του Δημήτρη Λεοντζάκου
«Il y aura toujours plus de choses dans un coffret fermé / que dans un coffret ouvert.» 1
1.
« Η επιστροφή από το Βιετνάμ ήταν σχεδόν τόσο τραυματική όσο κι ο πόλεμος. Για χρόνια κανένας δεν μιλούσε. Κάναμε παρέα μ’ ένα ζευγάρι και πέρασαν δώδεκα χρόνια για να ανακαλύψουμε ότι και οι δύο ήταν πεζοναύτες στο Βιετνάμ.»
Με αυτά τα λόγια ενός επιζόντα ξεκινά ένα ντοκιμαντέρ δεκαεφτά ωρών για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Όταν ανέφερα στον γιό του θείου μου για την συνέντευξη, απόρησε: «Και σου μίλησε για το βουνό; Ο πατέρας ποτέ δεν μιλούσε γι’ αυτά.» 2
Αυτή είναι η παράγραφος με την οποίο κλείνει το βιβλίο του Γιάννη Καρκανέβατου Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά. Εδώ έχουμε όλο το υλικό του βιβλίου, ρητό ή άρρητο. Το ντοκιμαντέρ, την συνέντευξη, τον κινηματογράφο, που είναι από πραγματικά οδόσημα, εφόδια, «εργαλεία» του συγγραφέα, μέχρι την ίδια την τεχνική και την μέθοδο προσέγγισης του θέματός του, του υλικού στο βιβλίο του. Εάν όχι και το ίδιο το θέμα του βιβλίου του. Διότι το θέμα του βιβλίου δεν είναι το βουνό, αλλά το πού έγκειται η δυσκολία του. Όχι του βουνού, αλλά της μνήμης. Η μνήμη λοιπόν και η ιδιόρρυθμη χρονικότητά της. Η διαταραγμένη ομιλία της, οι συγκοπές και οι τεράστιες επιβλητικές οπές της. Οι σιωπές της, οι ιστορίες της. Πώς μεταφέρονται, πώς μοντάρονται, πώς μεταδίδονται, πώς απωθούνται. Διότι κυρίως εκεί εντοπίζεται όλη γλύκα της, η απόλαυσή της και εκεί σιωπηλά παγιδεύεται και η επόμενη γενιά. Όχι στην αφήγηση της μνήμης, αλλά μάλλον στην έλλειψή της. Εκεί αγωνιά κάτι, διαπερνά τις γενιές, δεν ρωτά κι ονειρεύεται. Το τραύμα λοιπόν και η επανάληψή του. Η ιδιαίτερη δομή του, η ορμή του που μετέρχεται κυρίως της επανάληψης και της ταύτισης, παρά της συμβολοποίησης και της ομιλίας. Το βουνό ως αδύνατο. Ως αδύνατη διήγηση, αλλά και το αδύνατο ως διήγηση. Οι γενιές και οι γραμμές συγγένειας ως μονοπάτια, μοναχικοί χωματόδρομοι προς το άλλο, το αλλού, το ξένο. Ο πατέρας σαν τραύμα, αδύνατο άλμα πάνω από πέτρες και χώματα.
2.
Η ιστορία δεν είναι ποτέ απλή. Σκεπάζει με σιωπή το αδύνατο: δύο αδέρφια. Αντάρτης ο ένας αδερφός τραυματίζεται στο βουνό. Φυγαδεύεται στο παραπέτασμα, στο Βουκουρέστι. Το βουνό, λοιπόν, το τραύμα, ο αντάρτης, το παραπέτασμα. Το Βουκουρέστι. O βίαιος χωρισμός των δύο αδερφών. Ο φυγάς δεν θα επιστρέψει παρά μετά από πολλές δεκαετίες. Λάμπει εκεί μακριά η σιωπή του. Και η σιωπή όλων για εκείνη την λάμψη, το φως της απουσίας του. Η ολόσωμη παρουσία της απουσίας αυτής.
