Του Σάκη Παπαδημητρίου.
Είναι γνωστό ότι Η ναυτία είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ζαν-Πολ Σαρτρ (1905-1980). Στη δεκαετία του ’60 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελικών, όταν τιμήθηκε ο Σαρτρ με το βραβείο Νόμπελ το 1964, το οποίο όμως αρνήθηκε να παραλάβει. Το 2005 Η ναυτία μεταφράζεται εκ νέου από την Ειρήνη Τσολακέλλη και μάλιστα πολύ καλύτερα από την πρώτη εκδοχή. Από τις εκδόσεις Πατάκη στη σειρά «Σύγχρονοι κλασικοί». Ξανάρχεται λοιπόν στο φως ένα κορυφαίο έργο το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1938 και θεωρείται το μυθιστόρημα-αφετηρία της λογοτεχνίας του παραλόγου. Ο γάλλος φιλόσοφος Bernard-Henri Levy το χαρακτήρισε ως «το απόλυτο αριστούργημα για τη νεότητα και τη ζωή». Πέρα από τα βιώματα της υπαρξιακής κρίσης, τα οποία έτσι κι αλλιώς ισχύουν και σήμερα όπως και στη δεκαετία του ’30, διαβάζουμε ωραίες σελίδες για την τζαζ της εποχής και στο τέλος μάς περιμένει μία έκπληξη η οποία δικαιώνει τις όποιες σχέσεις λογοτεχνίας και μουσικής.
Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, απόστολος του υπαρξισμού, κοινωνικός μαχητής, λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας, χαρακτηρίστηκε από τον Alain Renaut ως «ο τελευταίος φιλόσοφος» και αυτός ο οποίος πέτυχε με το έργο και τις θέσεις του να εγκαταλείψει η φιλοσοφία τις πανεπιστημιακές αίθουσες.
Για τη σχέση του υπαρξισμού και της τζαζ έχουν γραφτεί ορισμένες σελίδες στις οποίες γίνονται παραλληλισμοί των βασικών εννοιών και κάποιων κοινών χαρακτηριστικών. Βέβαια, όλες αυτές οι παρατηρήσεις αναφέρονται στον Ζαν-Πολ Σαρτρ γιατί αυτός ήταν ο μόνος από τους φιλοσόφους του υπαρξισμού που εντόπισε την βαθύτερη ουσία της τζαζ. Στο κείμενο της διάλεξης του Σαρτρ το 1946 στο Club Maintenant με τον τίτλο «Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός», υπερασπίστηκε τις δικές του βασικές ιδέες για τον υπαρξισμό. Ανάμεσα στα άλλα, διακρίνει δύο υπαρξιστικές σχολές και δύο κατηγορίες υπαρξιστών: οι πρώτοι που είναι χριστιανοί, όπως ο Καρλ Γιάσπερς και ο Γκαμπριέλ Μαρσέλ, και οι δύο καθολικοί, και οι δεύτεροι, που είναι οι άθεοι υπαρξιστές, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνεται ο Μάρτιν Χάιντεγκερ και ο ίδιος.Τί να περιμένει κανείς από όλους αυτούς; Να ξημεροβραδιάζονται στα μπαράκια; Να ασχολούνται με το σόλο ενός σαξοφωνίστα ή με τις συγχορδίες ενός πιανίστα της τζαζ; Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ στη Nαυτία περιγράφει την ατμόσφαιρα στα παριζιάνικα καφέ, εκεί που έβλεπε τους φίλους και τις ερωμένες του, εκεί που καθόταν με τις ώρες παρατηρώντας και γράφοντας. Εκεί μέσα ενδιαφέρθηκε για την τζαζ, όχι μόνο ως υπόκρουση στις συζητήσεις και στις σκέψεις αλλά και για το τι ακριβώς εκπροσωπεί, τι συμβαίνει όταν ακούς τη μουσική και την αισθάνεσαι κοντά σου. Βλέπουμε στις φωτογραφίες τον Σαρτρ στα κλάμπ του Saint-Germain παρέα με την Σιμόν ντε Μποβουάρ, τον Μπορίς Βιαν, τον Ρεϊμόν Κενό, την Ζουλιέτ Γκρεκό. Τον βλέπουμε να συνομιλεί με τον Σόνι Ρόλινς και άλλους μουσικούς.
