Πολύ συχνά, οι αναγνώστες αναρωτιούνται πώς διαχειρίζονται και επεξεργάζονται οι επαγγελματίες συγγραφείς τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις, με δυο λόγια τις μαρτυρίες κάποιου επώνυμου ατόμου και πώς τις συνταιριάζουν με πολλά άλλα ντοκουμέντα ώστε να τις μετατρέψουν σε μυθιστόρημα.
Ο συγγραφέας Τοντ Χάζακ-Λόουι έγραψε το μυθιστόρημα Κάπου λάμπει ακόμα ο ήλιος, εκδ. Παπαδόπουλος, μτφρ. Μαρίζα Ντεκάστρο) βασισμένος στις εμπειρίες του Τσέχου Μάικλ Γκρούενμπαουμ, οποίος έζησε ως παιδί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Τερεζίν (Τερέζιενσταατ) της Τσεχοσλοβακίας, και απαντά σε τούτα τα ερωτήματα εκθέτοντας τη μέθοδο εργασίας και τη συγγραφική του άποψη στο επίμετρο του βιβλίου (*).
Κάθε φορά που βλέπω μια ταινία, η οποία ανοίγει με τις λέξεις «Βασισμένη σε αληθινή ιστορία» ή «Εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα», αναρωτιέμαι: Πόσο πραγματικά αληθινή είναι; Αν ελάχιστα από τα γεγονότα της ταινίας συνέβησαν στην πραγματικότητα, θα εμφανίζονταν αυτές οι λέξεις στην οθόνη; Και αν η ταινία είναι μόνο «εμπνευσμένη» από πραγματικά γεγονότα, μήπως αυτό σημαίνει ότι ολόκληρη η ταινία –από τον ήρωα μέχρι τη σκηνοθεσία και την πλοκή– θα μπορούσε να είναι πολύ, μα πολύ διαφορετική από τον πραγματικό ήρωα, το περιβάλλον και την ιστορία που την ενέπνευσαν;
Θα ευχόμουν να μας έδιναν οι ταινίες κάποια απάντηση για αυτό το ζήτημα, γιατί έχει σημασία αν κάτι είναι αληθινό ή όχι. Αν εξαρχής δεν είχε σημασία, δεν θα υπήρχε λόγος να διαβάσουμε αυτές τις λέξεις στην οθόνη. Βλέπουμε, διαβάζουμε και ακούμε με διαφορετικό τρόπο τις ιστορίες όταν θεωρούμε ότι συνέβησαν στην πραγματικότητα. Μέχρι που σκέφτομαι ότι τους δίνουμε μεγαλύτερη αξία όταν πιστεύουμε ότι είναι αληθινές, και αυτός είναι πιθανόν ο κύριος λόγος για τον οποίο όσοι γυρίζουν ταινίες τις ανοίγουν με την πρόταση «Βασισμένη σε αληθινή ιστορία».
Πόσο λοιπόν αληθινό είναι το βιβλίο που μόλις διάβασες στο βιβλίο Κάπου λάμπει ακόμα ο ήλιος του Μάικλ Γκρούενμπαουμ; Απλά «βασίζεται» σε μια αληθινή ιστορία; Ή μήπως μόνο «εμπνέεται» από πραγματικά γεγονότα;
Νομίζω πως είναι κάτι παραπάνω από αυτά τα δυο. Πολύ παραπάνω. Αλλά για να δώσω πλήρη απάντηση σε τούτα τα ερωτήματα, πρέπει να εξηγήσω πώς γράφτηκε αυτό το βιβλίο και γιατί το έγραψα όπως το έγραψα.
***
Αφού έκλεισα τη συμφωνία να γράψω την ιστορία του Μάικλ Γκρούενμπαουμ, έκανα ένα ταξίδι από το Σικάγο (όπου κατοικώ) στη Βοστόνη (όπου μένει ο Μάικλ). Περάσαμε μερικές μέρες παρέα. Μου μίλησε για τις εμπειρίες του από εκείνα τα χρόνια και μου σύστησε ένα ζευγάρι που έμενε εκεί κοντά και το οποίο ήταν επίσης στο Τερεζίν. Του έκανα αρκετές ερωτήσεις, μαγνητοφώνησα πολλά απ’ όσα μου διηγήθηκε και έφυγα από τη Βοστόνη φορτωμένος βιβλία και DVD για το Τερεζίν και τους Εβραίους της Πράγας.