Και ο άλλος αδερφός που μένει πίσω με όλες τις δύσκολες ιστορίες αυτού που έμεινε. Τις απορίες, τις απουσίες. Ο γιός αυτού του αδερφού που μένει πίσω, είναι και ο αφηγητής του βιβλίου. Ο γιός του αδερφού του φυγά. Πολλές γενικές, σαν το νερό πάνω στο λάδι που έχει μόλις πάρει φωτιά. Πετάνε σαν υγρές φλόγες παντού οι λέξεις τους.
3.
Το γράμμα ή η απροσδόκητη διαδρομή. Όπου ένα γράμμα για να χαθεί, βρίσκει πάντα τον προορισμό του. Δηλαδή παραπλανεί. Και όχι μόνο τον λογοκριτή του. Η ιστορία μιας αναγκαίας, όσο και κωμικής παράκαμψης, δηλαδή, που μας μεταφέρεται στο βιβλίο, όπου τα γράμματα του αδερφού από το Βουκουρέστι φτάνουν στην Αθήνα μέσω Αμερικής, ώστε να παρακαμφθεί η λογοκρισία της εποχής. Ενδιαφέρουσα συνδεσμολογία ή κόμβοι μιας μη ευκλείδιας γεωμετρίας. Γλώσσες, δάκρυα, αγκαλιές και ιστορία ενός κόσμου που περιπλέκεται, περιστρέφεται, παραπλανά, γελά, αγαπά, πονά, επιστρέφει, θυμάται, αλλά δεν μιλάει. Δεν μιλά.
4.
Προσπαθώ να στραφώ προς το παιδί, σαν να πρόκειται να δω. 3
Όχι μόνο δηλαδή το παιδί του αδερφού του θείου. Αλλά το παιδί ως οπτική. Ως σημείο απ’ όπου εάν κοιτάξεις, εάν μπορέσεις να δεις από εκεί την ιστορία, εάν μπορείς να την πεις ιδωμένη από εκεί, τότε λύνεται κάτι. Το τυφλό σημείο της ιστορίας, η κενή θέση του υποκειμένου που λείπει. Η θέση του αφηγητή στο βιβλίο, μια παιδική λύπη, μια ανείπωτη. Ο πατέρας ως μικρό παιδί, που κοιτάει βουβός. Το παιδί ως παιχνίδι και η απόλαυσή του. Παίζει, ανακατεύει τις γενιές, περνάει τα πρόσωπα, διαπερνάει όλα τα πρόσωπα – όπως στο όνειρο. Ποτέ κανένα πρόσωπο δεν θα μπορέσει να δει, δεν θα μπορέσει να πει αυτό που βλέπει ένα παιδί. Διότι παιδί είναι ο σκηνοθέτης των προσώπων, όλων των προσώπων. Είναι όλα τα πρόσωπα και κανένα πρόσωπο. Είναι η γωνία λήψης ή, ίσως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι χάνεται, ότι διαχέεται μέσα στο ίδιο το φως, είναι το φως, βλέπει, οδηγεί, παρακολουθεί − και λάμπει απόν − από εκεί την σκηνή. Παιδί είναι αυτό που πέφτει και χάνεται, αυτό που απωθείται, αυτό που ξεχνιέται, που πετιέται, που κόβεται, κρύβεται, λογοκρίνεται. Και επιστρέφει, επιστρέφει, επιστρέφει…
5.
