Της Ελένης Καρρά.
Μια συγγραφέας που τον 19ο αιώνα, εισάγει στη χώρα της το νατουραλισμό, τους γάλλους και τους ρώσους συγγραφείς, προκαλεί σκάνδαλο με ένα θεωρητικό της κείμενο περί λογοτεχνίας, προτιμά να χωρίσει (παρόλο που είναι πιστή καθολική, και μητέρα τριών παιδιών) προκειμένου να συνεχίσει το συγγραφικό της έργο, ταξιδεύει, δημοσιογραφεί, εκδίδει βιβλία και είναι η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.
Ένας συγγραφέας ο οποίος, αν και έχει χαρακτηριστεί ως ο σημαντικότερος πεζογράφος μετά τον Θερβάντες, δεν είναι γνωστός στο ευρωπαϊκό κοινό παρά μόνο χάρη στη μεταφορά κάποιων έργων του (Ναζαρέν και Τριστάνα) στη μεγάλη οθόνη από έναν σπουδαίο σκηνοθέτη και (ευτυχώς) θαυμαστή του, τον Μπουνιουέλ.
Ένας άλλος, επίσης λαμπρός συγγραφέας, κριτικός, δημοσιογράφος, καθηγητής, αλλά κυρίως, ανατρεπτικός πεζογράφος που με το έργο του σκανδάλισε την κοινωνία της εποχής.
Τρία σπουδαία ονόματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα (Εμίλια Πάρδο Μπαθάν, Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός και Λεοπόλντο Άλας («Κλαρίν»)), τρεις πένες που επηρέασαν διάσημους μεταγενέστρους ισπανόφωνους και λατινοαμερικάνους συγγραφείς (από τον Μάρκεζ μέχρι τον Μπόρχες ή τον Φουέντες), παραμένοντας ωστόσο άγνωστοι στο ελληνικό αλλά και στο ευρωπαϊκό κοινό. Και αυτό επειδή, όπως επισημαίνει στο εισαγωγικό σημείωμα η εκδότρια, «η ισπανική λογοτεχνία αυτής της περιόδου έχει μεταφραστεί ελάχιστα στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, κάτι που οπωσδήποτε δεν αντιστοιχεί στη λογοτεχνική της αξία». Ή, όπως τονίζει στο σημείωμα για τον Γκαλντός, «αν δεν είχαν ακολουθήσει τα σκοτεινά χρόνια (της δικτατορίας του Φράνκο) που απέκοψαν λίγο πολύ την Ισπανία από την υπόλοιπη Ευρώπη, σίγουρα θα ήταν σήμερα εξίσου γνωστός με τους Ντίκενς, Μπαλζάκ και Τολστόι». Με τη σειρά «Ισπανική Λογοτεχνία – 19ος αιώνας», ο εκδοτικός οίκος Οδυσσέας έρχεται να καλύψει αυτό το κενό, και να μυήσει τον έλληνα αναγνώστη στις απαρχές της νεότερης ισπανικής πεζογραφίας. Τρία κομψά, εξαιρετικά βιβλία, σε πολύ καλή μετάφραση της Ντινάς Σαμπεθάϊ, με επίμετρο του Κώστα Κοσμίδη και βιογραφικά στοιχεία για τους συγγραφείς και την εποχή τους.
