του Μάνου Κουμή
Φαίνεται πως στην ιστορία της δυτικής σκέψης, η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του συνδυάστηκε με την κατά μέτωπο επίθεση στον ρόλο της φαντασίας ως προς τη συγκρότηση του υποκειμένου. Από τη συμβουλή του Σωκράτη να παραμερίσουμε τις χίμαιρες της νόησης μέχρι το καντιανό sapere aude, τα αποκυήματα της φαντασίας εξοστρακίστηκαν στη σφαίρα του ανορθολογικού, τον τόπο όπου μονάχα οι εξόριστοι από την ιδανική πολιτεία ποιητές αντλούσαν τη φωνή τους. Έκτοτε, το φανταστικό ετεροπροσδιορίζεται ως μη πραγματικό, ανοίκειο, μη ρεαλιστικό και αλλόκοτο σε σχέση με τον κόσμο που αναδείκνυε με τη συστηματική του ανάλυση ο ορθολογισμός. Όπως περίτεχνα έδειξε ο σαγηνευτικός λόγος του Isaiah Berlin, κάθε ερώτημα οφείλει να έχει μία και μόνο αληθινή απάντηση, η διαδρομή για την εύρεση αυτής της απάντησης πρέπει να είναι ασφαλής και κοινώς συμφωνημένη, ενώ το σύνολο των απαντήσεων οφείλει να σχηματίζει ένα ενιαίο και μη αντικρουόμενο σύνολο.[i]
Στις προκρούστειες, βέβαια, λύσεις που επέβαλλε το καρτεσιανό cogito το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας παρέμενε ανθεκτικό, επιτείνοντας το αίσθημα της κρίσης που βίωναν τα νεωτερικά υποκείμενα: ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα το κίνημα του Ρομαντισμού, όπως το ήθελε ο M. H. Abrams, επεδίωξε τη θραύση του καθρέπτη που κρατούσαν οι δυνάμεις του ορθολογισμού απέναντι στη φύση, ενώ παράλληλα, με αρωγό τις διαμορφωτικές δυνάμεις της φαντασίας, συνέβαλε στο φούντωμα της εσωτερικής φλόγας, του μύχιου ατομικού φωτός που έλαμπε στα βάθη της ψυχής.[ii] Ο διαχωρισμός της αισθητικής κατηγορίας από την ηθική και την επιστήμη προκαλεί την κατακρήμνιση των αξιών του αγαθού, του αληθινού και του ωραίου, στον βαθμό που κανένα από αυτά τα συστήματα δεν μπορεί να διεκδικήσει την ανωτερότητά του. Έτσι, ήταν οι καλλιτέχνες του 19ου αιώνα που εξέφρασαν την κρίση της νεωτερικότητας με όρους αισθητικής, ενώ το φανταστικό υπήρξε η αιχμή του δόρατος της επίθεσης του Ρομαντισμού για τη θραύση της αλλοτρίωσης της κοινωνίας, απέναντι στην πρωτοκαθεδρία του ορθολογικού υποκειμένου.[iii]
Στο παραπάνω σχήμα φαίνεται να εντάσσεται το μυθιστόρημα Τα Ελιξίρια του Διαβόλου του E. T. A. Hoffmann, πρωτοπόρου της λογοτεχνίας του φανταστικού. Η ανάγνωση του έργου αναδεικνύει τα ανθεκτικότερα μοτίβα της ρομαντικής αισθητικής: ο διχασμός του υποκειμένου μέχρι τα όρια της τρέλας, η ρευστότητα των συνόρων της πραγματικότητας, το όνειρο ως πηγή αλήθειας, το Κακό ως δομικό συστατικό του χαρακτήρα, εν τέλει, η αέναη μάχη του ανθρώπου με το περιβάλλον του, πολιτικό και κοινωνικό. Αν η αρνητική δεξίωση του έργου του E. T. A. Hoffmann από τον Κλασικισμό αλλά και από τον Ρομαντισμό της εποχής του οφειλόταν στον υπερτονισμό των παραπάνω θεμάτων, η νεότερη φιλολογική κριτική άντλησε από τα Ελιξίρια του Διαβόλου ουσιωδέστερες νοηματοδοτήσεις που αφορούν, αφενός το αυτεξούσιο της ανθρώπινης ελευθερίας· αφετέρου, τους τρόπους συγκρότησης του υποκειμένου στις νεωτερικές κοινωνίες. Έτσι, στη δαιδαλώδη αφήγηση του μοναχού Μεδάρδου αναδεικνύονται οι ετερόκλιτες νοητικές διαδρομές για την εύρεση της αλήθειας, οι αντιμαχόμενες δυνάμεις που συνθέτουν τον εαυτό, οι απέλπιδες προσπάθειες αναζήτησης νοήματος, ή όπως θα το ήθελε αρκετά χρόνια αργότερα ο Freud, η επιθυμία για καταστροφή.[iv]