Μέχρι κάποια ηλικία η μνήμη θυμίζει πατάρι· στοιβάζει ό,τι άχρηστο δεν θέλεις στα πόδια σου. Στην νεότητα οι αναμνήσεις φαντάζουν σχεδόν άχρηστες και η ζωή μία ατέρμονη γιορτή. Τη γιορτή τη ζεις, δεν προσπαθείς να την συγκρατήσεις στο μυαλό, ούτε καν την ανακαλείς. Τα χρόνια περνούν και όλο αναβάλλεις τη στιγμή που θα πρέπει να ανεβείς στο ψυχικό πατάρι να ξεσκαρτάρεις. Όταν το αποφασίσεις, κάποια έχουν σαπίσει, άλλα πάλι τα ανακαλύπτεις, αφού είχες ξεχάσει πώς υπήρχαν, και μερικά – στα οποία συχνά αναφερόσουν σε φίλους και γνωστούς – έχουν κρατήσει το σχήμα και το περιεχόμενο από την τελευταία φορά που μίλησες γι’ αυτά. Κραυγές, ανάσες, δισταγμοί, αγωνίες σε ένα κοκτέιλ που μυρίζει θάνατο. Εγχειρίδιο χρήσης ανύπαρκτο. Καν΄ το σωστά με την πρώτη ή θεώρησε πως έτσι θα έπρεπε να είναι. Τις μέρες της βροχής τις θυμάμαι ξεχωριστά. Ντύνουν μ’ έναν ιδιαίτερο ήχο κάθε σκηνή.4
Μέχρι κάποια ηλικία η μνήμη, λοιπόν, θυμίζει πατάρι. Μετά γίνεται βροχή και στολίζει ακολουθώντας αρμονικά τα τοπία, όπου κι αν πας. Ανακατεύοντας την μνήμη με νερό φτιάχνεις έναν κόσμο παιδικό. Καθόλου αληθινό, μα πραγματικότατο. Το ανύπαρκτο είναι ο ήχος εκείνος που σε ακολουθεί παντού, σαν βροχή. Σαν την βροχή ή τον ήχο της. Το Βουκουρέστι λοιπόν, το αδύνατο και η βροχή.
6.
Συνέχισε να μου εξηγεί, μ’ αυτόν τον υπέροχο τρόπο ομιλίας των ονείρων, όπου τα χείλη παραμένουν πεισματικά ακίνητα, μα η ομιλία ρέει απρόσκοπτα.5
Δεν ξέρεις πως οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν γίνονται δέντρα; 6
Η ομιλία παγιδεύει τον άνθρωπο σε έναν λαβύρινθο μικρών κλαδιών, ριζών, διαδρομών κάτω απ’ το χώμα. Ενώ είναι ο κόσμος του, τον συνδέει ανεπιτυχώς μ’ αυτόν – τον άνθρωπο με κάτι πραγματικότατο. Την ίδια στιγμή που, ανεπαισθήτως, τον φυλακίζει σ’ ένα γλωσσικό σύμπαν σκιών. Είναι τόσο συνυφασμένος ο κόσμος του ανθρώπου με το όνειρο και το όνειρο με την γλώσσα, όσο η εισπνοή και η εκπνοή του ανθρώπου με την ομιλία, δεν ακούγεται μέσα της. Θροΐζει, λοιπόν, ο άνθρωπος και ονειρεύεται σαν δέντρο. Η αλήθεια είναι αυτή. Είμαστε ακίνητοι και απλώνουμε τα κλαδιά μας απελπισμένα στην αφιλόξενη αυτή γη. Υπνοβάτες φλύαροι μιας σκηνής νυκτερινής. Ένα άγριο ζώο κοιτά από έναν βράχο, ήρεμο, προς τον ορίζοντα. Ο βράχος αυτός είναι η λύση σ’ αυτήν την ατέρμονη λύπη; Άδηλη πάντα η διαδρομή.
Εκείνα τα βράδια ξυπνούσα συχνά από εφιάλτες. Μία λευκή τίγρη με παραμόνευε σ΄ ένα χιονισμένο τοπίο. 7
7.
Οποιαδήποτε εικόνα ή επαφή με ξένα σώματα στη στοματική κοιλότητα με αηδίαζε. Ταχυδακτυλουργοί που εξαφάνιζαν μπαλάκια στο στόμα, κορίτσια που μασούσαν με απάθεια τσίχλα, ο ρήτορας Δημοσθένης που έβαζε στο στόμα μικρά χαλίκια για να βελτιώσει την άρθρωσή του. Στους δικούς μου δεν είπα τίποτα.8
Συνεχίζω εγώ συνειρμικά και πάντα εντός του βιβλίου: τίγρεις λευκές, εφιάλτες, ντίζες, μίζες, μία κόκκινη ζακέτα, μία δική σου βαλίτσα, ένας αναπνευστήρας, η ταμπακιέρα, ο ήχος από τα νταούλια και μία φέτα καρπούζι όπως την καταβροχθίζει ένα παιδί, μία σαρανταποδαρούσα φτιαγμένη από μαθητές δημοτικού, βροχή, πολύ βροχή, ένας κροκόδειλος σε πισίνα, σεντόνια, χιόνια και φωτογραφίες ταυτότητας. Στάχυα, η πρώτη θάλασσα του πατέρα. Και ένα τυφλό ελάφι.
