του Γιάννη Στρούμπα
Η έκτη ποιητική συλλογή του Κύπριου ποιητή Παναγιώτη Νικολαΐδη με τον τίτλο Η νύφη του Ιούλη αντλεί το πικρό της υλικό από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο το 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή του νησιού από το πειρατικό τουρκικό κράτος. Ο Νικολαΐδης παρουσιάζει στις «Σημειώσεις» της συλλογής τα αισθήματα που τον κινητοποίησαν ποιητικά, όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά στη ζωή του τα Κατεχόμενα: «Την Πέμπτη 7/3/2019, μαζί με τους αγαπητούς συναδέλφους μου από το Γυμνάσιο Αγλαντζιάς και την οικογένειά μου, επισκέφθηκα τα Κατεχόμενα και το Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου. Ήταν για μένα μια συγκλονιστική εμπειρία, καθώς στην ηλικία των σαράντα πέντε ετών, έστω ως επισκέπτης, είδα για πρώτη φορά την πατρίδα μου ολόκληρη. Για πρώτη φορά οι αφηγήσεις και οι περιγραφές της μάνας μου και του τζυρού μου,[1] που κατάγονται από την κατεχόμενη Ακανθού και την Αμμόχωστο αντίστοιχα, έγιναν ζωντανή εικόνα, βίωμα και αίσθημα. Ένιωσα πραγματικά ότι ένα χαμένο κομμάτι του εαυτού μου βρέθηκε, λες και μια τρύπα που είχα μέσα μου έκλεισε και γνώρισα καλύτερα τον εαυτό μου. […]»
Τα έντονα συναισθήματα του ποιητή, τα οποία εύλογα εκλύονται από την τραγική πραγματικότητα, μεταστοιχειώνονται στη λυρική περιπλάνηση στα Κατεχόμενα και την αντίστοιχη λυρική της αποτύπωση, που χαρακτηρίζει συνολικά τη συλλογή. Τα εγκαταλειμμένα ελληνικά σχολεία στον Πενταδάχτυλο παγώνουν τον χρόνο, τις λέξεις και τη γραμματική τους: «Τώρα/ μες στην αόρατη δαντέλα του φωτός/ νιώθω να πλέω/ σε μια λεπτή φυσαλίδα νερού./ Κι όλο φυσά χωρίς γραμματική./ Από τη λέξη στο χέρι λοιπόν/ κι από το χέρι στο μυαλό./ Λες και γυρίζει ανάστροφα/ κάποιος το κλειδί/ στον αυχένα του χρόνου». Τον ίδιο μετεωρισμό με την ακινητοποίηση του χρόνου και τη νοητική ανασύνθεση του παρελθόντος, όπως αποτυπώθηκε με την «αόρατη δαντέλα του φωτός» και τη «λεπτή φυσαλίδα νερού», ο Νικολαΐδης τον αποδίδει νωρίτερα με την τρυφερή γάζα των σύννεφων σκόνης: «Σύννεφο παρατεταμένης σκόνης/ σαν γάζα/ σκέπασε την πληγή στο βουνό/ κι ύστερα περιτύλιξε τρυφερά/ τη μοιρασμένη/ πόλη./ […] Έτσι κι αλλιώς είν’ ένας άλλος τρόπος/ ν’ αγκιστρώνεσαι». Το σύννεφο της σκόνης δεν επικαλύπτει μόνο την κατοχική πληγή αλλά αποτελεί και τον ενοποιητικό παράγοντα που επανενώνει τη βίαια διαχωρισμένη κυπριακή πρωτεύουσα. Το αγκίστρωμα του ποιητή στην κατακτημένη, στη βεβηλωμένη πατρίδα, μέσα από τη χρονική παράταση του φυσικού φαινομένου («σύννεφο παρατεταμένης σκόνης») που ενοποιεί το ελεύθερο με το κατεχόμενο τμήμα της Λευκωσίας και κατ’ επέκταση όλης της Κύπρου, είναι ένα προσωρινό βάλσαμο. Η ευεργετική λειτουργία του ακινητοποιημένου χρόνου, ο οποίος επιτρέπει την παγίωση της λυτρωτικής, ενωτικής εντύπωσης, μεταλλάσσεται όταν ο «αθερινόψυχος»,[2] λιανός χρόνος επανέρχεται στην αδιάκοπη ροή του και «σε χαστουκίζει απ’ όλες τις μεριές». Γι’ αυτό και η οδυνηρή συνεχιζόμενη κατοχή επιφέρει σαν βαριά ταφόπλακα την επιλογική διαπίστωση πως «το αίμα θα ’ναι για πάντα/ το τελευταίο βερνίκι της ανθρωπότητας».
