Του Λευτέρη Ξανθόπουλου. (για τα βιβλία των Λ.Παπαστάθη, Εύας Στεφανή, Λουκίας Δέρβη).
Τρία βιβλία ελλήνων δημιουργών που διάβασα τη χρονιά που πέρασε, με περιεχόμενο μικρές, συχνά μινιμαλιστικές ιστορίες, βιβλία ολιγοσέλιδα, κομψά σαν αντικείμενα – φετίχ, αν και δείχνουν εξωτερικά πως δεν έχουν καμία συνάφεια μεταξύ τους όμως βαθύτερα εκκινούν από την ίδια ζωοποιό αφετηρία, κρίκοι μιας δυνατής παράδοσης και παρά το διαφορετικό αφηγηματικό ιδιόλεκτο με το οποίο εκφράζεται η (ο) κάθε δημιουργός, τα τρία αυτά βιβλία θα συναντηθούν και θα συγκροτήσουν την κοινή και ακριβή αναγνωστική μας απόλαυση και καταφυγή. Κατά σειρά έκδοσης, από το παλαιότερο στο νεώτερο, τα εξής:
Λάκης Παπαστάθης
Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά, Πόλις 2014.
Αλήθεια, πόσες όψεις μπορεί να πάρει η ζωή; Όμως ποια ζωή; Αυτή που ζούμε απέξω, η εξωτερική ζωή ή η άλλη που ζούμε μέσα μας; Μπορεί η ζωή να πάρει άπειρες όψεις; Μπορεί η κάθε φέτα ζωής, όπως στα λατρευτικά διηγήματα του Παπαστάθη, να δηλώνει αυτό που είναι εκείνη τη στιγμή και ταυτοχρόνως να κάνει αναγωγή σε κάτι άλλο;
Η πραγματολογική αφετηρία της γραφής του Λάκη Παπαστάθη βρίσκεται στην καρδιά και στο κέντρο της πόλεως των Αθηνών, στην οδό Πανεπιστημίου. Εδώ και το οδόσημο. Ακούγεται παράδοξο; Ίσως. Ας γυρίσουμε όμως πενήντα χρόνια πίσω και ας δούμε την πρώτη μικρού μήκους ταινία του σκηνοθέτη και διηγηματογράφου Παπαστάθη, που συνυπογράφει μαζί με τον Δ. Αυγερινό τη σκηνοθεσία, τις «Περιπτώσεις του ΟΧΙ» (1965, 10.30΄). Σε αυτά που ακολουθούν παρακάτω, τόσο ο γραπτός λόγος του δημιουργού όσο και οι κινούμενες εικόνες του, παρακαλώ να εκληφθούν ως ένα ενιαίο όλον.
Η ταινία, απαγορευμένη τότε από τη λογοκρισία, διεκτραγωδεί τα δεινά του Ελληνικού λαού στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και αποτυπώνει συμβολικά την μεταμόρφωση του ντυμένου με τη ναζιστική στολή δωσίλογου σε καθημερινό εθνικόφρονα πολίτη. Το σπικάζ βασίζεται σε γερμανικά δημοσιεύματα κατοχικών εφημερίδων και το οπτικό υλικό υποστηρίζεται από σκίτσα και φωτογραφίες της εποχής.
Στο τέλος της ταινίας, με την απελευθέρωση, ο δωσίλογος συνεργάτης του στρατού κατοχής αλλάζει εν κρυπτώ ρούχα. Βγάζει τη ναζιστική στολή και τις μπότες και φοράει κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα. Βγαίνει στο δρόμο, στο φως. Τον συναντάμε στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου απέναντι από την Κοραή να κινείτυαι με κατεύθυνση προς την Ομόνοια. Πολύ γρήγορα θα χαθεί μέσα στο ανώνυμο πλήθος.
