγώ ποτέ δεν είχα πουθενά αλλού να πάω, αυτή είναι η ζωή μου,
αυτή είναι η ταινία που παίζω, αν θες,
αν θες, είναι ένα τραγούδι που τραγουδούσαμε παλιά, μόνο που εγώ
δε μπορώ να σταματήσω να το τραγουδώ,
εγώ που κάθε μέρα βλέπω το πολύ να λιγοστεύει, το λίγο να γιγαντώνεται,
κι εσένα να σου τρώει τα ξυλοπόδαρα η λάσπη
η ζωή μου,
φύγε λοιπόν, βρες άλλο τρόπο, σκέψου κάτι πιο πρωτότυπο, πιο σταθερό,
κάτι να σε κρατήσει πιο στιβαρά από τη δική μου τη ζωή,
περπάτα στις άκρες των δαχτύλων σου, αν χρειαστεί, των δαχτύλων των χεριών σου,
γίνε κύκλος και κύλα έξω απ’ τη σκηνή, όμως φύγε,
ζήτα άσυλο στις λεμονιές, η γη είναι γενναιόδωρη
εξακολουθεί πάντα να δίνει στους φυγάδες,
κι εγώ θα βάλω τα ξυλοπόδαρα σου σε προθήκη,
πάντα μου ασκούσαν έλξη οι αποτυχημένες απόπειρες,
είναι κραυγές που δεν ακούγονται
μέχρι να βγεις από το πλάνο