Αναζητώντας περισσότερα στοιχεία, ξεχώρισα δύο πηγές με σοβαρά κείμενα: του Alain Gerber στην περιοδική έκδοση Les Cahiers du Jazz και του Michel Contat στο Magazine litteraire, τεύχος Απριλίου 1994, αφιέρωμα στον υπαρξισμό με τον τίτλο «Από τον Κίρκεγκαρντ στο Saint-Germain des-Pres». O Michel Contat είναι κριτικός λογοτεχνίας στην Monde, κριτικός
δίσκων τζαζ, διευθυντής στο τμήμα ερευνών του CNRS και αναγνωρισμένος ειδικός για το έργο του Σαρτρ. Από το 1970 έχει συγκεντρώσει και έχει σχολιάσει τη βιβλιογραφία όλων των γραπτών του Σαρτρ και από τότε το βιβλίο του θεωρείται έργο αναφοράς. Στο αφιέρωμα του Magazine litteraire, o Michel Contat απαντά διεξοδικά στις ερωτήσεις του Francois Ewald. Τίτλος:
«Μια φιλοσοφία της εποχής μας» και υπότιτλος «Ο Michel Contat εξηγεί τι αντιπροσωπεύει ο υπαρξισμός ως φιλοσοφία και ως τρόπος ζωής. Ιστορία ενός αστερισμού συνειρμών η οποία αρχίζει από τον Σαρτρ και καταλήγει στην τζαζ». O Michel Contat χαρακτηρίζει τον υπαρξισμό του Σαρτρ ως φιλοσοφία της ελευθερίας και υποστηρίζει ότι η τζαζ είναι η μόνη μορφή μουσι- κής η οποία μπορεί να θεωρηθεί υπαρξιστική. Στο δοκίμιο του Σαρτρ «Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός» καταγράφεται μια φράση που συζητήθηκε πολύ: «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος». Ο Σάρτρ συνεχίζει: «Καταδικασμένος γιατί δεν εδημιούργησε, δεν έπλασε μόνος του τον εαυτό του, και ωστόσο ταυτόχρονα ελεύθερος, γιατί από την στιγμή που πετάχτηκε στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει».
O Michel Contat καταλήγει ότι πράγματι στην τζαζ βρίσκουμε στοιχεία της φιλοσοφίας του σαρτρικού υπαρξισμού. Η τζαζ είναι κατάφαση συλλογικής ελευθερίας. Ο καθένας εκτίθεται προσωπικά, ακούει την φωνή του, δέχεται τους κινδύνους, βρίσκεται σε κατάσταση ετοιμότητας να αντιμετωπίσει το τυχαίο, υποκινεί την ανταπόκριση του άλλου. Ένας αυτοσχεδιασμός ο οποίος δεν είναι μια μορφή εκδικητικής αναρχίας, αλλά είναι μια αμοιβαία αναπάντεχη δωρεά. Η αλληλεπίδραση, η έκκληση στην ιδιαιτερότητα του άλλου, εντός των πλαισίων μιας κοινώς αποδεκτής γλώσσας, για να δημιουργηθεί από κοινού ένας κόσμος συγκεκριμένος. Μια ορχήστρα τζαζ που «κάνει καλή καύση», που σουϊνγκάρει, αποτελεί μια αυθόρμητη ομοσπονδία ελεύθερων ανθρώπων οι οποίοι στοχεύουν το ωραίο. Δεν είναι ο παράδεισος αλλά εδώ κάτω, στον εφήμερο βίο, βρίσκεται στην αντίθετη θέση τού «η κόλαση είναι οι άλλοι». Ακολουθείστε το παράδειγμα της τζαζ στις κοινωνικές σχέσεις. Ίσως αυτός ο τρόπος να καλύπτει την αναγκαία υπαρξιστική ουτοπία. Michel Contat έφη. (Michel Contat. Πού αλλού υπήρχε το όνομά του; Κι όμως βρέθηκε. Το άλμπουμ με 2 CD της American Clavé με τίτλο Darn it ! AMCL10142, 1993, παραγωγή του Kip Hanrahan, επικεντρώνεται στην ποίηση του Paul Haines. Εκεί ακούμε σε δύο κομμάτια τον MichelContat να απαγγέλλει).