Τα Ελιξίρια του Διαβόλου αφηγούνται την ιστορία του μαθητευόμενου μοναχού Μεδάρδου, ο οποίος παρά τις απαγορεύσεις, εθίζεται στις μαγικές ουσίες του διαβόλου, που βρίσκει ερμητικά κλειστές σε ένα μπουκάλι – κειμήλιο στις κρύπτες ενός μοναστηριού. Μετά από σειρά τυχαίων και ευφάνταστων αφορμών, οι οποίες συνηγορούν στη σθεναρή αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της εξιστόρησης από τον ίδιο τον Μεδάρδο, ο μοναχός εκκινεί ένα ταξίδι προσωπικής αναζήτησης και εξιλέωσης, η διαδρομή του οποίου θα στιγματιστεί από φόνους, απάτες, πλάνες και διαρκείς μεταμορφώσεις. Η πορεία, όμως, αυτή δεν παραπέμπει σε ένα bildungsroman, αν και η δράση μοιράζεται σε τρία στάδια, χαρακτηριστικά του είδους: την αναχώρηση, την περιπλάνηση και την επιστροφή. Στόχος του Μεδάρδου είναι να κατασκευάσει μια αφήγηση που περιλαμβάνει την προσωπική του ωρίμανση. Οι ομοιότητες, λοιπόν, με το είδος της αυτοβιογραφίας είναι παραπάνω από ορατές, με μια, όμως, κομβική διαφορά: σε κανένα σημείο της πνευματικής αυτής διαδρομής ο Μεδάρδος δεν βρίσκεται πλησιέστερα στην εύρεση ενός νοήματος που να ερμηνεύει τη ζωή του· αντίθετα με την τελεολογία που χαρακτηρίζει το είδος της αυτοβιογραφίας, η εξιστόρηση των περιπετειών από τον μοναχό σε καμία περίπτωση δεν αποδεικνύει συνείδηση των γεγονότων. Αντίθετα, ο Μεδάρδος φαίνεται να είναι αβοήθητος απέναντι στα γεγονότα που ακολουθούν.[v]
Την ίδια, λοιπόν, περίοδο που ο Hegel ερμήνευε την Ιστορία ως Θεοδικία, ο E. T. A. Hoffmann επιχειρηματολογεί ενάντια στην ευγενή πρόθεση του Απόλυτου Πνεύματος της Ιστορίας, όπου η έννοια του Κακού λειτουργεί μονάχα ως μεταβατικό στάδιο στην πορεία της αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου. Απέναντι στη διαλεκτική σύζευξη των αντιθέτων στην πρόοδο της ανθρώπινης ιστορίας, οι περιπέτειες του Μεδάρδου αναδεικνύουν την αποσπασματικότητα ετερόκλιτων, ημιτελών και επιμέρους ιστοριών ως το χαρακτηριστικό στοιχείο της διαδρομής του ανθρώπου: οι διαφορετικές εκδοχές των ενεργειών του μοναχού από δευτερεύοντα πρόσωπα, εν τέλει, συμβάλλουν στη θέαση της Ιστορίας ως ένα σύνολο αντικρουόμενων ερμηνειών, και της πραγματικότητας ως μιας σύνθεσης από ετερογενή στοιχεία, πραγματικά ή μη. Η μόνη διέξοδος από αυτόν τον πολλαπλασιασμό ομόκεντρων ιστοριών είναι η ίδια η τέχνη της γραφής, η οποία αφού κατορθώνει να αποτυπώσει το όποιο νόημα, ανάγεται σε πολιτική πράξη απέναντι στον αναδυόμενο πραγματισμό της εποχής[vi]: το συγγραφικό τέχνασμα του E. T. A Hoffmann να παρουσιαστεί ως εκδότης του χειρόγραφου του μοναχού Μεδάρδου είναι που τελικά προσδίδει έναν σκοπό στην ανάγνωση της ιστορίας, προσφέροντας, παράλληλα, ένα σθεναρό κριτήριο αληθοφάνειας.