***
Στη συνέχεια, το πρώτο που έκανα ήταν να φτιάξω ένα χρονολόγιο με τα γεγονότα-κλειδιά της ιστορίας του. Έστειλα επίσης στον Μάικλ κάθε είδους ερωτήσεις –μεγάλες ερωτήσεις, μικρές ερωτήσεις, εύκολες ερωτήσεις και ερωτήσεις που ήταν αδύνατον να απαντηθούν.
***
Μερικές βδομάδες μετά τη συνάντησή μας με τον Μάικλ, αισθάνθηκα έτοιμος να ξεκινήσω το γράψιμο. Όταν όμως κάθισα να γράψω, παρέλυσα. Δεν είχα ακόμα σχηματίσει σαφή εικόνα για το τι είδους αγόρι ήταν ο Μάικλ.
Προσπάθησα να φανταστώ τι είδους παιδί ήταν ο Μάικλ πριν από εβδομήντα χρόνια.
Δυστυχώς υπήρχαν πολλά που δεν θυμόταν ο Μάικλ από εκείνη την εποχή. Όχι επειδή δεν έχει καλή μνήμη, όχι, δεν νομίζω πως ήταν αυτό. Υποθέτω ότι τα ξέχασε γιατί συνέβησαν πολλά χρόνια πριν, όταν ήταν μικρός. Είναι λογικό, γιατί ειλικρινά, πόσα θυμάται κανείς, για παράδειγμα από το περασμένο καλοκαίρι; Θυμόμαστε κάποιες μέρες και κάποιες στιγμές, αλλά έχουμε ξεχάσει ένα σωρό άλλα. Και τώρα φαντάσου ότι στην περίπτωση του Μάικλ το περασμένο καλοκαίρι είναι εβδομήντα καλοκαίρια πίσω.
Είναι επίσης πιθανόν ότι ο Μάικλ ξέχασε ορισμένα περιστατικά επειδή ήταν εξαιρετικά ακραία και τραυματικά. Οι ψυχολόγοι ισχυρίζονται πως το παθαίνουν συχνά πολλοί άνθρωποι. Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε την τάση να ξεχνάμε τις δύσκολες εμπειρίες ώστε να προστατέψουμε τον εαυτό μας από την ανάμνησή τους.
Ωστόσο διαπίστωσα πολύ σύντομα πως ανεξάρτητα από τον λόγο εξαιτίας του οποίου ο Μάικλ δεν θυμόταν και πάρα πολλά, δεν θα είχα παραπάνω από είκοσι, τριάντα σελίδες αναμνήσεων ακόμα και αν κατέγραφα λεπτομερώς όσα θυμόταν. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να γεμίσω τα κενά της μνήμης του, είτε χρησιμοποιώντας άλλες πηγές (ανθρώπους, βιβλία, κλπ.), είτε δουλεύοντας πάνω στα σπαράγματα των αναμνήσεών του μέχρι να γίνουν επεισόδια του βιβλίου.
***
Υπάρχουν ωστόσο πράγματα που δεν μπόρεσα να τα αναπλάσω όσο καλά θα ήθελα γιατί μας έλειπαν πάρα πολλά στοιχεία.
Κάθε κεφάλαιο είναι είτε συγκεκριμένη ανάπλαση ενός γεγονότος που συνέβη στην πραγματικότητα, είτε δημιουργία μιας νέας σκηνής που περιγράφει εμπειρίες που είχε ο Μάικλ περισσότερες από μία φορές.