Για το φιλοσοφικό του έργο και για τις πολιτικές του επιλογές, ο Σαρτρ δέχτηκε πολλές φορές τα πυρά της κριτικής. Η ναυτία όμως παραμένει στην θέση της μέχρι σήμερα παρόλο ότι έχουν περάσει εβδομήντα επτά χρόνια από την δημοσίευσή της. O Bernard-HenriLevy ξεκίνησε ως αρνητής και στο βιβλίο του «Ο αιώνας του Σαρτρ» θέλει να αποκαταστήσει τον φιλόσοφο Σαρτρ μειώνοντας ταυτοχρόνως τη σημασία των πολιτικών του θέσεων. Ο Levy είναι ένα από τα παιδιά του Μάη του ’68 που εξελίχτηκε σε φανατικό αντικομμουνιστή. O J.M. Bourget γράφει ότι στα χρόνια που πέρασαν, ο Levy, έχοντας αφομοιώσει όλους τους ενθουσιασμούς, τις χίμαιρες, τις απογοητεύσεις, αυτός ο «νέος φιλόσοφος» αντιλαμβάνεται ότι ο Σαρτρ τα έχει πει όλα, τα έχει γράψει όλα και γι’ αυτό το λόγο τον ανεβάζει στο βάθρο του πνευματικού του πατέρα.
Η ναυτία είναι η ιστορία του Αντουάν Ροκαντέν, ενός γάλλου συγγραφέα ο οποίος αποφασίζει να μείνει στην Μπουβίλ (φανταστική πόλη) για να ολοκληρώσει τη βιογραφία του μαρκησίου ντε Ρολμπόν. Στην Μπουβίλ αρχίζουν τα προβλήματα τα οποία καταγράφονται στη μορφή του ημερολογίου. Ο Σαρτρ βαπτίζει “ναυτία” την υπαρξιακή κρίση. Οι σκέψεις γίνονται βασανιστικές. Ο κόσμος κινείται γύρω του και οι άνθρωποι είναι μακριά του. Αισθάνεται μόνος, επιλέγει να είναι μόνος, δυσκολεύεται να πάρει μέρος στον καθημερινό τρόπο ζωής των άλλων. Ο Αντουάν Ροκαντέν θέλει να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή του.
«Αληθινές εκκινήσεις που εμφανίζονται σαν σάλπισμα, σαν τις πρώτες νότες μιας τζαζ μελωδίας ,ξαφνικά, διακόπτοντας απότομα την πλήξη, ενισχύοντας τη διάρκεια». Σε άλλα σημεία του μυθιστορήματος ο Ροκαντέν βρίσκει συχνά καταφύγιο στο καφενείο. Από την σερβιτόρα ζητά επιμόνως να παίξει την αγαπημένη του μελωδία στον φωνογράφο και εύχεται να μην κάνει λάθος και ακουστεί η «Καβαλερία Ρουστικάνα».
«Σε λίγο θα έρθει το ρεφρέν: αυτό μου αρέσει κυρίως και ο απότομος τρόπος που ξεπροβάλλει, σαν απόκρημνος βράχος δίπλα στη θάλασσα. Για την ώρα ακούγεται η τζαζ. Δεν υπάρχει μελωδία, μόνο νότες, μια μυριάδα μικρών δονήσεων. Δε γνωρίζουν παύση, μια άκαμπτη τάξη τις γεννά και τις καταστρέφει δίχως να τους αφήνει ποτέ την ελευθερία να ξαναρχίσουν, να υπάρχουν για κείνες τις ίδιες. Τρέχουν, βιάζονται, περνώντας μου δίνουν ένα απότομο χτύπημα και εξαφανίζονται. Πολύ θα ήθελα να τις συγκρατήσω, όμως ξέρω ότι αν κατάφερνα να γραπώσω κάποια, ανάμεσα στα δάχτυλά μου θα απέμενε μονάχα ένας παιγνιώδης και ξέπνοος ήχος. Πρέπει να αποδεχτώ το θάνατό τους· αυτόν το θάνατο οφείλω ακόμη και να τον θελήσω: εντύπωση πιο πικρή και πιο δυνατή σπάνια έχω γνωρίσει.
