της Ειρήνης Σταματοπούλου.
Ο Tobias Wolff, γεννημένος στην Αλαμπάμα το 1945, με σπουδές φιλολογίας στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Στάνφορντ όπου και διδάσκει , έγινε γνωστός στο ελληνικό κοινό από τη νουβέλα «Ο κλέφτης του στρατοπέδου» και το μυθιστόρημα «Το παλιό σχολείο» (εκδ. Πόλις , 2009 και 2008 αντίστοιχα), ίσως και από την κινηματογραφική μεταφορά του αυτοβιογραφικού «This boy’s life». Εσχάτως, μας συστήθηκε ως διηγηματογράφος από τις εκδόσεις Ίκαρος, μέσω μιας ανθολόγησης κειμένων από προηγούμενες συλλογές του (Στον κήπο των Βορειοαμερικανών μαρτύρων, 1981 – Επιστροφή στον κόσμο, 1985 – Η εν λόγω νύχτα, 1996 – Η ιστορία μας αρχίζει, 2008), που συμπληρώνεται από ένα διήγημα δημοσιευμένο στο περιοδικό New Yorker το 2008, για να αναδειχθεί σε αριστοτέχνη του είδους.
Στα κείμενα που απαρτίζουν την εν λόγω συλλογή με τον γενικό τίτλο «Η χαρά του πολεμιστή και άλλα διηγήματα» (κάποια σε μετάφραση του Τάσου Αναστασίου και κάποια σε μετάφραση του Γιάννη Παλαβού), ο Γουλφ απομονώνει περιστατικά της καθημερινότητας, οικείας αλλά συχνά αθέατης, που εκτυλίσσονται άλλοτε σε αστικό, άλλοτε σε αγροτικό σκηνικό, καταλαμβάνοντας άλλοτε μικρότερη και άλλοτε μεγαλύτερη χρονική έκταση στη ζωή των πρωταγωνιστών του, και τα ξεδιπλώνει μπροστά στον αναγνώστη, μετατρέποντάς τον σε μάρτυρα των ιστοριών που παρακολουθεί μαζί του.
Οι ήρωές του δεν είναι ούτε ιδιαίτεροι, ούτε εξαιρετικοί, ενώ η διερεύνησή τους πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαφόρων μεταξύ τους σχέσεων, ερωτικών, συζυγικών, γονεϊκών, κοινωνικών, συναδελφικών, επενδυμένων με το βάρος που προσλαμβάνουν για την υποκειμενικότητα τού εκάστοτε ήρωα, την προσωπική, καταλυτική πολλές φορές αντιπαράθεσή του με τα αδιέξοδα, τα απωθημένα, τις επιλογές και τις ελλείψεις του. Τρεις άντρες αντιμέτωποι με τους δεσμούς τους στην παράξενη τροπή που θα πάρει μια κυνηγετική τους εξόρμηση· ένα αγόρι τοποθετημένο από τον πατέρα του στην άχαρη θέση τού καίριου ενδιάμεσου της αμηχανίας και της ασφυξίας της συζυγικής του ζωής· η ειρωνεία της τυχαίας συνάντησης και αλληλεπίδρασης δύο αταίριαστων και ίσως αμοιβαία αντιπαθούντων συναδέλφων· κάποιοι στρατιώτες που σε μια φρουρά έρχονται αντιμέτωποι με το αναπάντεχο αν και μεταφυσικά αναπόδραστο πεπρωμένο τους· οι συνήθειες ενός γέρικου σκυλιού που εξελίσσονται σε καθοριστική συνθήκη της εσωτερίκευσης του παρελθόντος και του παρόντος του αφεντικού του. Έτσι συνοψίζονται κάποιες από τις ιστορίες της ανθολογίας του Γουλφ, ενδεικτικές της εμβέλειας του προβληματισμού του, που συχνά εστιάζεται σε ένα προσωπικά αγαπημένο μου θέμα της λογοτεχνικής ή άλλης (κινηματογραφικής) μυθοπλασίας: τις περίπλοκες σχέσεις μεταξύ ανδρών, σχέσεις φιλίας, συγγένειας (ακόμη και εκλεκτικής), κοινωνικής σύμβασης και ανταγωνισμού, αγάπης, ηθικής αναμέτρησης, συντροφικότητας, εξάρτησης και αμοιβαίου ετεροκαθορισμού.
