της Άννας Αφεντουλίδου
Το καινούργιο συνθετικό βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα με τίτλο Το βιβλίο ως μέσο διαπολιτισμικής επικοινωνίας και υπέρτιτλο τέσσερα εμβληματικά ονόματα για την ιστορία των γραμμάτων του 19ου αι: Δημήτριος Βικέλας, Σαιντ Ιλαίρ, Αντόνιο Ρουβιό, Εμίλ Λεγκράν αποτελεί μια σημαντική συμβολή στις φιλολογικές σπουδές και εργαλείο πολυδιάστατα χρήσιμο για κάθε φιλόλογο αλλά και συστηματικό αναγνώστη της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Γιάννης Παπακώστας, ομότιμος σήμερα καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπήρξε για πολλά χρόνια ένας ακούραστος ερευνητής που έφερε στο φως πολύτιμα τεκμήρια για την ιστορία των γραμμάτων μας του 19ου και 20ου αι. και εξακολουθεί να συμβάλλει, όπως διαπιστώνουμε και με το βιβλίο αυτό, με πρωτότυπο αρχειακό υλικό.
Το βιβλίο αρθρώνεται σε τρία μέρη. Εκτός από τον σύντομο Πρόλογο που δίνει το πλαίσιο της συνθετικής του δομής, το περιεχόμενο του βιβλίου συνέχεται από μια διαφωτιστική Εισαγωγή που εκκινεί από τη μεταφραστική πορεία του γνωστού Λουκή Λάρα του Δημητρίου Βικέλα με εντυπωσιακά στοιχεία (το αφήγημα μεταφράζεται συνολικά σε δέκα γλώσσες -σε δύο ευθύς αμέσως από την ίδια χρονιά της έκδοσής του στην Ελλάδα) και τη συμβολή του Δ.Βικέλα στην ανάπτυξη του νεοελληνικού διηγήματος ως είδους αλλά και της διάδοσης των νεοελληνικών γραμμάτων στο εξωτερικό.
Το Α’ Μέρος συγκροτείται από 5 κεφάλαια, τα οποία αφιερώνονται στη δράση των νεοελληνιστών Σαιντ Ιλαίρ και Αντόνιο Ρουβιό και την ένθερμη υποστήριξη της ελληνικής γραμματείας στις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και άλλων λογίων της εποχής, -συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους οποίους αποτελεί η κεντρική μορφή του Βικέλα- όπως η Ιουλιέτα Αδάμ-Λαμπέρ, η οποία διηύθυνε το περιοδικό Νouvelle Revue (κεφάλαια 1 και 2)∙ στους Ηπειρώτες λογίους Νικόλαο Δόσιο, (ο οποίος εντόπισε το χειρόγραφο της ποιητικής συλλογής του Ανδρέα Κάβου Η Λύρα, το 1917 στο Παρίσι, μαζί με το Ελληνο-Αλβανικό Λεξικό, που είχε εκπονήσει ο Μάρκος Μπότσαρης στην Κέρκυρα) και Αδαμάντιο Λάππα (κεφάλαια 4 και 5) και το πολύπλευρο έργο τους, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου παραμένει δυστυχώς στην αφάνεια∙ στην Ιονική Βιβλιογραφία (κεφάλαιο 3) η οποία αποτέλεσε παράλληλη, ισάξιας σημασίας, -αν και μικρότερου βεληνεκούς- εργασία του Λεγκράν με τη συμβολή του Περνό. Θυμίζω στο σημείο αυτό τη σημαντική μελέτη του Γιάννη Παπακώστα για την Ελληνική Βιβλιογραφία του Εμίλ Λεγκράν, το μεγάλης αξίας αυτό έργο για τη νεοελληνική φιλολογία.
