Τότε που δεν υπήρχαν οίκοι μόδας… (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

0
297

 

της Μαρίζας Ντεκάστρο

 

Εβδομήντα πορτρέτα σημερινών ανδρών και γυναικών, ντυμένα με ιστορικά ενδύματα και στολές επωνύμων και ανωνύμων προσώπων του 19ου αιώνα από τη μητροπολιτική Ελλάδα και τα νησιά, φωτογραφήθηκαν από τον Βαγγέλη Κύρη και εκτυπώθηκαν σε μεγάλο μέγεθος πάνω σε βαμβακερό καμβά. Χάρη στην επέμβαση του Βούλγαρου καλλιτέχνη Ανατόλι Γεωργίεφ, μας παρουσιάζονται ως πραγματικοί δισδιάστατοι πίνακες. Ο κεντητής Γεωργίεφ κέντησε λεπτομέρειες στα εκτυπωμένα μοτίβα των ρούχων οι οποίες υποδεικνύουν αφενός την προσωπικότητα του ιδιοκτήτη τους και αφετέρου την ποικιλία των βελονιών και των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν.

Ήδη από το τηλεοπτικό τρέιλερ της έκθεσης Ένδυμα ψυχής (Μουσείο Ακρόπολης, μέχρι 26 Μαρτίου 2023) ο θεατής μπαίνει στο κλίμα που σχεδιάστηκε στην Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων του μουσείου. Το ουδέτερο βαθύ πράσινο των τοίχων που υποδέχτηκαν τα έργα αναδεικνύει τους εξαιρετικούς φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ η οποία σπάει το ημίφως με κατευθυνόμενες ακτίνες φωτός πάνω στα πρόσωπα και σε λεπτομέρειες των ενδυμάτων.

Η κεντητική, έφτασε σ’ εμάς ως ανώνυμη ανδρική και γυναικεία καλλιτεχνική έκφραση της λαϊκής παράδοσης. Δεν γνωρίζουμε ποιοι μοναχοί στα εργαστήρια των μοναστηριών κέντησαν με χρυσοκλωστή τα άμφια που εκτίθενται στα μουσεία, ούτε αν τα κεντήματα του οικιακού  ρουχισμού ήταν μέρος της προίκας που ετοίμαζαν οι γυναίκες στα σπίτια για τις κόρες τους στις μικρές αγροτικές κοινωνίες. Αλλά και για τα βαρύτιμα στολισμένα ενδύματα στρατηγών, αρχοντισσών και αρχόντων δεν ξέρουμε ποιοι ή ποιες μόχθησαν για να γίνουν. Ωστόσο, η ομορφιά των στολιδιών και οι συμβολισμοί των κεντημένων μοτίβων αναδεικνύουν την αισθητική και των δύο μερών, δηλ. την τέχνη του πρώτου δημιουργού τους και παράλληλα του ιδιοκτήτη του ενδύματος.

Στα τωρινά μεταπλασμένα έργα προστίθενται ακόμα δυο αισθητικές, σύγχρονες, αυτή του φωτογράφου και εκείνη του επι-κεντητή.

Στην έκθεση, φωτογραφία και κεντητική συνθέτουν μια γεωγραφία όπου δυο τέχνες και δύο καλλιτεχνικές γλώσσες συνομιλούν βρίσκοντας τα κοινά τους σημεία. Είναι το χρώμα και οι υφές που αποκτούν ελάχιστο όγκο από τις κλωστές, τα νήματα, τα σύρματα, τις χάντρες του Γεωργίεφ χωρίς να  αυτονομούνται από τη φωτογραφία, παρά γίνονται μέρος της διατηρώντας το ενιαίο του έργου.

Οι φωτογραφίες- αισθαντικές, ρεμβαστικές, σοβαρές, παιχνιδιάρικες των λιγοστών αγοριών και κοριτσιών που δάνεισαν τα πρόσωπά τους στα ενδύματα-, και οι φορεσιές που πρωταγωνιστούν στην έκθεση, οργανώνουν μια σειρά από προσωπογραφίες που υπονοούν τοπία δηλώνοντας την κοινωνική θέση, τις ασχολίες, αλλά και το φυσικό περιβάλλον.

Τα ενδύματα, οι υφές και τα χρώματα σκιαγραφούν τις ζωές υπαρκτών ανθρώπων και ταυτόχρονα προσδιορίζουν τόπους της Ελλάδας. Ορεινούς, στα σκούρα ενδύματα των Σαρακατσάνων με τα λευκά γεωμετρικά μοτίβα κεντημένα στα αδρά μαύρα υφαντά, θαλασσινούς με διαφάνεια στις ανάλαφρες και πολύχρωμες νησιώτικες φορεσιές όπου το κέντημα αποκαλύπτει την ανοικτή ψυχοσύνθεση των νησιωτισσών.

Τέλος, ως φόρος τιμής στη διαχρονικότητα της τέχνης του κεντήματος, οι διακοσμητικές λεπτομέρειες κεντημένες και αποτυπωμένες στο λευκό μάρμαρο μίας από τις αρχαϊκές κόρες του φιλόξενου μουσείου της Ακρόπολης καθώς και στο ρούχο της μαρμάρινης Κυρίας της Ωξέρ (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).

Εύχομαι η έκθεση των δυο καλλιτεχνών και όλων των συντελεστών που την υποστήριξαν τόσο θαυμάσια να συνεχίσει τα ταξίδια της!

ΥΓ. Κατά τη διάρκεια της περιήγησής μου έφτιαχνα στο μυαλό μου έναν τρόπο να προσεγγίσουν την έκθεση μικροί επισκέπτες. Θα καλούσα τα παιδιά να παρατηρήσουν τις παλλόμενες εκφράσεις των προσώπων στις φωτογραφίες, να τις ‘διαβάσουν’ και να σχηματίσουν μια ιδέα για αυτούς που εικονίζονται. Έπειτα, θα τους ζητούσα να στραφούν στα ενδύματα και να υποθέσουν τις δραστηριότητες των ατόμων που τα φορούν, και στη συνέχεια, παίρνοντας υπόψη τους τα υλικά και τα χρώματα των ρούχων, τα οποία δημιουργούν τη μόδα σε τοπική μικροκλίμακα, να ανακαλύψουν το τοπίο που λείπει από τα πορτρέτα, ώστε να βρουν τι συνδέει ρούχο με πρόσωπο.

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ νέα (ελληνο)κυπριακή λογοτεχνία μέσα, έξω και δίπλα στην ελληνική (του Γιώργου Στόγια)
Επόμενο άρθρο«Ο παγοπώλης έρχεται»: με δουλειά, συνέπεια και πρόταση (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