Αρχίζω να προθερμαίνομαι, να αισθάνομαι ευτυχισμένος. Δεν είναι ακόμη κάτι εξαιρετικό, είναι μια μικρή ευτυχία της Ναυτίας: εκτείνεται στο βάθος της γλοιώδους λακκούβας, στο βάθος του χρόνου μας… Υπάρχει και μια άλλη ευτυχία· απ’ έξω υπάρχει αυτή η ατσάλινη λωρίδα, η σύντομη διάρκεια της μουσικής που διασχίζει το χρόνο μας, απ’ άκρη σ’ άκρη, τον αρνείται και τον ξεσκίζει με αυτές τις ξηρές μικρές ακίδες της· υπάρχει και ένας άλλος χρόνος… Η μουσική τρυπά αυτά τα ακαθόριστα σχήματα και τα διαπερνά.
Μερικά δευτερόλεπτα ακόμη και η Νέγρα θα τραγουδήσει. Φαίνεται αναπόφευκτο, τόσο έντονη είναι η αναγκαιότητα αυτής της μουσικής: τίποτα δεν μπορεί να την διακόψει, τίποτα που να προέρχεται από αυτόν το χρόνο όπου ο κόσμος έχει καταρρεύσει· θα σταματήσει μόνη της, τη στιγμή που θα πρέπει. Γι’ αυτό μου αρέσει αυτή η ωραία φωνή, όχι τόσο για την έντασή της, ούτε για τη θλίψη της, αλλά γιατί είναι το γεγονός που τόσες νότες έχουν προετοιμάσει, από τόσο μακριά, πεθαίνοντας για να γεννηθεί εκείνη… Πόσο παράξενη, πόσο συγκινητική είναι αυτή η εύθραυστη διάρκεια. Τίποτα δεν μπορεί να τη διακόψει και τα πάντα μπορούν να τη συντρίψουν. Το τελευταίο ακόρντο εξανεμίστηκε. Στη σύντομη σιωπή που ακολουθεί, αισθάνομαι έντονα ότι αυτό ήταν, ότι συνέβει κάτι. Σιωπή.
Some of these days
You’ll miss me honey!
Μόλις εξαφανίστηκε η Ναυτία, αυτό συνέβη. Όταν υψώθηκε η φωνή στη σιωπή αισθάνθηκα το σώμα μου να σκληραίνει και τη Nαυτία να χάνεται…Την ίδια στιγμή η διάρκεια της μουσικής διαστελλόταν, φούσκωνε σαν ανεμοστρόβιλος. Γέμισε την αίθουσα με τη μεταλλική της διαφάνεια, συνθλίβοντας στους τοίχους τον άθλιο χρόνο μας. Βρίσκομαι μέσα στη μουσική».
Η εμμονή του Ζαν-Πολ Σαρτρ με το τραγούδι Some of these days. Δεν είναι φανταστικό. Ξεφυλλίζοντας τον κατάλογο Bielefelder διαβάζουμε καμιά δεκαριά ηχογραφήσεις αυτής της μελωδίας, κυρίως με παραδοσιακούς της τζαζ και με ορισμένους κάπως πιο μοντέρνους. Στην πρώτη περίπτωση: Art Hodes, Chris Barber’s Jazz and Blues Band, Dutch Swing College Band, Thomas Jefferson’s International New Orleans Jazz Band κ.α. Στη δεύτερη περίπτωση: το σεξτέτο του Earl Hines, Oscar Peterson, Gene Harris – Scott Hamilton Quintet, Ray Nance κ.α. Η καλύτερη πηγή είναι η σειρά Jazz in Paris η οποία πέρασε τα εκατό άλμπουμ συν τέσσερα καλαίσθητα κουτιά των τριών CD και με γενικό τίτλο το καθένα μια περιοχή των Παρισίων. Η σειρά αυτή δεν περιορίζεται στους ήχους και στη χρονική διάρκεια των CD. Επεκτείνεται στην αναπαράσταση μιας εποχής, όταν το Παρίσι ήταν ένα μαγικό θερμοκήπιο της τζαζ, όταν η τζαζ αποτελούσε διέξοδο πολλαπλών χρήσεων: ήταν η μουσική για τα πάρτι στα σπίτια ή στα χορευτικά κέντρα, η βραδινή ατμόσφαιρα στα τζαζ κλάμπ για ξενύχτι, ποτό και έρωτα, μια γλυκιά εγκατάλειψη στον ήχο του σαξόφωνου, ταύτιση με τον έντονο και αποφασιστικό ρυθμό που προωθούσε την αναπνοή και επιβεβαίωνε το beat της ύπαρξης. Η τζαζ ως τρικλοποδιά στο κυρίαρχο σύστημα. Η τζαζ ως μοχλός για ανατροπές – κοινωνικές, προσωπικές. Ήταν πράγματι η μουσική των ελεύθερων πνευμάτων, η μουσική των εκπλήξεων και των αναιρέσεων.