Το Β’ Μέρος αποτελείται από δύο άνισες, ως προς το μέγεθος, ενότητες. Αναφέρεται σε ένα σημαίνον πεδίο της πολιτισμικής μας ιστορίας, που είναι η δημιουργία και η ανάπτυξη των τυπογραφείων και εκδοτικών οίκων, συνακόλουθα της αλυσίδας δημιουργίας και διακίνησης του βιβλίου αλλά και της εξελικτικής του πορείας ως πολιτισμικού αγαθού σε όλη τη διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ου αι. Η πρώτη και μεγαλύτερη ενότητα συγκροτείται από ένα προοιμιακό σημείωμα σχετικό με τη δομή της και 8 κεφάλαια. Εκτός από το αρχικό κεφάλαιο της ενότητας, που αναφέρεται στα πρώτα τυπογραφεία της επαναστατικής περιόδου 1821-1828, τα υπόλοιπα 7 στρέφονται γύρω από ισάριθμα τυπογραφεία ή εκδοτικούς οίκους της συγκεκριμένης εποχής: Ανδρέα, Δημητρίου και Λάμπρου Κορομηλά, Ανέστη Κωσνταντινίδη, Αδελφών Περρή, Γεωργίου Φέξη, Εκδόσεις Σιδέρη, Τυπογραφείον Εστίας, και σε «ανοίγματα» εκδοτών γερμανικής προέλευσης (Ελληνική Βιβλιοθήκη, Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν Μπαρτ και Χίρστ κ.α.) Η δεύτερη και μικρότερη ενότητα με δύο κεφάλαια και τίτλο «Σχέσεις διαλόγου» αναφέρεται στην αλληλογραφία του Δ. Βικέλα με τον λόγιο εκδότη Μπαρτ (η δράση του οποίου παρουσιάστηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο) και στην αλληλογραφία του Δ.Βικέλα με τον εκδότη Κασδόνη γύρω από μια συνεργασία που ανέπτυξαν, αφού ο τελευταίος ανέλαβε τον εκδοτικό οίκο της Εστίας. Παρατίθενται σχολιασμένες οι επιστολές τους και πλούσιο υλικό σχετικών τεκμηρίων.
Το Γ’ Μέρος αρθρώνεται από 4 κεφάλαια που αναφέρονται σε ισάριθμες επί μέρους θεματικές, οι οποίες όμως συσσωματώνουν ένα διακριτό πεδίο της φιλολογικής μας συγκρότησης, όπως η διαμάχη γύρω από τον όρο της «ελληνικότητας» ανάμεσα στον Εφταλιώτη και τον Παλαμά αλλά και τον Τσάτσο και τον Σεφέρη, διαμάχες οι οποίες αναφέρονταν στο χαρακτήρα της νεότερης ποίησης, στην εξέλιξη του ποιητικού λόγου και στη σύγκρουση αντιλήψεων σχετικά με ποιητικές μορφές που εξέφραζαν παλαιότερη αισθητική και νοοτροπία και στις νεωτερικές μορφές που εξέθρεψε η εποχή του μοντερνισμού (κεφάλαια 1 και 2). Το επόμενο κεφάλαιο με τίτλο «Από το “Αδερφάτο” της Πόλης στον Σύλλογο “Σολωμός” της Κρήτης και στον “Εκπαιδευτικό Όμιλο” της Αθήνας 1905-1910», αφορά σε ενώσεις, φορείς και έντυπα που ιδρύθηκαν, καταργήθηκαν και επανήλθαν γύρω από κρίσιμα ζητήματα της γραμματείας μας, όπως το γλωσσικό ζήτημα και που φωτίζουν ένα φλέγον κεφάλαιο της νεοελληνικής Ιστορίας. Το τελευταίο κεφάλαιο της ενότητας αλλά και του βιβλίου, υπό τον τίτλο: «Νεανικοί λογοτεχνικοί σχηματισμοί κατά τις δεκαετίες του 1910 και 1920», προσφέρει διαφωτιστικές πληροφορίες για φορείς και περιοδικά των νέων ποιητών του μεσοπολέμου, που δείχνουν με τη σειρά τους πώς διαμορφώθηκε η λογοτεχνική συνείδηση των νεότερων γενιών.
Σε όλη την έκταση του βιβλίου η ιστορική αφήγηση του μελετητή, η οποία συνεισφέρει σημαντικά τμήματα στη γενική εικόνα συγκρότησης της Ιστορίας της νεοελληνικής γραμματείας, τεκμηριώνεται πάνω σε παλαιότερα και νεότερα αρχειακά στοιχεία, πολλά από τα οποία είχαν παραμείνει αδημοσίευτα. Εξάλλου, όλο το ερευνητικό έργο του συγγραφέα έχει συμβάλλει στις γραμματολογικές φιλολογικές σπουδές συμπληρώνοντας ελλείποντα κομμάτια της πολιτισμικής μας Ιστορίας. Θυμίζω προγενέστερες μελέτες του Γιάννη Παπακώστα για τον Καρυωτάκη, τον Γιάννη Μηλιάδη, το περιοδικό Εστία, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη κ.α. οι οποίες πάντοτε περιέχουν πλούσιο και κατάλληλα σχολιασμένο αρχειακό υλικό.
