του Τάσου Κυπριανίδη
Είναι πολλοί οι λόγοι που κάνουν το νέο βιβλίο του Θέρκας εξαιρετικά ενδιαφέρον. Είναι κατ’ αρχάς η αναψηλάφηση ενός φρανκικού οικογενειακού παρελθόντος που θα ήθελε να αποφύγει. Υπάρχει ακόμη η προσωπική έρευνα στα αρχεία της μνήμης και της λήθης που πάντα κρύβει εκπλήξεις. Απροσδόκητα επίσης εμφανίζεται ένας τρίτος ψυχρός παρατηρητής που δεν χαρίζεται στις ευκολίες αφήγησης του συγγραφέα.
Είναι όμως και κάτι μοναδικό που ξεπερνάει όλα τα παραπάνω. Είναι η αντανάκλαση της σχέσης με τη μητέρα, την αληθινή πρωταγωνίστρια της ιστορίας, μια σχέση ζωής που διαπερνά όλο το βιβλίο και σημαδεύει τόσο το θέμα του (ο αγαπημένος της θείος που πέθανε στα 19 του) αλλά και την ύπαρξη του συγγραφέα («από πότε γράφεις για να αρέσει στη μητέρα σου;»). Και όλα αυτά μαζί με ένα βασανιστικό χρονικό της μικροφυσικής ενός πολέμου, που ήταν εξίσου ένδοξος και βρώμικος όσο τον ένοιωσαν κάποτε και οι πρωταγωνιστές της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.
Στον πυρήνα θα βρούμε και πάλι τη μέθοδο Θέρκας που έχει αποτυπωθεί σε όλα τα βιβλία του: με την πρόφαση της μυθιστορίας και την επίφαση μιας ιστορικής ερευνητικής δημοσιογραφίας προχωράει σε μια τομογραφία της ψυχής, σε μια ανάλυση χωρίς αναλυτή και υποκείμενο, που τελικά καταλήγει στον αναγνώστη για να του αποκαλύψει πτυχές του εαυτού του που έως σήμερα αγνοούσε, πτυχές που είχε επιμελώς συγκαλύψει.
Στους Στρατιώτες της Σαλαμίνας υπάρχει στο υπόβαθρο η σχέση με τον πατέρα που όλοι θα θέλαμε να είχαμε – τον πατέρα μη-αφέντη, τον πατέρα που ζει τη ζωή όπως έρχεται, έναν πατέρα μη-ήρωα, ο οποίος όμως τη μοναδική στιγμή που έχει σημασία (μια διμοιρία από «τέσσερις παλιο-μαροκινούς, έναν παλιονέγρο και έναν μαλάκα Ισπανό») σώζει την τιμή του αγώνα, και τον πολιτισμό, έτσι χωρίς πρόγραμμα,. Εδώ στο προσκήνιο είναι η σχέση με τη μητέρα (γιατί άραγε η γεωγραφική μήτρα μας λέγεται πατρίδα όταν η μητέρα είναι ο θεματοφύλακας του χώρου και του χρόνου) που φαινομενικά εναγωνίως αποζητά να επιβάλει τη θέλησή της (;) και μετά θάνατο (δεν θέλει να εγκαταλείψουν το προγονικό σπίτι).
Αλλά όπως στην Ανατομία μιας Στιγμής (βιβλίο επίσης μοναδικό που διεισδύει στους μηχανισμούς εξουσίας, το οποίο οι Έλληνες εκδότες του Θέρκας δεν θεωρούν άξιο να γνωρίσει το ελληνικό κοινό!) όπου γίνεται αναλυτική σπουδή στα αίτια κρίσιμων ιστορικών συμβάντων, της συμπεριφοράς των πρωταγωνιστών και στο ρόλο του τυχαίου, εδώ γίνεται σπουδή στη μικροφυσική του εμφυλίου, στην μακροσκοπικά παρανοϊκή μάχη για ένα ύψωμα χωρίς όνομα, για μια προωθημένη θέση χωρίς σημασία, για μια σπιθαμή γης χωρίς νόημα, η γνώση της οποίας είναι όμως απολύτως αναγκαία και κρίσιμη όταν προσπαθείς να αποτυπώσεις -80 χρόνια μετά- τη προδιαγεγραμμένη πορεία ενός ανθρώπου στο απόλυτα προσδιορισμένο τέλος του, το οποίο μάλιστα αυτός αν και διαισθάνεται, δεν το γνωρίζει.