Χωρίς καμία έμφαση, σχεδόν αδιόρατα9, περνάει, αναφέρεται ακροθιγώς, για να χαθεί μετά, να αποσυρθεί από το βιβλίο, μία από τις πιο σημαντικές και συγκινητικές ιστορίες για την τέχνη της μνημοτεχνικής. Αυτή του Σιμωνίδη και του Θεσσαλού Σκόπα. Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να την θυμηθούμε ξανά, εδώ.
Ο Κικέρωνας στο έργο του De oratore αναφέρει το περιστατικό. Ο Σιμωνίδης από την Κέα, ο μεγάλος αυτός λυρικός ποιητής, δέχεται μία πρόταση για να παρευρεθεί, επί πληρωμή πάντα, σε ένα συμπόσιο ενός πλούσιου Θεσσαλού ονόματι Σκόπα. Εκεί στην ωδή που απαγγέλει, υμνεί απρόσμενα και εκτός συμφωνίας, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη. Ο Σκόπας οργίζεται με την προσβολή και αναγγέλλει στον Σιμωνίδη ότι θα του πληρώσει τα μισά χρήματα από τα συμφωνημένα και ότι τα υπόλοιπα θα του τα δώσουν οι δύο δίδυμοι θεοί στους οποίους αφιέρωσε αγενώς τον μισό του ύμνο.
Ελάχιστα λεπτά μετά το δυσάρεστο συμβάν μεταξύ του Σιμωνίδη και του Σκόπα, ένας υπηρέτης πλησιάζει, διακόπτει την απαγγελία του Σιμωνίδη, του αναγγέλλει ότι δύο άγνωστοι άνδρες βρίσκονται έξω απ’ το σπίτι, τον ζητούν και επιμένουν να του μιλήσουν επειγόντως. Ο Σιμωνίδης εξέρχεται της γιορτής, ψάχνει τους αγνώστους, αλλά δεν βρίσκει κανέναν.
Ξαφνικά συμβαίνει μεγάλος σεισμός, γκρεμίζεται το σπίτι ολόκληρο, καταρρέει η στέγη, οδηγώντας όλους τους συνδαιτυμόνες, μαζί και τον Σκόπα, στον θάνατο. Το μέγεθος της καταστροφής είναι τόσο μεγάλο, που οι συγγενείς των θυμάτων δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τα σώματα των νεκρών καλεσμένων της γιορτής.
Μόνο ο Σιμωνίδης, ο οποίος θυμάται και έχει απομνημονεύει την θέση του καθενός στο συμπόσιο, μπορεί να αποδώσει μία ταυτότητα και ένα όνομα στα νεκρά σώματα, στα παραμορφωμένα πτώματα.
Οι δύο αόρατοι καλούντες ‒ ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης ‒ μπόρεσαν με αυτόν τον τρόπο, γενναιόδωρα, να πληρώσουν τον Σιμωνίδη για τον ύμνο που τους αφιέρωσε.
Ο δε Σιμωνίδης, με αφορμή το καταστροφικό αυτό συμβάν, συνέλαβε τους κανόνες μίας νέας και λαμπρής τέχνης: της τέχνης της μνήμης.
9.