Η συμβολή μιας τέτοιας συνθετικής μελέτης στην επιστημονική συγχρονία μπορεί να συνεκτιμηθεί με πολλούς τρόπους. Προσφέρει μια ευκαιρία αναστοχασμού για μια σειρά από θέματα που απασχολούν όχι μόνο τον χώρο της φιλολογίας αλλά και τον χώρο των εκδόσεων, της μετάφρασης, της συγγραφής και της κριτικής. Πρώτα’ απ’ όλα μπορεί να συνεισφέρει στην πρόσφατη ανακίνηση του θέματος της διάδοσης της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, για να θυμηθούμε την πολύ γόνιμη συζήτηση που ξεκίνησε το καλοκαίρι από τις στήλες του Αναγνώστη. Δείχνει, με άλλα λόγια, μέσα από το παράδειγμα του Δ. Βικέλα, πώς αξιοποιούνται τα δίκτυα ανθρώπων και φορέων, πώς γίνονται οι κατάλληλες επαφές με αξιόλογους μεταφραστές και πώς διατηρείται θερμό και συνεχιζόμενο το ενδιαφέρον για μια λογοτεχνία που ξέρει να κεντράρει σε θέματα που αναδεικνύουν την πολιτισμική ιδιαιτερότητα χωρίς να την κλείνουν σε έναν εθνικιστικά νοηματοδοτημένο απομονωτισμό. Ακόμη, καταδεικνύει με πρόσφορο τρόπο την αναντικατάστατη αξία της φιλολογικής επιστήμης και τη σημασία των εργαλείων της σε ένα διεπιστημονικό πεδίο όπου θα συνομιλεί με τις μεθοδολογίες και το γνωστικό οπλοστάσιο άλλων επιστημών μέσα από την οδό της διαθεματικότητας, χωρίς όμως να υπονομεύεται η υπόστασή της. Με το τελευταίο της μέρος η μελέτη του Γιάννη Παπακώστα μάς υποδεικνύει και το πρίσμα κάτω από το οποίο μπορούμε να κρίνουμε ψυχραιμότερα την αντιπαράθεση γύρω από τις ποιητικές επιλογές της νέας γενιάς των ποιητών του 21ου αι, για τους οποίους έχει αμφισβητηθεί, κατά καιρούς, η «ποιητικότητα» των βιβλίων τους ή ακόμη κι αυτή η ποιητική τους ιδιότητα. Η νέα γενιά η οποία συσπειρώνεται υπερασπιζόμενη τη φωνή της γύρω από εκδόσεις, φεστιβάλ και περιοδικά αναζητώντας τη δική της ταυτότητα∙ σε έναν κόσμο ρευστό που κλυδωνίζεται από αντιφάσεις.
Ο Γιάννης Παπακώστας, αξιοποιώντας στο έπακρο τη φιλολογική του σκευή και την ερευνητική του εμπειρία, μάς προσφέρει ένα πολύ καλό παράδειγμα για το πώς από αντιπροσωπευτικά υποσύνολα μπορούμε να περάσουμε στη συνολική θεώρηση, κινούμενοι στοχαστικά από το γενικό στο ειδικό, από την επαγωγική διάσταση στην παραγωγική, χωρίς να υποτιμούμε την αξία των αναλογικών παραδειγμάτων. Οι αναφορές του σε παλαιότερες, κλασικές και αναγνωρίσιμες βάσεις δεδομένων και τεκμηρίων δημιουργούν ένα στέρεο όσο και διακειμενικό υπόβαθρο, ώστε να γεφυρώσουμε την αναγνωστική μας πορεία στο σήμερα.
Γιάννης Παπακώστας, Δημήτριος Βικέλας, Σαιντ Ιλαίρ, Αντόνιο Ρουβιό, Εμίλ Λεγκράν. Το βιβλίο ως μέσο διαπολιτισμικής επικοινωνίας
(Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 2022, σελ. 465)