Αυτό ακριβώς είναι το σημείο της πόλης μπροστά στο Πανεπιστήμιο, που μαγνητίζει και γοητεύει τον Παπαστάθη και από αυτό το γεωγραφικό (και λογοτεχνικό) κέντρο εκκινούν και περιφέρονται στους δρόμους και τα στενά της Αθήνας, με την μορφή ερωτηματικών προτάσεων που ζητούν απάντηση, όλοι οι ήρωες του Π., προκειμένου να μας αφηγηθούν την καθημερινή ιστορία και την καθημερινή ανθρωπογεωγραφία της πόλης. Έχω τη βάσιμη υποψία ότι ο Παπαστάθης, ως άλλος Γεροστάθης του Λέοντος Μελά, μιλώντας διαρκώς με παραβολές, απευθύνει τις ερωτήσεις του βιβλίου αποκλειστικά στον εαυτό του. Ο Λ. Π. γίνεται δάσκαλος και μαθητής μαζί, γίνεται το υποκείμενο και το αντικείμενο, ο άνθρωπος με τη διπλή ιδιότητα. Ποιος όμως θα μας δώσει τις σωστές απαντήσεις;
Πηγαίνοντας για τη σχολή, με το μικρό αυτοκινητάκι του περνούσε από την πήχτρα της Πανεπιστημίου, και μετά η Ευριπίδου, Μενάνδρου, Σοφοκλέους, Ιερά Οδός, Αιόλου, ο Παρθενώνας, Ζωγράφου, Γιάννενα, Μπιζάνι, Μεσολόγγι, Δράμα, Ανατολική Μακεδονία, Ιπποκράτους, Αλεξάνδρας, Χολαργός, Νίκαια, Ύδρα, Μυτιλήνη…, πολύτιμα μαθήματα γεωγραφίας, τόσο εξωτερικών όσο και εσωτερικών τοπίων.
Η αρχιτεκτονική της γραφής του ορίζεται από το σαν να, διάσπαρτο στα διηγήματα, «σαν να έκλαιγε ένα παιδί», «σαν να τους χρωστούσε τη ζωή του», «σαν ο λόγος αυτός», «σαν η επανάσταση να έγινε», «σαν να νοιώθετε το ερπετό», ή όπως λέει ο Λ.Π. στο «Το αίμα της τέχνης», Αναπαράσταση σημαίνει να δείξεις στους άλλους πώς έγινε το έγκλημα χωρίς να χρειαστεί να το ξανακάνεις, πρέπει δηλαδή η αφήγηση να δηλώνει ότι αυτό που βλέπει ο θεατής (ή διαβάζει ο αναγνώστης) είναι αναπαράσταση, το μαγικό σαν να, όχι η ίδια η ζωή.
Η Βόλτα στην Πανεπιστημίου, διήγημα τοποθετημένο προς το τέλος της συλλογής και η ξενάγηση των δώδεκα μαθητών (συμβολικά, η αρχετυπική δωδεκάδα) από το Σύνταγμα στην Ομόνοια, συνοψίζει αυτόν ακριβώς τον ανθρωποκεντρισμό του συγγραφέα και σκηνοθέτη και ανάγεται σε μια τελετουργική πράξη θρησκευτικού χαρακτήρα. Όλοι οι ήρωες μέσα στο βιβλίο Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά, σε όποια μεριά και αν βρίσκονται, είτε με αυτούς που υποβάλλουν ερωτήσεις, είτε με τους άλλους που καλούνται να απαντήσουν, δεν είναι παρά ένα ομοιογενές κομμάτι ζύμης στον κόσμο και στα χέρια του ίδιου του Λάκη Παπαστάθη που επιμένει να διδάσκει και να διδάσκεται, να αναζητά, να αμφιβάλλει και να αναρωτιέται.
Εύα Στεφανή
Τα μαλλιά του Φιν, Πόλις 2015
Από το πλήθος των στοιχείων που αποτελούν τον περιβάλλοντα χώρο, ο κινηματογραφιστής επιλέγει μερικά από αυτά, τα ανασυνθέτει και τα προβάλλει ως τη δική του αλήθεια. Η έννοια της αλήθειας είναι σχετική.
Ντοκιμαντέρ, Η πραγματικότητα ως φαντασία
Εδώ, σε αντίθεση με το προηγούμενο βιβλίο που εξετάσαμε, το σκηνικό αντιστρέφεται καθ’ ολοκληρίαν και σχηματίζει την άλλη όψη των πραγμάτων. Το βιβλίο της Στεφανή με τα μικρά πεζά επιχειρεί ένα ταξίδι στον κόσμο του απόλυτου (σκότους) προκειμένου να ανασύρει και να φωτίσει το καθημερινό αλλόκοτο, το καθημερινό παράδοξο, προκειμένου δηλαδή να επιχειρήσει τη μεταμόρφωση του πραγματικού. Τα μαλλιά του Φιν εν προκειμένω, ως προς την καταγωγή και διαδρομή του, έρχεται να συναντήσει την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων του Λούις Κάρολ.
