Τρεις ήτανε οι αδερφές (διήγημα της Αλεξάνδρας Χαΐνη)

1
326

 

της Αλεξάνδρας Χαΐνη

 

Οι τρεις αδελφές μετακόμισαν στο ίδιο σπίτι λίγο μετά τα γεγονότα στη Σταδίου. Δεν υπάρχει άλλο περιθώριο είπε η μεγάλη. Τα έξοδα αυξήθηκαν είπε η μεσαία. Σας χρειάζομαι είπε η μικρή, δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου.

Μια μαζί, μια χώρια ήταν οι ζωές τους από τότε που τις θυμόντουσαν. Στα μέσα και στα έξω, με τα σέα τους και τα μέα τους, είχανε μεγαλώσει οι τρεις αδερφές, σχολείο στα ξένα, γαλλίδες νταντάδες, μεταξωτά και γούνες, ταξίδια και σοφέρ. Η μία μόνο σπούδασε. Η μεγάλη. Η μεσαία ήθελε να γίνει δασκάλα, αλλά η μοίρα είχε άλλα κατά νου. Όσο για τη μικρή, εκείνη κλέφτηκε μικρή, παντρεύτηκε μικρή, δυο και τρεις χαραμοφάηδες ασήμωσε γενναία κι ύστερα το ’ριξε στο κέντημα και στις μπύρες.

Μαζέψανε που λες τα συμπράγκαλά τους, τις συνταγές της η μεσαία, τις κλωστές της η μικρή, τις γόβες της η μεγάλη, δώσανε πολλά από δω κι άλλα τόσα από κει, και πιάσανε ένα σπίτι στα μέτρα τους. Τρία δωμάτια, μπαλκόνι σε μια μικρή πλατεία, ένα μπάνιο ευρύχωρο με μπιντέ. Καλή γειτονιά, ήσυχη.

Στην αρχή ήτανε αγαπημένες, βλέπανε ταινίες και σήριαλ συντροφιά, μαγειρεύανε εναλλάξ αν και όχι τόσο η μικρή, κι είχανε πάντα καβάτζα ένα μπολάκι φιστίκια Αιγίνης εύκαιρο, «για τις λιγούρες». Μετά αυτά κοπάσανε. Θυμώνανε με τη μικρή που δεν μάζευε τα κουτάκια της και μάδαγε τις κλωστές – η μια της έκανε μαθήματα ανακύκλωσης, η άλλη την κυνήγαγε με τη σκούπα. Παρόλα αυτά τη βγάζανε φίνα, αρκούσε που είχανε η μια την άλλη.

Καμιά φορά συναντάγανε στον δρόμο εκείνον τον ηθοποιό που ’παιζε στα ασπρόμαυρα. Η μεσαία ούτε ζωγραφιστό δεν ήθελε να τον δει. Της μεγάλης της φαινότανε νόστιμος, χαριτωμένος. Η μικρή, τον έβρισκε μεγάλο. Μέχρι που βρέθηκαν στο σπίτι να χαζεύουνε παρέα παλιές φωτογραφίες από το Γκστάαντ, από την Ύδρα και τη Μύκονο. Όταν το πήρε χαμπάρι η μεσαία, τους πήρε και τους σήκωσε.

Ύστερα ήρθε το κακό – αίμα στο μαξιλάρι της μεσαίας. Εσύ φταις, που τον έδιωξες, διέγνωσε η μικρή. Δυο μέρες έμεινε στο νοσοκομείο, μη φανταστείς.

Χιλιοτρυπημένη βγήκε η καψερή, πονάγανε τα κόκαλά της, σκληρό σαν τάφος μαρμάρινος ήτανε λέει το κρεβάτι, ο Χριστός κι η Παναγία! Το μάθανε στη γειτονιά, το άκουσε κι ο ασπρόμαυρος ο ηθοποιός και χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε η μεγάλη με ρόμπα μεταξωτή και χρυσά σκουλαρίκια. Αυτός εκεί, ανένδοτος – πώς είναι-πού είναι η μεσαία-μπορώ να την δω; Με μια ανθοδέσμη ίσαμε το μπόι σου. Η μεγάλη μισογέλασε θιγμένη, τυλίχτηκε καλύτερα στη ρόμπα – μισό λεπτό να στην φωνάξω. Όσο για τη μεσαία, ούτε ο τελευταίος άνθρωπος στη γη.

Περνούσε ο καιρός, μια μεγαλώνανε και μια γερνάγανε κι άλλοτε φαγωνόντουσαν σα μαθητριούλες. Είχανε βέβαια τα χούγια τους. Να, η μεσαία χτύπαγε συνέχεια ξύλο, μην κόψει το κέικ, μην αρρωστήσει η μικρή, μην ξαναφανεί ο ασπρόμαυρος, μη χαθεί το σκυλάκι της γειτόνισσας, μη δεν έχει ώριμες τομάτες η λαϊκή, ακόμη και για τον πόντο στις κάλτσες της μεγάλης, ξύλο χτύπαγε.