Το κόκκινο του αίματος κατακαλύπτει το λευκό οποιουδήποτε ευχάριστου αισθήματος. Τα εγκαταστημένα στο λευκό όμορφα παιδικά όνειρα διαψεύδονται από την ενήλικη πραγματικότητα, καθώς «όλο νυχτώνει στο λευκό». Η ίδια νύχτα αφορά το λευκό νυφικό που δεν προλαβαίνει ν’ ανθίσει, εξαιτίας της τουρκικής επέλασης και της συνακόλουθης αναβολής του προκαθορισμένου γάμου. Η τραγική εξέλιξη για τη νύφη του Ιούλη του 1974 μα και συνολικά για τον ελληνισμό αποδίδεται από τον Νικολαΐδη με μια σπαρακτική εικόνα, στην οποία η διακοπή της ζωής και η εγκαθίδρυση του θανάτου βρίσκει τη φύση ακινητοποιημένη, τα πουλιά να αιωρούνται αμήχανα στο ίδιο σημείο του αέρα: «Εικοσιμιάν του Ιούλη/ Κυριακήν/ εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά// στον αέραν». Ο εκ της τραγωδίας παρατημένος γάμος θα μπορούσε να συσχετιστεί ακόμη και με την παρατημένη λεμονιά της κατεχόμενης Ακανθούς, που «λαλεί» εγκαταλειμμένη: «Μεν φύεις.[3]/ Μείνε, λαλώ σου, τζι είμ’ αθθισμένη[4]». Ο Νικολαΐδης με τον τρόπο αυτό κατορθώνει να ενισχύει και να τονίζει εμφαντικά τα απορρέοντα από την κεντρική ιστορία της νύφης του Ιούλη, διά έμμεσων συσχετισμών τους με «περιφερειακές» αφηγήσεις, οι οποίες κρατούν διαρκώς στο προσκήνιο την κεντρική.
Οι συσχετισμοί του Νικολαΐδη επεκτείνονται προς διακριτικές συνομιλίες με λογοτεχνικά έργα που διακινούν σχετικά σχόλια. Η ακινητοποίηση των πουλιών με την εισβολή ανακαλεί την αντίδραση της φύσης στα δημοτικά τραγούδια, όπως στην παραλογή «Του νεκρού αδελφού», όπου η παρά φύσει συνύπαρξη του νεκρού με τη ζωντανή αδερφή του προκαλεί τα σχόλια των πουλιών. «Η ζωή συνεχίζει να μας σπρώχνει μπροστά./ Ένα πουλί ωστόσο/ μας κοιτά καθώς φεύγουμε/ περίεργα», επιμένει ο Νικολαΐδης, ενισχύοντας την ίδια λειτουργία. Η περιέργεια του πουλιού εδώ συνδέεται ενδεχομένως με το ξάφνιασμά του για την παρουσία απρόσμενων επισκεπτών, όμως η συνέχιση της ζωής δεν παύει να προσκρούει στην τραγικότητα του ξεριζωμού και της κατοχής, με τη συνακόλουθη αντίδραση της φύσης.
Ο Νικολαΐδης δεν διαλέγεται μόνο με τη δημοτική παράδοση. Όταν ο ποιητής επιζητά τη συνδρομή του Θεού ώστε «να σπάσει το δόντι του χρόνου» ή όταν διαπιστώνει πως «εμείς εδώ σηκώνουμε/ τις πιο μεγάλες πέτρες/ της ιστορίας», ανακαλούνται από την «Ελένη» του Γιώργου Σεφέρη για την «Κύπρο τη θαλασσοφίλητη» οι ψυχές οι «δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι»· ίσως επειδή το «δόντι του χρόνου» του Νικολαΐδη αλέθει με τον ίδιο τρόπο που οι σεφερικές μυλόπετρες κονιορτοποιούν τις ψυχές στον πόλεμο. Ακόμη και η επιλογική διαπίστωση του Νικολαΐδη πως «το αίμα θα ’ναι για πάντα/ το τελευταίο βερνίκι της ανθρωπότητας» δεν απέχει από τη σεφερική για τη ματωμένη ανθρώπινη πορεία, που παγίως διολισθαίνει στον «παλιό δόλο των θεών» και βρίσκει τον κάθε Σκάμανδρο «να ξεχειλάει κουφάρια».