Ας δούμε λοιπόν τις εμμονές και τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Κυρίαρχη φιγούρα είναι ο πατέρας και κυρίαρχος σχηματισμός η οικογένεια, με όλες τις συμπαραδηλώσεις που κουβαλούν οι δύο αυτές σχηματοποιήσεις. Ο πατέρας την υποδέχεται με ένα τρομπόνι. Ο πατέρας της χαράζει το αριστερό στήθος με το μαχαίρι. Πρώτα ξαπλώνει ο μπαμπάς. Το παλιό ρολόι του μπαμπά η αιτία του κακού…
Όμως και τα όντα του ζωικού βασίλειου, ήμερα και άγρια, κρατούν πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η χελώνα που την λέγαν Σεβαστή. Ντυμένος μισός γυναίκα, μισός αλεπού. Ξύπνησαν τα κροκοδειλάκια. Να σκοτώσουμε τα μυρμήγκια. Πυγολαμπίδες μου σκίζουνε τα μάτια. Με μουλάρι ανεβήκαμε στο βράχο. Αρνιά που βελάζανε, πετεινοί που λαλούσανε…
Η ευρύτερη οικογένεια εκπροσωπείται με όλα τα μέλη της. Η γιαγιά έχει μια τρύπα στο κεφάλι. Η μαμά ξαπλώνει ανάσκελα. Ανάμεσα στη μαμά και στον μπαμπά μπαίνει ο ένας αδελφός. Από πάνω τα δίδυμα. Στην κορυφή η κόρη μπρούμυτα. Ο παππούς και η κασετίνα με τα λιοντάρια. Η νονά επιμένει να την πάει επίσκεψη. Τότε που πέθανε στην αγκαλιά της ο μικρός της αδελφός…
Όταν τα πράγματα και οι έννοιες παύουν να έχουν τη λογική σειρά, τη συγκεκριμένη υπόσταση και την καθημερινή λειτουργία που τους δίνει το συνειδητό, τότε τα πάντα μπορούν να γυρίσουν τα πάνω κάτω και να επανατοποθετηθούν σχηματίζοντας καινούργιους συναρπαστικούς και πρωτοϊδωμένους κόσμους και ο κάθε κόσμος να στηρίζεται στη δική του ιδιαίτερη αλήθεια. Σε αυτό το μικρό και κομψό βιβλιαράκι των 46 σελίδων, πόσοι άπειροι κόσμοι μπορεί να υπάρξουν για τον αναγνώστη και πόσοι ακόμη για τον ίδιο τον συγγραφέα;
Αυτό που κάνει εδώ ή σκηνοθέτις Εύα Στεφανή για λογαριασμό μας, οπλίζεται με ανομολόγητη, σχεδόν παράλογη τόλμη και δημιουργεί τη δική της Μικρή Ηρωίδα, όμως αυτή το φορά την μεταφέρει στη Χώρα των Τραυμάτων. Πού βρίσκεται αυτή η χώρα του Τίποτα και του Ποτέ, η χώρα της Υγρασίας (έτσι μουλιασμένοι κάτσαμε για ώρες ακίνητοι), η χώρα του Νερού (Η Λίλιμπετ κολυμπάει σε άδεια δωμάτια, κάνει τούμπες στο νερό), η χώρα των Μεταμφιέσεων και της Παρενδυσίας (‘Οταν ξημέρωσε είχα μια πράσινη καμπούρα. Ένα βατραχοπέδιλο και μία μάσκα, τα φοράω και κάνω μια βουτιά στη διπλανή αυλή. Ανοίγει τα χέρια και τα λέπια της λαμπυρίζουν), η χώρα της Σιωπής βυθού θαλάσσης και ιριδισμών φωτός (Στο βυθό ψάχνει νεαρές γυναίκες που να της μοιάζουν), η χώρα του Άκρατου Ηδονισμού (Ο καπετάνιος μου βάζει στο στόμα έναν ζεστό λουκουμά. Κατουριέμαι πάνω μου, ένας γαλάζιος λεκές εμφανίζεται πάνω στη φούστα μου);
Εδώ που δεν υπάρχει ούτε μία εικόνα που να κυριολεκτεί, εδώ που εξοστρακίζεται η λογική, εδώ που εισβάλλει το ά-λογο και καλπάζει με δικούς του αυτόνομους σχηματισμούς, εδώ και η σκηνοθέτις – αφηγήτρια συναντά τη δική της Χώρα των Τραυμάτων και όμως δεν φοβάται, δεν πονάει, δεν τρομάζει γιατί το κορίτσι ξέρει να αγαπά και να γλύφει τις πληγές του, ξέρει να μας συμπονά και να συμπαρίσταται και στον δικό μας πόνο και μέσα από το καθημερινό αποτρόπαιο, όπως ηθοποιός που αλλάζει θεατρικές σκηνές, κοστούμια και μονολόγους, ξέρει να μας προσφέρει φέτες αισιοδοξίας και ανάτασης, ατόφια κομμάτια ζωής, γνωρίζοντας και η ίδια πώς να θεραπεύει τα πάθη μας και να θεραπεύεται.