«Τίποτα που αξίζει να εκφραστεί δεν μένει ανέκφραστο· κάτι τέτοιο είναι ενάντια στη φύση των πραγμάτων», γράφει ο Πεσσόα.[1] Και ο Γουλφ, μέσω μιας γλώσσας λιτής, στιβαρής και άμεσης, όσο και μιας αφηγηματικής αρχιτεκτονικής στέρεας και διάφανης, φέρνει στο νου τη διατύπωση του Μπαρτ σχετικά με την αυθεντικότητα του συγγραφικού ύφους: «Το ύφος έχει πάντα κάτι το ακατέργαστο: είναι μια μορφή χωρίς προορισμό, είναι το προϊόν μιας ώθησης, όχι μιας πρόθεσης, είναι σαν μια κάθετη και μοναχική διάσταση της σκέψης».[2] Έτσι, ο συγγραφέας μοιάζει με έναν αόρατο παρατηρητή των τεκταινομένων της πλοκής των διηγημάτων του, σκύβοντας με συμπάθεια πάνω από τις ιστορίες των προσώπων του χωρίς να χαρίζει κάστανα σε κανέναν, αναδεικνύοντας το εύρος όσο και το βάθος των αποχρώσεων της ζωής, ως κωμωδία και ως τραγωδία, δίχως την οποιαδήποτε πρόθεση να διακωμωδήσει ή να διεκτραγωδήσει τις περιελίξεις της, παρά μόνο να την αναδείξει ακέραια και γυμνή, συστήνοντας τους εκάστοτε πρωταγωνιστές της στον αναγνώστη την ίδια στιγμή που επιχειρεί να τους γνωρίσει και ο ίδιος.
Με αυτό τον τρόπο, ο Γουλφ συχνά φαίνεται ίσως να ενδιαφέρεται λιγότερο για τους ανθρώπους και περισσότερο για τις ιστορίες. Εάν όμως συμβαίνει αυτό, είναι απλώς για να προσφέρει έναν προβληματισμό έως και μια δυναμική κατανόησης του γεγονότος πως οι άνθρωποι συνίστανται στις ιστορίες τους, και ίσως δεν υφίστανται παρά μόνο στο βαθμό που υπάρχουν μάρτυρες για να τις αφηγηθούν και να μετατρέψουν σε χρονικά τα γεγονότα. Ως ένας τέτοιος μάρτυρας εμφανίζεται εδώ και ο συγγραφέας, με ένα προσωπείο που θα μπορούσε να παραπέμπει σε μια ουμανιστική φαινομενολογία της ανθρώπινης κατάστασης, μέσω μιας τολμηρής ή και αιχμηρής καταβύθισης σε αυτήν, που ανασύρει το ηθικό και συναισθηματικό φορτίο όλως των πτυχών της, χωρίς να εφιστά την προσοχή τού αναγνώστη στα ίχνη της. Έτσι ο αναγνώστης επανιχνηλατεί τα σημάδια τού συγγραφέα στις αποκαλυπτικές αφηγηματικές του διαδρομές, έχοντας την αίσθηση ότι για πρώτη φορά τα χαράσσει ο ίδιος, πράγμα που φαίνεται να συνιστά εν γένει την πεμπτουσία όσο και την εγγενή συνθήκη της ίδιας της λογοτεχνικής ανάγνωσης και συγγραφής.
Θα έλεγε κανείς πως τα πρόσωπα του Γουλφ μοιάζουν με μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, που χωρίς να έχουν αποκοπεί από το συνολικό χωροχρονικό λογοτεχνικό τους συμφραζόμενο, εξωθούνται εκούσια από τον συγγραφέα στην καταγραφή της κεντρομόλου δύναμης της αφήγησής του, στην αποτύπωση ενός σημείου μηδέν ή αφετηριακού σημείου της πορείας τους, που μπορεί να μην είναι το κορυφαίο και ούτε καν το πιο σημαδιακό (και εκεί έγκειται η τρομερή μαεστρία του Γουλφ) αλλά ένα μεταιχμιακό σημείο που αποτελεί ταυτόχρονα το ποιητικό και το τελικό αίτιο των κειμενικών τους νοηματοδοτήσεων, ως ατομικοτήτων και ως φορέων της δράσης. Ένα σημείο φυγής του πίνακα των επεισοδίων της ζωής τους, μια νοητική συγκλίνουσα της προοπτική ως ορίζοντα όλων τους των αναπαραστάσεων, γύρω από το οποίο ο αναγνώστης πλέκει και ταυτόχρονα βρίσκεται εμπλεγμένος στον αόρατο ιστό των μυθιστορηματικών τους συνδηλώσεων.
info: για την ανθολογία διηγημάτων του Tobias Wolff «Η χαρά του πολεμιστή και άλλα διηγήματα», μτφρ. Τάσος Αναστασίου, Γιάννης Παλαβός, εκδ. Ίκαρος.
[1] Φερνάντο Πεσσόα, Ηρόστρατος: Η αναζήτηση της αθανασίας, μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, Αθήνα: Εξάντας, 2001,σελ. 94.
[2] Ρολάν Μπαρτ, Ο βαθμός μηδέν της γραφής, μτφρ. Κατερίνα Παπαϊακώβου, Αθήνα: Ράππα, σελ. 18.