Κι αν ο σεφερικός Σκάμανδρος μάς επαναφέρει στον ομηρικό της Ιλιάδας, το κλάμα του φοβισμένου μικρού Αστυάνακτα όταν βλέπει τον πάνοπλο πατέρα του, τον Έκτορα, φαίνεται να συνιστά το γόνιμο χώμα όπου ριζώνει το παιδί ποιητικός ήρωας του Νικολαΐδη, όταν βάζει τα κλάματα επειδή στα μάτια του πατέρα του, που μόλις επέστρεψε από τον πόλεμο, αντικρίζει έναν φονιά: «Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,/ μες στα μμάθκια[5] του/ τον φονιάν/ τζι έκλαια». Και, ασφαλώς, υπό τις συνθήκες αυτές εύλογα το ερώτημα «Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση» του Μανόλη Αναγνωστάκη παραλλάσσεται ελαφρώς από τον Νικολαΐδη ως «Σε τι χρησιμεύει λοιπόν η ποίηση/ όταν ο θάνατος σερβίρεται με μουσική». Η αμφισβήτηση, βέβαια, και των δύο ποιητών βρίσκει και την κοινή της απάντηση στον λυτρωτικό χαρακτήρα της ποίησης ή, όπως το διατυπώνει ο Αναγνωστάκης, «στη συνείδηση του χρέους/ Στο μεγάλο πέρασμα από τον καταναγκασμό/ Στις συνθήκες της ελευθερίας». Εξάλλου δεν είναι διόλου τυχαίο ότι και οι δύο ποιητές επιμένουν στη συγγραφή, παρά τον προβληματισμό τους, ενώ δεν παύουν να διερευνούν τον ρόλο της ποίησης. Ο Νικολαΐδης συγκεκριμένα, πραγματευόμενος την ποίηση ήδη από τις πρώτες του συλλογές (χαρακτηριστικότατοι άλλωστε οι τίτλοι «Σαν ίαμβος καθρέφτης» και «Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν»), ρητά αποφαίνεται πως «το ποίημα είναι νάρθηκας/ για τα σπασμένα μου/ δάχτυλα», συναινώντας σαφώς στην ιαματική λειτουργία της ποίησης.
Η ποιητική γλώσσα του Νικολαΐδη αγαπά τις αποφθεγματικές συνοψίσεις, σ’ έναν συνδυασμό ουσίας, ευθύβολης διατύπωσης και διαχρονικής κατάθεσης: «Άμαν τζι έφυα να σπουδάσω,/ εκατάλαβα πόσον τυχερός/ έν’[6] ο κόσμος/ που τζοιμάται τζαι ξυπνά/ χωρίς φον[7]». Ο ποιητής αντιτάσσει στο δυσβάστακτο βάρος των τεκταινόμενων στη συλλογή, πέρα από την ίδια την ποίηση, τη θάλασσα και το φως, τα οποία αλαφρώνουν κάπως το βάρος από τις πέτρες στο στήθος των Κατεχόμενων («τα μακριά μαλλιά της Σταυρούλας/ μπλέχτηκαν στο φως»). Η γνησιότητα της εκλυόμενης συγκίνησης επιτείνεται κι από τη γνησιότητα του γλωσσικού εργαλείου, ιδίως στα ποιήματα στα οποία προκρίνεται το κυπριακό ιδίωμα. Ας σημειωθεί τέλος ότι η έξοχη αυτή συλλογή δικαίως τιμήθηκε με το βραβείο «Ζαν Μορεάς» για το καλύτερο ποιητικό βιβλίο του έτους 2019.
[1] του τζυρού μου: του κύρη μου, του πατέρα μου.
[2] Ο ποιητής διευκρινίζει στις «Σημειώσεις» της συλλογής ότι η λέξη «αθερινόψυχος» προέρχεται από το διήγημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ένα κοπαδάκι αθερίνες», της συλλογής διηγημάτων Ντεπό.
[3] Μεν φύεις: μην φύγεις.
[4] αθθισμένη: ανθισμένη.
[5] μάθθκια: τα μάτια.
[6] έν’: είναι
[7] χωρίς φον: χωρίς φόβο
Παναγιώτης Νικολαΐδης, Η νύφη του Ιούλη, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2019, σελ. 40.
Αναζητήστε το εδώ