Λουκία Δέρβη
Αλλού, στο πουθενά, Μελάνι 2015
Δεν υπολόγιζα τη μοίρα του ανθρώπου. Αυτή που σε ακολουθεί από την κούνια μέχρι τη μέρα που θα σφαλίσουν τα μάτια σου χωρίς να σε ρωτήσει τι θέλεις και πού θες να πας. Αυτή που άμα σου χτυπήσει μία φορά την πόρτα, ξέρεις να την ξεχωρίζεις.
Πώς χάθηκε η πανσέληνος
Η Λουκία Δέρβη με το βιβλίο της Αλλού, στο πουθενά μας φέρνει στο νου την αφηγηματική τακτική του Χίλιες και Μία Νύχτες, με ιστορίες και παραμύθια από τον Αραβικό και τον ευρύτερο Ασιατικό μεσαιωνικό κόσμο, που όμως η εξιστόρησή τους από την πανέξυπνη Σεχαραζάτ ή Χαλιμά, δεν θα τελειώσει ποτέ. Κάθε ιστορία μέσα στο βιβλίο της Δέρβη δημιουργεί το αίσθημα της εκκρεμότητας (suspence) και η αδημονία του αναγνώστη, δεν τον αφήνει σε ησυχία μέχρι να συναντήσει το ταχύτερο την επόμενη ιστορία που πλησιάζει.
Αν υιοθετήσουμε αυτή την εκδοχή, τότε τα εν λόγω διηγήματα, (ορισμένα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση) συνδέονται μεταξύ τους με εσωτερικούς δεσμούς, ακολουθώντας ισότιμα το ένα το άλλο, όπως χάντρες κομπολογιού. Και ποιος μπορεί να είναι αυτός ο εσωτερικός σύνδεσμος στις σύγχρονες ιστορίες της συλλογής, που μοιάζουν με θεατρικούς μονολόγους και έχουν τίτλους όπως Βραδινή προσευχή, Πες όχι Ελένη, Όλους τους όρκους, Τριαντάφυλλα στο μνήμα ή Πώς χάθηκε η πανσέληνος;
Να πούμε λοιπόν κατά πρώτον ότι η Δέρβη βρίσκεται μέσα στην πλούσια και μακρόχρονη παράδοση της ελληνικής διηγηματογραφίας, κρίκος από τους κρίκους της και κατά δεύτερον ότι χωρίς να βιάζεται, χτίζει σιωπηλά και μεθοδικά τις ιστορίες της. Επιλέγει με προσοχή την πρώτη ύλη, το μάτι της σταματάει εκεί που το βλέμμα των άλλων προσπερνάει, ανασύρει το καθημερινό και ασήμαντο και με επιμονή και υπομονή το μεταφέρει στην περιοχή του μύθου και το αναδεικνύει ως μείζον. Αν κάτι ήξερε καλά η Γεωργία, αυτό ήταν να κάνει υπομονή θα γράψει η Δέρβη για την ηρωίδα του διηγήματος Η αποκλειστική.
Η μικρή αφηγηματική φόρμα την υποχρεώνει να είναι λιτή και πυκνή στον τρόπο που διηγείται. Δεν μας κοιτάζει από ψηλά, τουναντίον, περπατάει δίπλα μας, στο δρόμο, στο σπίτι, στη δουλειά, μας παρακολουθεί χωρίς να την βλέπουμε, καταγράφει τις χαρές και τις λύπες μας, πάντα με ευαισθησία, διακριτικότητα και αξιοπρέπεια, λυπάται και πονάει με την δυστυχία μας, χαίρεται με την χαρά μας. Η Δέρβη, όπως σέβεται και τιμά τους χαρακτήρες της μυθοπλασίας της, με τον ίδιο τρόπο σέβεται και τιμά τον αναγνώστη της.
Υπάρχει μια υποψία τρυφεράδας και εφηβικής αθωότητας διάχυτη στον τρόπο αφήγησης και ταυτόχρονα μια «μαμαδίστικη» θα έλεγα, πέρα για πέρα αγκαλιά που ζητά να μας χωρέσει όλους εντός της. Η Λουκία Δέρβη, ως άλλη Μεγάλη Μητέρα όλων των ανθρώπων και όλων των πραγμάτων, μας μαζεύει γύρω της για να μας αφηγηθεί τα παραμύθια της, να μας διδάξει ταπεινοσύνη και ζητά ένα μόνο από εμάς: Να την εμπιστευτούμε, να μας απλώσει το χέρι και να επιστρέψουμε για λίγο στην πιο ευλογημένη στιγμή του οικουμενικού ανθρώπου, στη μυθική εποχή της Μητριαρχίας, όπου τα παιδιά όλου του κόσμου, όπως κι εμείς τώρα, μαζί με την Δέβρη, «από μητρός καλέουσιν εωυτούς».
Λευτέρης Ξανθόπουλος
02 Ιανουαρίου 2016