Παρ’ όλα όσα λέω, υπήρχαν ακόμα πολλά κενά που έπρεπε να συμπληρωθούν. Για παράδειγμα, σχεδόν κάθε διάλογος στο βιβλίο δημιουργήθηκε από την αρχή, όπως συνήθως γίνεται στα απομνημονεύματα. Επίσης, αν και τα ονόματα των συντρόφων του Μάικλ είναι αληθινά (μ’ εξαίρεση τον Γίρι που τον επινόησα εγώ, αφού ο Μάικλ δεν θυμόταν ούτε το όνομα ούτε τον χαρακτήρα του συγκεκριμένου φίλου του που έχασε στο στρατόπεδο), χρειάστηκε να χτίσω προσεκτικά την προσωπικότητα και τις πράξεις του καθένα ώστε να ζωντανέψουν τα επεισόδια στα οποία παίρνουν μέρος. Και υπάρχουν χιλιάδες μικρές λεπτομέρειες σπαρμένες στις σελίδες, που χρειάστηκε να βρω και να προσθέσω, ώστε αυτή η αφήγηση να έχει τη σπιρτάδα που αξίζει στην ιστορία του Μάικλ. Πάντως, οποτεδήποτε χρειάστηκε να μαντέψω –τι φορούσε, τι έτρωγε ή ακόμα και τι είπε κάποιος σε κάποια στιγμή– έκανα υποθέσεις που, τελικά, έστεκαν θαυμάσια, αφού βασίζονταν στην έρευνα που είχα κάνει και στις συζητήσεις με τον Μάικλ. Ήμουν λοιπόν εξαιρετικά πληροφορημένος για το θέμα.
***
Ο περιβάλλον κόσμος καταλαμβάνει μόνο το μισό βιβλίο. Το υπόλοιπο μισό αφορά τον εσωτερικό κόσμο του Μάικλ – τι σκεφτόταν και τι ένιωθε για το καθετί. Με άλλα λόγια, όταν διαβάζουμε αυτό το βιβλίο δεν μαθαίνουμε απλά τι συνέβη στον Μάικλ, αλλά μαθαίνουμε και ποιος ήταν ο Μάικλ όταν διαδραματίζονταν όλα εκείνα τα περιστατικά. Μόνο που ο Μάικλ δεν τα αφηγήθηκε πραγματικά έτσι όπως έγιναν πριν από εβδομήντα χρόνια. Ακόμα κι αν το είχε κάνει, δεν θα το είχε κάνει στα αγγλικά! Αυτό σημαίνει πως θα έπρεπε να είμαι εξαιρετικά προσεκτικός απέναντι στον Μάικλ ως αφηγητή (τον αφηγητή που διηγείται την ιστορία του σε χρόνο ενεστώτα, δηλαδή σαν να συμβαίνουν όλα εδώ και τώρα), πολύ περισσότερο απ’ ό,τι απέναντι σε οτιδήποτε άλλο μέσα σ’ αυτό το βιβλίο. Αλλά και πάλι, έπλασα τον Μάικλ όπως φανταζόμουν ότι θα ήταν εκείνη την εποχή. Και στο τέλος, κατασκεύασα έναν καινούργιο Μάικλ, ο οποίος θα μπορούσε, κατά μία έννοια, να ζήσει τα γεγονότα πάλι από την αρχή.
***
Γιατί λοιπόν δεν αφήσαμε τον Μάικλ να πει την ιστορία του με τα δικά του λόγια, σαν μια σειρά αναμνήσεων που διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα; Γιατί ο εκδότης δεν ήθελε ένα τέτοιο βιβλίο –σαν τα συνηθισμένα απομνημονεύματα που διαβάζουμε– και στο οποίο εγώ, ο επαγγελματίας συγγραφέας, θα είχα επέμβει ελάχιστα; Όταν έγραφα το βιβλίο, ήθελα να έχει αμεσότητα. Ήθελα, μέσω του Μάικλ, να δώσω στον αναγνώστη την εμπειρία αυτών των γεγονότων όπως τα έζησε ο ίδιος ο Μάικλ. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Μάικλ αφηγείται στον ενεστώτα. Σκέφτηκα ότι ένα τέτοιο βιβλίο θα κάνει τα γεγονότα πιο δυνατά, πιο ζωντανά και πιο αληθινά. Σκέφτηκα ότι ήταν ο καλύτερος τρόπος για να καταγραφεί η αλήθεια τού τι σημαίνει να έχεις ζήσει τέτοιες εμπειρίες.