Και επειδή αυτή την ψυχρή ανατομία των μαχών και του εμφυλίου είναι αδύνατο να την κάνει ο συναισθηματικά άμεσα εμπλεκόμενος, ο συγγραφέας διπλασιάζεται σε έναν «αφηγητή» που ως άλλος Θουκυδίδης παρατηρεί και κρίνει την υπόλοιπη έρευνα και αφήγηση με απρόσωπο αντικειμενικό τρόπο («Διότι την ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν και όχι ως έργον προωρισμένον να υποβληθή εις διαγωνισμόν και ν’ αναγνωσθή εις επήκοον των πολλών, διά να λησμονηθή μετ’ ολίγον. [Πελοποννησιακός Πόλεμος, Α22, μετάφρ. Ε. Βενιζέλου]). Όπως για παράδειγμα όταν επισημαίνει 5 πραγματολογικά λάθη του Θέρκας σε άρθρο του 2006 που οφείλονται στην υποταγή του μυθιστοριογράφου στη ρευστότητα του μύθου, ιδίως σε ζητήματα που αφορούν στην ένταξη της οικογένειάς του στη φάλαγγα, στην πολιτεία τους πριν και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Και ο αφηγητής – ιστορικός διακρίνεται από τον λογοτέχνη που «θα επινοούσε τα γεγονότα, θα μπορούσε να τα φανταστεί». Αυτός διηγείται το ιστορικά υπαρκτό, ανακατασκευάζει βασανιστικά την πορεία του ήρωα προς τον θάνατο.
Σε όλα αυτά που κορυφώνουν τα συναισθήματα κατά την ανάγνωση, αναμφίβολα βοήθησε η απόδοση του κειμένου από τη Γ. Ζακοπούλου, μια μετάφραση εξαιρετική όχι μόνο λόγω της επιμέλειας στην αναζήτηση του κατάλληλου γλωσσικού κλίματος, αλλά κυρίως επειδή αποτυπώνει ανάγλυφα την αγωνία του συγγραφέα για το έργο που έχει, αρχικά δύσθυμα, αναλάβει. Όπως για παράδειγμα στο εξαιρετικά δύσκολο εδάφιο όπου ο συγγραφέας αιτιολογεί το κίνητρό του να γράψει (σ. 60)
Αλλά ας μεταφερθούμε στο βιβλίο.
Η ιστορία είναι απλή, αφορά συγγενή που πέθανε φαλαγγίτης στον ισπανικό εμφύλιο σε ηλικία 19 ετών, και ο τίτλος αναφέρεται στον Αχιλλέα, ο οποίος στην Ιλιάδα είναι το πλέον επίζηλο πρότυπο των ζωντανών – κυρίως ως θύμηση της ανδρείας και του ένδοξου θανάτου του, ενώ στην Οδύσσεια, κατά την κάθοδο του Οδυσσέα στον κάτω κόσμο, ο ίδιος ακυρώνει τη φήμη του λέγοντας ότι προτιμάει τη θέση ενός ταπεινού κολλήγα στη γη από την αίγλη του Μονάρχη των Σκιών στον Άδη.
Είναι μια περιπλάνηση στην οικογενειακή (την κάθε οικογενειακή) ιστορία που έχει καλά κρυμμένα μυστικά, φανερούς και αφανείς ήρωες αλλά και σκιές που δεν πρόκειται ποτέ να διαλευκανθούν. Έχει σημασία άλλωστε;
Τελικά φαίνεται πως έχει. Και όπως και στα άλλα βιβλία ο Θέρκας δημιουργεί και εδώ ένα κρεσέντο προς το τέλος που μαγεύει, συγκινεί και μας μεταθέτει στο κόσμο των ονείρων, τον μοναδικό τόπο στον οποίο μπορούμε όλοι μας να συνυπάρχουμε με όσους έχουμε οριστικά αποχαιρετήσει, στο δικό μας (αντιστρεπτό ευτυχώς!) βασίλειο των σκιών. Μόνο που εκεί δεν είμαστε ούτε μονάρχες, ούτε πολυμήχανοι επισκέπτες αλλά εφήμεροι ενύπνιοι ευκαιριακοί θεατές.
Σε όλο το μυθιστόρημα βρίσκουμε τη σχέση με τη μητέρα στο κέντρο της πλοκής, γιατί όπως ο ίδιος αρχικά ομολογεί («ένα μυθιστόρημα είναι καλό αν βγαίνει από τα σωθικά του συγγραφέα») έγινε συγγραφέας για να δραπετεύσει από ένα πεπρωμένο που θεωρούσε ότι τον είχε εγκλωβίσει η μητέρα του μέσα από τον διαρκή θαυμασμό για τον πρόωρα χαμένο συγγενή φαλαγγίτη. Κάπως σαν τη μητέρα στο διήγημα από την Εγκυκλοπαίδεια των Νεκρών του Ντάνιλο Κις που είχε προδιαγράψει το πεπρωμένο του γιου της προς τον θάνατο σκηνοθετώντας μια ψευδή ένδειξη χάρης από τον ηγεμόνα την τελευταία στιγμή, η οποία ουδέποτε ήρθε.
Εν αρχή ήν το τραύμα: Η οικογένεια Θέρκας συμμετείχε στον εμφύλιο από την πλευρά των φαλαγγιτών, άρα δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη για τις φρικαλεότητες που έγιναν τόσο γενικά στον πόλεμο, όσο και ειδικά στο χωριό του. Μέλη της οικογένειας κατατάχτηκαν εθελοντικά στους φρανκιστές ή προσχώρησαν στη φάλαγγα, άρα φέρουν στο ακέραιο την ευθύνη, δεν έχουν το ελαφρυντικό της αναγκαστικής συμμετοχής. Ο ίδιος ο ήρωας της αφήγησης κατατάχτηκε έφηβος στον στρατό και στην αρχή του πολέμου έγραφε πύρινους λόγους για την αξία του αγώνα για μια Ισπανία απαλλαγμένη από τον «ζυγό» των Δημοκρατικών.