Πατέρας ή ο αναπνευστήρας. Μία εξαιρετική, σύντομη ιστορία του βιβλίου για την τόσο δύσκολη σχέση με τον πατέρα. Σαν αναπνευστήρας ο πατέρας, λοιπόν, η μόνη διέξοδος, κάποιες φορές, από αυτήν την αφόρητη ύλη, την πυκνή, την πηχτή υγρασία, την μητρική ασφυξία. Προς ένα εκτός, προς τον κόσμο.
Και, περιέργως πώς, η μόνη οδός – κάποιες φορές – προς το αφόρητο, το άφωνο πραγματικό. Ως γνωστόν με αναπνευστήρα στο στόμα δεν ομιλείς, δεν μπορείς να αρθρώσεις, απλώς ταξιδεύεις, αναπνέεις απλός, ηχείς ολοταχώς – ηχείς παιδικός – προς το αδύνατο. Όχι μόνο φυγάς, αλλά και ναυαγός. Ενίοτε και προς την αφασία, την αφωνία, το νευρικό τικ, την γκριμάτσα ή την ανοησία. Βλέπε όλον τον Beckett.
10.
« Η λέξη, η ιστορία είναι απλώς ένα κομμάτι χαρτί. Αλλά υπάρχει εντέλει η εμπειρία, προπάντων η εμπειρία, τα πάθη. Ανοίγει κανείς τα μάτια του και τ’ αφτιά του, ανοίγει την πόρτα του, ανοίγει το τραπέζι του, ανοίγει τις αγκάλες της ανοχής του, προσφέρει θαλπωρή, προσφέρει τα προϊόντα του. Ανοίγει συνήθως ό,τι οι φιλόσοφοι επιδιώκουν να κλείσουν. Εκτός από το στόμα.» Michel Serres, Το παράσιτο. 10
11.
Θα ήθελα τώρα, τελειώνοντας, να σας πω δύο λόγια για ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε σχεδόν μαζί με το Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά. Ένα βιβλίο του Erri De Luca με τίτλο Το αδύνατο11. Το βιβλίο αυτό του Erri De Luca διηγείται την ιστορία ενός μοναχικού άντρα γύρω στα εξήντα, ο οποίος αποφασίζει να κάνει μία βόλτα στο βουνό. Γίνεται μάρτυρας ενός θανάσιμου τραυματισμού σε ένα απόκρημνο πέρασμα της διαδρομής. Και από εκεί και μετά, ξετυλίγεται μια απίστευτη ιστορία, στην οποία ζωντανεύει ξανά, σε μικρογραφία βεβαίως, όλη η ιστορία της νεότητας του ήρωά μας, αλλά και της αριστεράς στην Ιταλία από τη δεκαετία του 1960 και μετά.
Το αδύνατο και το βουνό. Η ορειβασία. Η πεζοπορία, η περιπλάνηση, η πολιτική, η φιλοσοφία, η τέχνη, η αλητεία. Η φυλακή. Η αριστερά ως ανάμνηση ή εφηβική πρακτική. Αλλά και η μόνη ταυτότητα: εκείνου και αυτού, του σημερινού, του διαφορετικού, αλλά πραγματικού, πραγματικού και δικού μου: του αδύνατου.
Και εάν κλείνω με αυτήν την αναφορά στο βιβλίο του Erri De Luca, είναι επειδή βρίσκω ότι το ίδιο κάνει, με άλλους τρόπους, με διαφορετικές ιστορίες, με άλλα μέσα και υλικά και ο Γιάννης Καρκανέβατος στο δικό του βιβλίο. Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά. Διαβάστε τα και τα δύο!
———————————————————-
σημειώσεις
- Από το βιβλίο Η ποιητική του χώρου, Gaston Bachelard, 1957
- Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά, Γιάννης Καρκανέβατος, Εστία, 2022, σελ.146
- ο.π. σελ. 145
- ο.π. σελ. 96
- ο.π. σελ. 84
- ο.π. σελ. 86
- ο.π. σελ. 45
- ο.π. σελ. 18
- ο.π. σελ 55
- ο.π. σελ. 9
- Το αδύνατο, Erri De Luca, Κέλευθος, 2022
Γιάννης Καρκανεβάτος, Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά, Εστία, 2022