Δεν ήθελα να διαβαστεί αυτό το βιβλίο σαν μια ιστορία από το Ολοκαύτωμα. Ήθελα να τη διαβάσει ο αναγνώστης σαν να ήταν εκεί και να ζούσε τα γεγονότα εκείνης της εποχής. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο αφηγητής Μάικλ δεν συνειδητοποιεί ούτε λεπτό πως αφηγείται μια ιστορία, ενώ ο αναγνώστης προσλαμβάνει τα λόγια του έτσι όπως αναδύονταν στο μυαλό του εκείνη την εποχή.
***
Υπάρχει ακόμα ένας λόγος που το έγραψα έτσι. Στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος, γράφονται πολλά παρόμοια βιβλία και λέγονται πολλές ιστορίες με σκοπό να διδαχτούν όσοι δεν έζησαν εκείνα τα γεγονότα. Θέλουμε να μάθει ο κόσμος όχι μόνο τι συνέβη τότε, αλλά και πώς μπόρεσε να συμβεί κάτι τόσο αδιανόητα φρικτό, ώστε να μην ξανασυμβεί στο μέλλον. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να διηγούμαστε τέτοιες ιστορίες. Για να ενθαρρύνουμε τους σημερινούς ανθρώπους να πορεύονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο στη ζωή τους.
***
Προσπάθησα απλώς να αναδημιουργήσω το περιβάλλον μέσα στο οποίο ένα κανονικό αγόρι έζησε εκείνες τις εξαιρετικά ασυνήθιστες καταστάσεις. Ο Μάικλ δεν ήταν σε θέση να ξέρει ότι αργότερα θα χρησιμοποιούσαμε πολλούς διαφορετικούς όρους –επιζών, στρατόπεδο εξόντωσης, ακόμα και τη λέξη Ολοκαύτωμα– για να περιγράψουμε και να ονοματίσουμε εκείνα τα γεγονότα. Δεν φανταζόταν ότι κάποια μέρα η ιστορία του θα γραφόταν για να μιλήσει στους ανθρώπους για όσα συνέβησαν, ώστε να προσπαθήσουμε όλοι να μην ξανασυμβούν τέτοια πράγματα. Ο Μάικλ απλώς ζούσε εκείνες τις αδιανόητες καταστάσεις, στιγμή τη στιγμή.
Ο στόχος μου λοιπόν ήταν να αναδημιουργήσω στο βιβλίο εκείνες τις στιγμές και να κάνω τις εμπειρίες του Μάικλ όσο το δυνατόν πιο άμεσες και ζωντανές και, σε κάποιον βαθμό, όσο το δυνατόν πιο αληθινές.
***
Η συγγραφή αυτού του βιβλίου με βοήθησε να μην ξεχάσω. Η προσπάθεια να φανταστώ τι σήμαινε να είσαι ο Μάικλ Γκρούενμπαουμ εκείνα τα χρόνια μού επέτρεψε να δω, για πρώτη ίσως φορά, την πραγματικότητα των γεγονότων. Δεν επρόκειτο πλέον για το «Ολοκαύτωμα», αλλά για ένα αγόρι που έβλεπε τον κόσμο του να μεταμορφώνεται σιγά σιγά από παράδεισο σε απίστευτο εφιάλτη. Ένα χαρούμενο αγόρι που τη μια μέρα έπαιζε ποδόσφαιρο με τους καινούργιους φίλους του και την επόμενη τους έβλεπε να εξαφανίζονται. Έχω την ελπίδα ότι ίσως αυτό το βιβλίο θα επιτρέψει στους αναγνώστες να βιώσουν έντονα συναισθήματα, οσοδήποτε επίπονα κι αν είναι. Γιατί, είναι αλήθεια, όλα αυτά έγιναν στην πραγματικότητα.
(*) Αποσπάσματα του επιμέτρου στο βιβλίο του Τοντ Χάζακ-Λόουι Κάπου λάμπει ακόμα ο ήλιος, κυκλοφορεί προσεχώς από τις εκδ. Παπαδόπουλος, μτφρ. Μαρίζα Ντεκάστρο)