Κατερίνα Σχινά.
Τριάντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που συνάντησα τον Μισέλ Τουρνιέ (το ρίγος του χρόνου με επισκέπτεται και πάλι: «Κι όμως, είναι σαν χθες»). Είχε έρθει στην Αθήνα προσκεκλημένος του Γαλλικού Ινστιτούτου∙ μίλησα μαζί του κι ένα απόσταγμα των όσων είπαμε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Το τέταρτο». Ήταν, τότε, δυο-τρία χρόνια μεγαλύτερος απ’ όσο εγώ σήμερα – αλλά μου είχε φανεί πραγματικά ηλικιωμένος. Με φόντο τους λευκούς τοίχους μιας αίθουσας του Ινστιτούτου, απέπνεε εκείνο το χειμωνιάτικο μεσημέρι ένα ωχρό, θειώδες φως. Όμως τα μάτια σπίθιζαν ερευνητικά, τα χέρια κινούνταν εκφραστικά, ο τόνος του ήταν συνομιλητικός, απλός, επιεικής. Είχε μιλήσει για τον θαυμασμό που του γεννούσαν οι συγγραφείς των παιδικών του χρόνων, ο Λαφονταίν, ο Περώ, ο Λούις Κάρολ, ο Κίπλινγκ, ο Σαιν Εξυπερύ, ο Ιούλιος Βερν. «Έγινα συγγραφέας από θαυμασμό για εκείνους», είχε ομολογήσει. Κι όταν τον ρώτησα αν η αναζήτηση επιρροών στο έργο των «συγγραφέων της παιδικής ηλικίας», όπως τους αποκαλούσε, αποτελούσε και ένα νέο προσανατολισμό προς την αφηγηματικότητα, προς τα συστατικά του παραδοσιακού μυθιστορήματος, είχε απαντήσει: «Γράφω για να διαβαστώ. Αν πίστευα ότι δεν με διαβάζουν, δεν θα ξανάγραφα. Μερικοί συγγραφείς «εκκρίνουν» έργα, με τον τρόπο που αναπνέουν. Δεν ανήκω σ’ αυτούς. Είμαι περισσότερο ένας τεχνίτης που φτιάχνει ένα αντικείμενο προορισμένο να πουληθεί και να ικανοποιήσει, όσο γίνεται περισσότερο, τον αγοραστή. Γράφω για τους αναγνώστες μου∙ δεν έχω καμία σχέση με τον Αλαίν Ρομπ Γκριγιέ που είχε πει: «Δεν γράφω για τους αναγνώστες μου, γράφω εναντίον τους». Από την άλλη πλευρά, γράφω γιατί έχω κάτι να πω∙ κι αν κάποια στιγμή διαπιστώσω ότι δεν έχω να πω τίποτ’ άλλο, θα σταματήσω να γράφω. Σκέπτομαι ότι οι συγγραφείς του νέου μυθιστορήματος γράφουν επειδή δεν έχουν τίποτα να πουν. Αλλά αυτό είναι μια πολύ παλιά ιστορία. Εδώ και εκατό χρόνια, ο ίδιος διάλογος έχει γίνει ανάμεσα στον Ζολά και τον Μαλλαρμέ. Ανήκαν στην ίδια γενιά. Ο Ζολά μπορούσε να πει: «Γράφω γιατί έχω κάτι να πω». Κι ο Μαλλαρμέ θα του απαντούσε: «Γράφω γιατί δεν έχω τίποτα να πω». Καταλαβαίνετε τη διαφορά; Προσέξτε όμως: η διατύπωσή μου αυτή δεν αποτελεί επίκριση του Μαλλαρμέ και του έργου του. Γιατί δεν βάζω στο στόμα του τα λόγια «γράφω ακριβώς γιατί δεν έχω τίποτα να πω», αλλά «γράφω, επειδή δεν έχω τίποτα να πω».
Χρόνια αργότερα, θα συναντούσα στο βιβλίο του Journal Extime, (ένα ιδιότυπο ημερολόγιο που εξέδωσε το 2004, στα ογδόντα του χρόνια), την ακόλουθη εγγραφή, από τον Μάρτιο του 2002: «Στον Α΄ τόμο των έργων του Πωλ Βαλερύ που έχουν εκδοθεί από την Pleiade, πέφτω πάνω σε ένα καταπληκτικό κείμενο, με τίτλο Louanges de l’ eau[1]. Κορυφαίο. Όμως, μια σημείωση με πληροφορεί ότι πρόκειται για ένα διαφημιστικό κείμενο που είχε παραγγελθεί στον Βαλερύ από τις πηγές Perrier. Βρίσκω ιδιαίτερα αξιοσημείωτο τον τρόπο που ο Βαλερύ θέτει την ιδιοφυία του στην υπηρεσία μιας αποκλειστικά εμπορικής υπόθεσης. Ο Γ.Σ.Μπαχ δεν αντιδρούσε πολύ διαφορετικά, όταν απαντούσε σε μια παραγγελία για σονάτα ή καντάτα με ένα αθάνατο αριστούργημα. Οι λέξεις «ιδιοφυία» ή και «ταλέντο» δεν συμπεριλαμβάνονταν στο λεξιλόγιό του. Δεν διέθετε παρά την τεχνογνωσία του πιο ταπεινού χειροτεχνικού επαγγέλματος».
Αυτό θέλησε να είναι ο Μισέλ Τουρνιέ: ένας ευσυνείδητος, λεπτολόγος τεχνίτης, που οικοδόμησε βασισμένος στη φιλοσοφία προπάντων, στη μουσική δευτερευόντως, ένα λογοτεχνικό έργο με σπάνιο βάθος και ομορφιά. Ένας τεχνίτης αυστηρός, μαθηματικά ακριβής, δημιουργός μυθιστορημάτων που ανελίσσονται μεγαλειωδώς όπως η τέχνη της φούγκας, που τόσο θαύμαζε και τόσο άρτια μετέγραψε στη λογοτεχνία του.
Η συνέντευξη του Μισέλ Τουρνιέ με την Κατερίνα Σχινά δημοσιεύτηκε στο 21ο Τεύχος του Περιοδικού «Το τέταρτο» (Ιανουάριος 1987).