Υπάρχει όμως και η ανατροπή: η πορεία του νέου μέσα από τα πεδία των μαχών θα αναδείξει τον πόλεμο ως περίπου φυσική καταστροφή, θα φέρει στην επιφάνεια την «εκκωφαντική σιωπή των πτωμάτων πάνω στο χιόνι», θα τον γεράσει πρόωρα αποκαθηλώνοντας την ιδεαλιστική πατίνα που καλύπτει τη φρικτή καθημερινότητα των μαχών, μεταφέροντάς τον μέσα σε λίγους μήνες από την ουτοπική ορμή της νεότητας στην απομυθοποιητική διορατικότητα μιας πρόωρης ωριμότητας που δεν αποσόβησε τελικά τον θάνατό του σε ηλικία 19 ετών. Υπάρχει μια καταπληκτική ιστορία έρευνας όπου η πραγματικότητα πάντα διαψεύδει τα προφανή, για να καταλήξουμε τέλος σε ένα κρυμμένο μυστικό που αποκαλύπτεται αναπάντεχα σε προχωρημένο σημείο της ιστορίας για να δείξει ότι δεν πρέπει να μένουμε στην επιφάνεια και να αναζητούμε τις αλήθειες εκεί που είναι θαμμένες, στα μυστικά υπόγεια του χρόνου.
Και μέσα από τη συμφιλίωση με την οικογενειακή ντροπή («δεν ντρεπόμουν για εκείνους αλλά για τον εαυτό μου που ντρεπόμουν για εκείνους»), ο Θέρκας καταφέρνει τελικά να πει μια δύσκολη ιστορία («οι ιστορίες υπάρχουν μόνο όταν κάποιος τις γράψει») για το παρελθόν («μια ολισθηρή και απρόσιτη περιοχή, … τόσο δύσκολο να το αδράξεις όσο να πιάσεις το νερό με τα χέρια») για κάποιον που «στην πραγματικότητα ήταν ένας ηττημένος» αν και νικητής, για κάποιον που κανείς δεν μιλάει πια για αυτόν, κάποιον που έκαψαν τα υπάρχοντά του λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του «σε μια ηλικία που θα έχει πάντα», κάποιον που σε ηλικία 19 ετών «πέθανε για συμφέροντα που δεν ήταν δικά του, πέθανε για το τίποτε». Γιατί οι νεκροί ζούνε μέσω ημών και των ιστοριών που γράφουμε.
Κυρίως όμως η ιστορία αυτή είναι το μέσο για να συμφιλιωθεί με τη μητέρα που απλά αποζητά μια συνέχεια πέρα από τον φυσικό θάνατό της («να κρατήσεις το σπίτι στο χωριό μετά το θάνατό μου»), να κατανοήσει ότι εμείς γράφουμε ένα πεπρωμένο που αποδίδουμε στους γονείς μας, ότι στην πραγματικότητα το πεπρωμένο μας είναι να απελευθερωθούμε από αυτό και να αποκαταστήσουμε τη στρεβλή εικόνα των «ινδαλμάτων» που ως πραγματικοί άνθρωποι είχαν τις αγωνίες, τις διαψεύσεις και τα αδιέξοδα που είναι έξω από το κάδρο του οικογενειακού θρύλου.
Για να της πει και εκείνος με τη σειρά το αναγκαίο ψέμα που θα την ανακουφίσει (αλλάζοντας ρόλο, σαν άλλη μητέρα του ήρωα του Ντανιλο Κις), για να τη βοηθήσει να ζήσει τον κόσμο των φαντασμάτων στο χώρο όπου άφησε την τελευταία του πνοή ο ήρωας του βιβλίου. Και να ανακουφιστεί η ίδια ακουμπώντας το χέρι της πάνω στο δικό του ευγνώμων για το σημαδιακό αυτό ταξίδι στο χώρο και το χρόνο της μνήμης και του θρύλου.
Και τότε ίσως και εκείνη που ήταν μια ζωή εγκλωβισμένη στον θρύλο του 19χρονου ήρωα στον κόσμο των σκιών να αισθανθεί ότι η πραγματική ζωή δεν υπάρχει στα υψηλά ιδανικά που εγκλωβίζουν τον Αχιλλέα της Ιλιάδας στον κάτω κόσμο των νεκρών αλλά στον νόστο του Οδυσσέα που έζησε για να δει «καπνόν αποθρώσκοντα»» στον πάνω κόσμο της Ιθάκης.
Πριν είναι πλέον πολύ αργά, δεδομένου ότι η πρόσκαιρη ζωή της μνήμης δεν είναι η αιώνια ζωή αλλά απλώς ένας εφήμερος θρύλος, ένα κενό υποκατάστατο της ζωής.
Και μόνο ό θάνατος είναι βέβαιος.
Χαβιέρ Θέρκας, Ο μονάρχης των σκιων, μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου,Πατάκης
Βρες το εδώ