«Πιπά, το χαμίνι», του Leopoldo Alas «Clarin», Εκδόσεις Οδυσσέας
Ο Λεοπόλντο Άλας, γνωστός ως «Κλαρίν», τιτλοφορεί την πρώτη του συλλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησε το 1886 «Πιπά», από το χαμίνι που πρωταγωνιστεί στο ομότιτλο διήγημα. Με αυτήν λοιπόν την αρχετυπική λογοτεχνική φιγούρα του 19ου αιώνα – του «gamin» – ο Κλαρίν εισέρχεται ορμητικά (και εμπρηστικά) στα γράμματα. Στη γαλλική λογοτεχνία, ο όρος χαμίνι (gamin) εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1834, στη νουβέλα «Κλωντ Γκε» του Βίκτωρος Ουγκώ. Μερικά χρόνια αργότερα, στους «Άθλιους», ο Ουγκώ θα ζωντανέψει ένα από τα διασημότερα χαμίνια της λογοτεχνίας, τον Γαβριά (Gavroche). Ο συμβολισμός του χαμινιού – «σπουργιτιού» της πόλης, που φτεροκοπάει εδώ κι εκεί φτωχό, ελεύθερο και αγνό, θα συνεχίσει έκτοτε να απαντάται σε πολλούς συγγραφείς, από τον Ντίκενς μέχρι τον Ζολά, καθώς και σε άλλες τέχνες, από τη ζωγραφική και τον Ντελακρουά μέχρι τον κινηματογράφο και το περίφημο «Χαμίνι» (The Kid) του Τσάρλι Τσάπλιν. Κινούμενος στο πλαίσιο της ρεαλιστικής και νατουραλιστικής παράδοσης, ο ισπανός Κλαρίν, θαυμαστής των Μπαλζάκ, Ζολά και Φλωμπέρ, ρίχνει στην καρδιά της συντηρητικής ισπανικής κοινωνίας το ατίθασο αγόρι, περιγράφοντας με τρυφερότητα αλλά και χιούμορ μια (την τελευταία) μέρα της ζωής του. Με εντυπωσιακή μαεστρία, ο Κλαρίν αναμιγνύει τις αφηγηματικές τεχνικές μ’ έναν τρόπο πρωτοποριακό για την εποχή του, στροβιλίζοντας τον κεντρικό του ήρωα μαζί με τους περιφερειακούς χαρακτήρες (την κυρία Σοφία, την πλύστρα, τον «Δόκτωρ Μπενίτο», τον παλαιοβιβλιοπώλη, τον θανάσιμο εχθρό του Πιπά, τον Θελεδόνιο το παπαδοπαίδι, την μαρκησία του Ίχαρ και την κόρη της Ιρένε, την κόρη του τυφλού οργανοπαίκτη Πιστανίνια…) σ’ ένα γαϊτανάκι θανάτου. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί, σ’ αυτό το σκανδαλώδες για την εποχή του αφήγημα, τον Πιπά, φόβο και τρόμο της καθωσπρέπει (συντηρητικής και βαθιά θρησκόληπτης) κοινωνίας, ως έναν μικρό Χριστό, εξεγερμένο και αγνό, που στην καρναβαλίστικη πορεία του μέχρι την τελική «σταύρωση» απορρίπτει συμβιβασμούς και ευπρέπειες, παραμένοντας πιστός σε μια δική του φιλοσοφία ζωής, αλλά και στη δική του κοινωνική τάξη, των απόκληρων και καταφρονεμένων.
«Η σκιά», του Benito Perez Galdos (φωτό στην αρχή του άρθρου) ,Εκδόσεις Οδυσσέας
Σε αυτήν τη νουβέλα που έγραψε το 1866 ο Γκαλντός, ο συγγραφέας ο οποίος θεωρείται ότι εισήγαγε τον ρεαλισμό στην ισπανική λογοτεχνία, ανακαλύπτουμε έκπληκτοι όχι μια, αλλά πολλές λογοτεχνικές σκιές – του Θερβάντες, του Χαίλντερλιν, του Πόε – σκιές συγγραφικών επιρροών και φιλοσοφικών προβληματισμών, που όμως περιελίσσονται σε μια, σε αυτήν που πέφτει βαριά πάνω στον πρωταγωνιστή, τον Δρ. Ανσέλμο, και ονομάζεται… τρέλα; Διάβολος; Θάνατος; Η υπόθεση του έργου έχει ως εξής: ο αφηγητής επισκέπτεται στο σπίτι του τον ιδιόμορφο Δρ. Ανσέλμο, έναν απομονωμένο επιστήμονα που κάνει πειράματα στο σκοτεινό του εργαστήριο. Ο Δρ. Ανσέλμο του διηγείται την ιστορία της ζωής του, και κυρίως, την ιστορία του γάμου του – ενός γάμου με τραγική κατάληξη, εξαιτίας του «τρίτου ανθρώπου», που δεν είναι άλλος από την περίφημη Σκιά. Ένα πλάσμα της φαντασίας, μια εικαστική απεικόνιση του Πάρη, η οποία βγαίνει από έναν πίνακα ζωγραφικής με αρχαιοελληνικό μοτίβο για να σπείρει στον Ανσέλμο τα ζιζάνια της ζήλιας και της δυσπιστίας προς τη νεαρή σύζυγό του. Ο Πάρης – Αλέξανδρος ενσαρκώνει τον «Δαίμονα της Συζυγικής Δυστυχίας», ή, όπως λέει ο ίδιος, «είμαι αυτό που φοβάστε, αυτό που σκέφτεστε – είμαι η έμμονη ιδέα που έχετε στο μυαλό σας». Ο Δρ. Ανσέλμο, συγγενής του Φάουστ, του Δρ. Τζέκυλ, αλλά και ηρώων όπως «ο Γερο- Ζηλιάρης» του Θερβάντες, κινείται σε ένα γοτθικό περιβάλλον, προσπαθεί να αναχαιτίσει την τρέλα («η τρέλα! Πάντα η τρέλα!»), και παλεύει με μια (προ της εποχής της) φροϋδική αυτογνωσία τους δαίμονες που γεννούν το ανθρώπινο μυαλό, κι η φαντασία. Σ’ ένα κινηματογραφικό σκηνικό αλά Δόκτωρ Μαμπούζε, με μια κεντρική ιδέα που ξαναβρίσκουμε έναν αιώνα αργότερα στον Γούντι Άλεν (όταν ο κινηματογραφικός ήρωας εξέρχεται της οθόνης, στο «Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου») ο Γκαλντός «σκηνοθετεί» ένα λογοτεχνικό έργο εξαιρετικό, μεστό και σύγχρονο.