Αμάν πια δεν υποφέρεσαι της φώναζε η μικρή, στην Τήνο τάμα έκανε η μεγάλη και σιγοντάριζε. Γύρεψε στον μικρανηψιό της να της ανάψει ένα κερί στον Άγιο και να το βγάλει φωτογραφία να της τη δώσει άμα τήνε ξαναδεί, μην το ’χει κρίμα. Μήνυμα λέει της έστειλε με την εικόνα – της το ’δειξε ο μανάβης. Με το τηλέφωνο στο προσκεφάλι της κοιμότανε κάθε βράδυ η δόλια κι όλο και του ’ριχνε κλεφτές ματιές κι έκανε το σταυρό της.

 

 Ξύλο-ξεξύλο, τάμα-ξετάμα, ήτανε γραφτό το αίμα να ποτίσει το μαξιλάρι της μεγάλης – δεν ξεπλενότανε με τίποτα. Την πήρε αποβραδίς το ασθενοφόρο. Η μεσαία κάθισε μπροστά, η μικρή φευγάτη. Κάτασπρη και παγωμένη ήτανε η ανάσα της όταν γυρίσανε αργότερα στο σπίτι, κοφτή, μόλις που έβγαινε, η φωνή της. Δεν την ξετύλιξε ξανά τη ρόμπα από κείνη την ημέρα.

Μόνο κλεινόταν πιο συχνά μεσ’ στη ντουλάπα, μύριζε στα ρούχα ναφθαλίνη, χρόνια αφόρετα κι υποκλινότανε βαθιά σα να ’ταν πάλι όπως παλιά, χοροί και εσπερίδες. Καλησπέρα σας κυρία μου, στις ομορφιές σας.        Και δώστου οι ρεβεράντζες. Ύστερα, αφού έσφιγγε κι άλλο τη ρόμπα, πέταγε τις παντόφλες της κι έβαζε γόβες μυτερές, λουστρίνια και στιλέτα και στα βουβά στριφογύριζε μέσα στις φρίλιες και στα φουρά. Ήτανε εκείνες τις βραδιές που κοιμόντουσαν κι οι τρεις αποκαμωμένες, αγκαλιά, κουτάλες. Βλέπανε τα όνειρα άλλοτε της μικρής κι άλλοτε της μεγάλης, ίσως και κανένα.

 

 Η τρίτη φορά ήτανε κι η πιο φαρμακερή. Το αίμα σχημάτισε μια καρδιά στης μικρής το μαξιλάρι, αλλά σημασία δεν έδωσε καμία. Κάνα δόντι χαλασμένο, μη χολοσκάς, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει. Χαμομήλι και μπύρα το γιατρικό, μια γουλιά το ένα, δυο το άλλο. Έβηξε βαθύ κόκκινο ίσαμε κι εκατό φορές, όμως ούτε πήγε ούτε ήρθε ο γιατρός. Μα μήτε κι ο ηθοποιός.

Ο βήχας και τα λεφτά δεν κρύβονται, κι αφού από λεφτά δεν είχε δεκάρα, ε της έμεινε ο βήχας. Κένταγε τώρα κάτι μακρινάρια με μορφές αλλόκοσμες κι ολόδικές της. Λέγανε ιστορίες με πρίγκιπες και βασιλοπούλες, κάστρα πανύψηλα και ζούγκλες πυκνές γεμάτες ζώα αγριεμένα που βρίσκανε όλα ένα τέλος σκοτεινό, αποτρόπαιο. Κάθε γκούχου και βελονιά, κάθε βελονιά και γκούχου, ώρες αμέτρητες πάνω από το κέντημα, βρέξει χιονίσει.

Τα μάτια της δεν δείχνανε έλεος πια κανένα, μοιάζανε με κουμπότρυπες. Κοιμότανε τα βράδια στον καναπέ μέχρι να βγει το χιόνι στην οθόνη, με το κέντημα σκεπαζότανε κι αυτό σα να ‘παιρνε μπόι μέσα στη νύχτα κοντά μισό μέτρο. Κράτησε μέρες και μήνες αυτή η δουλειά κι ας φώναζε η μεσαία κι ας έκλαιγε η μεγάλη.

Μέχρι που ένα πρωί που η μεσαία άνοιξε τα παράθυρα να βγει η καταχνιά, βρήκε το κέντημα σβηστό και τις κλωστές φευγάτες. Τότε η αλήθεια μπερδεύτηκε με το παραμύθι και τ’ όνειρο, αχ αυτό τ’ όνειρο, έγινε πια εφιάλτης.

 

 Κανείς δεν τις ξανάδε από τότε. Αν τύχει όμως και περάσεις από κει κατά το απογευματάκι, θα βρεις τον ασπρόμαυρο να στέκει κάτω απ’ το παραθύρι τους και να σταυροκοπιέται κι έπειτα βουρκωμένος και σκυφτός να ξεμακραίνει._

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο Ρεμπώ, «Μαθήματα κωμωδίας», «σάμερταιμ» και η Μούσχουρη (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθρο25 χρόνια Κική Δημουλά και Ίκαρος, (Goethe, 31/10)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Πολύ ωραίο! Μπράβο!
    Μ’αρέσει ο “στακάτος” τρόπος γραφής που έχεις,
    γρήγορος και με περιεκτική αφήγηση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