Ο υπερτονισμός του ρόλου της φαντασίας, βέβαια, δεν αποτελεί ένα συγγραφικό καπρίτσιο ενός εκθηλυμένου υποκειμένου, όπως αρεσκόταν να ερμηνεύει ανάλογα φαινόμενα η κριτική, ήδη από την αρχαιότητα. Αντίθετα, ο E. T. A. Hoffmann επιχειρηματολογεί υπέρ ενός ουσιωδέστερου ρόλου για τη φαντασία και τα παράγωγά της. Ο σχεδόν παραληρηματικός λόγος των εξομολογήσεων του Μεδάρδου έχει ως στόχο να ερμηνεύσει τα απεχθή γεγονότα της ζωής του. H αιτία φαίνεται να είναι κρυμμένη στο παρελθόν, γεγονός που καθιστά τον μοναχό ανήμπορο να αντιδράσει απέναντι σε πανίσχυρες δυνάμεις που τον ξεπερνούν. Ομοιάζοντας με αρχαία τραγωδία, τα Ελιξίρια του Διαβόλου φαίνεται να καταδικάζουν τον απόγονο εξαιτίας αμαρτημάτων των προγόνων, όπως το ήθελαν περίπου και τα συμπεράσματα της βιολογίας γύρω από την έννοια της κληρονομικότητας στα τέλη του 18ου αιώνα. Απέναντι, όμως, στον ντετερμινισμό ενός προπατορικού αμαρτήματος η φαντασία του Μεδάρδου είναι αυτή που του επιτρέπει να εισέλθει, αλλά και να διαφύγει του φαύλου κύκλου παρακμής και ανομίας: η αγιότητα η μη των θαυματουργών ελιξιρίων είναι αποτέλεσμα της βούλησης του δρώντος υποκειμένου, όπως και η επιλογή του διαβολικού προγόνου να πλαγιάσει με το δημιούργημά του, σημαίνοντας την έναρξη της οικογενειακής παρακμής.[vii]
Στο ερώτημα, λοιπόν, του 18ου αιώνα για το τι είναι ο Διαφωτισμός –ερώτημα, το οποίο αφενός εγκαινιάζει την αυτοσυνειδησία του υποκειμένου, αφετέρου, εισάγει την περίοδο της νεωτερικότητας σε μια παρατεταμένη περίοδο κρίσης– ο E. T. A. Hoffmann απαντά με την διαστολή των ορίων της πραγματικότητας. Στέκεται επικριτικά απέναντι στον αναδυόμενο ντετερμινισμό και την ψυχρή αιτιοκρατία της εποχής του, καθώς πριμοδοτεί το υπεύθυνο για την ιστορία του υποκείμενο, έχοντας πάντοτε κατά νου ότι τα φαινόμενα είναι μονάχα μια εκδοχή της πραγματικότητας. Όπως το ήθελε ο Φουκώ, είμαστε παιδιά του Ρομαντισμού. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι σε μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης όπως η σημερινή, επιστρέφουμε στη Ρομαντική κριτική της νεωτερικότητας, όπου τα ερωτήματα για το τι θα λογίζεται ως αλήθεια και τι όχι, για το ποια πλέγματα εξουσίας θα προσδιορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα δρούμε ή ποιοι θα είναι οι κανόνες που θα ρυθμίζουν την αντίδραση μας απέναντι σε αυτό το πλαίσιο, παίρνουν μια εντονότερη μορφή.[viii] Καίρια, λοιπόν, η επιλογή από τις εκδόσεις Μάγμα να φέρουν στο φως ένα αποσιωπημένο έργο του E. T. A. Hoffmann, το οποίο χάρη στην εξαιρετική μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού αναδεικνύει τον πολυεπίπεδό χαρακτήρα του.
E. T. A Hoffmann, Τα ελιξίρια του Διαβόλου, μετάφραση-επίμετρο: Σοφία Αυγερινού, Μάγμα, 2021.
[i] Isaiah Berlin, Το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας, μετάφραση: Γιώργος Μέρτικας, επιμέλεια: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Κριτική, 2004, σσ. 22-23.
[ii] M. H. Abrams, Ο καθρέφτης και το φως. Ρομαντική θεωρία και κριτική παράδοση, μετάφραση: Άρης Μπερλής, Κριτική, 2001.
[iii] Terry Eagleton, Η Ιδεολογία του Αισθητικού, μετάφραση-επιμέλεια: Εσπερίδες–Σ. Ρηγοπούλου, Πολύτροπον, 2006.
[iv] Sigmund Freud, Πέραν της Αρχής της Ηδονής, μετάφραση: Νίκη Μυλωνά, Νίκας, 2011.
[v] Sabine Kleine, “Elixiere des Teufels: E. T. A. Hoffmann’s ‘Black Romanticism’ and the Idealist Critical Response”, Journal of the Australasian Universities Language and Literature Association, [91:1], (26 Mar. 2014), pp. 27-44.
[vi] Michael Lowy, Robert Sayre, Εξέγερση και Μελαγχολία. Ο Ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεωτερικότητας, μετάφραση: Δέσποινα Καββαδία, εισαγωγή: Γιώργος Καραμπελιάς, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1999.
[vii] Christine Lehleiter, “On Genealogy: Biology, Religion, and Aesthetics in E.T.A. Hoffmann’s “Elixiere des Teufels” (1815-16) and Erasmus Darwin’s “Zoonomia” (1794-96)”, The German Quarterly, [Vol. 84, No. 1] (Winter 2011), pp. 41-60.
[viii] Judith Butler, Τι είναι κριτική; Ένα δοκίμιο για την Αρετή στον Φουκώ, μετάφραση: Θανάσης Λάγιος, Πλέθρον, σ. 35.