«Κόντσα και Ντολόρες», της Εmilia Pardo Bazan,Εκδόσεις Οδυσσέας
Το 1883, η Κοντέσα ντε Πάρδο Μπαθάν συγκεντρώνει και δημοσιεύει σε έναν τόμο με τίτλο «Una question palpitante» («ένα επίκαιρο ερώτημα») μια σειρά άρθρων της για τον Ζολά και τις νέες τάσεις στην πεζογραφία της εποχής. Το συγκεκριμένο δοκίμιο προκαλεί σκάνδαλο, και ο σύζυγός της, έξαλλος, της ζητά να σταματήσει να γράφει και να απαρνηθεί δημόσια τα γραπτά της. Δυο χρόνια αργότερα, το ζευγάρι χωρίζει, και η Μπαθάν ξεκινά μια ερωτική σχέση, που έμελλε να διαρκέσει πάνω από είκοσι χρόνια, με τον Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός. Ακριβώς σε αυτό το μεταίχμιο, το 1885, δημοσιεύει τη συλλογή διηγημάτων της «La dama Joven», στην οποία περιλαμβάνεται και η ιστορία των δυο αδερφών «Κόντσα και Ντολόρες». Η νεαρή Κόντσα, η οποία είναι αρραβωνιασμένη με ένα «καλό παιδί», τον Ραμόν, υπακούει τυφλά στη μεγάλη της αδερφή, τη Ντολόρες, που την φυλάει σαν κέρβερος. Όταν όμως της δίνεται η ευκαιρία να παίξει (και μάλιστα ως πρωταγωνίστρια) σε μια θεατρική παράσταση, οι ισορροπίες ανάμεσα στις δυο ορφανές μοδίστρες, αλλά και στον αρραβωνιαστικό διαταράσσονται. Και μέσα από την κρίση στη σχέση τους, εξαιτίας της οποίας η νεαρή Κόντσα βρίσκεται αντιμέτωπη με το ερώτημα που είχε τεθεί και στην ίδια τη Μπαθάν: τέχνη ή γάμος; – η συγγραφέας περνάει τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες της εποχής, τις εσωτερικές συγκρούσεις και τις ασφυκτικές πιέσεις του κοινωνικού περίγυρου. Συγχρόνως, ζωντανεύει με εξαιρετικό τρόπο τόσο τον περίκλειστο κόσμο των δυο νεαρών γυναικών όσο και τον αντίθετό του, τον πολύβουο και γεμάτο ίντριγκες κόσμο του θεάτρου – τον διάσημο, γηραιό ηθοποιό και θιασάρχη Εστρέγια, τον διευθυντή του θεάτρου Γορμάθ, τις άλλες ηθοποιούς (τη Ροσαλία Κανιάλες, τη Χούλια Μαρκέ) που την ζηλεύουν… Στο επίκεντρο όμως πάντα, η Ντολόρες και η Κόντσα που ράβουν, ξηλώνουν και μεταποιούν τα υφάσματα, σε μια παράλληλη κίνηση με εκείνη της αφήγησης, αλλά και της ίδιας της ζωής – «όπως συμβαίνει στην επαρχία όπου η αράχνη πλέκει, ξηλώνει και ξαναπλέκει τον ιστό της περιέργειας με τις ίδιες μικροσκοπικές ίνες». Με τον ίδιο τρόπο που και ο αναγνώστης αναπλάθει με το εξαιρετικό υλικό της Μπαθάν ένα ολόκληρο σύμπαν ανθρώπων, βλεμμάτων και ιδεών.