Jazz in Paris: έχει ως μότο δύο φράσεις από το βιβλίο του Έρνεστ Χεμινγουέϊ «Μια κινητή γιορτή» (A Moveable Feast). Αυτό είναι το Παρίσι: μια κινητή γιορτή. Και το αφήγημα του Χεμινγουέϊ είναι ένα χρονικό το οποίο καλύπτει την περίοδο 1921 – 1926 στο Παρίσι, όταν ο συγγραφέας και πολλοί άλλοι λογοτέχνες και καλλιτέχνες ζούσαν στην πόλη αυτή, το κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής ολόκληρου του πλανήτη. (Προσθήκη: και της μποέμικης ζωής). Ο Χεμινγουέϊ έγραψε το βιβλίο πολύ αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Στα είκοσι κείμενά του περιγράφει τις λογοτεχνικές του ανησυχίες και τις συναντήσεις του με πρόσωπα που έγραψαν την ιστορία της λογοτεχνίας, όπως τον Τζέιμς Τζόις, τον Έζρα Πάουντ, την Γερτρούδη Στάιν και τον Σκοτ Φιτζέραλντ. Στην Ελλάδα το 2004 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, «Μια κινητή γιορτή», μετάφραση Σταύρου Παπασταύρου. Σε όλα τα CD της σειράς Jazz in Paris αναπαράγονται τα λόγια του Αμερικανού συγγραφέα:
«Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ και
οι αναμνήσεις των ανθρώπων που το
έζησαν διαφέρουν μεταξύ τους…
Το Παρίσι άξιζε πάντα τον κόπο
και σε αντάμειβε για οτιδήποτε
του πρόσφερες».
Στο κουτί Montmarte βρίσκουμε επιτέλους την μελωδία του Ζαν-Πολ Σαρτρ Some of these days του S. Brooks (μάθαμε και τον συνθέτη) παιγμένη από το τρίο του πιανίστα Charlie Lewis ο οποίος, όπως και ο Sidney Bechet ήταν μέλος της δωδεκαμελούς ορχήστρας του τραγουδιστή Noble Sissle που εμφανίστηκε επί μακρόν στο Παρίσι τέλη της δεκαετίας του ’20.
Ο John Lichfield γράφει ότι ο Σαρτρ υπήρξε «ένας Πικάσο του γραπτού λόγου» και ότι οι Η.Π.Α. ανακαλύπτουν καθυστερημένα τον διανοούμενο που τις μισούσε. Στα βιβλία του Η ναυτία (1938) και Το Είναι και το μηδέν (1943) ο Σαρτρ βλέπει τον άνθρωπο σαν ένα τραγικό ήρωα. Δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες. Ούτε η θρησκεία ούτε η ψυχολογία ούτε οι κοινωνικοί όροι ούτε οι μηχανισμοί της Ιστορίας περιέχουν οικουμενικές αλήθειες, ούτε υποδεικνύουν πώς ο άνθρωπος πρέπει να συμπεριφέρεται. Ο καθένας πρέπει να βρεί το δικό του δρόμο προς την ελευθερία. Ο John Lichfield συνεχίζει με τις Η.Π.Α. Υπάρχει ένας κύκλος πανεπιστημιακών που ανακαλύπτει ξανά τον Σαρτρ, αυτή τη φορά όμως το ύστερο έργο του και την πολιτική του στράτευση. Τους γοητεύει η συνεχής – μια ολόκληρη ζωή – έρευνα που έκανε πάνω στο νόημα της ελευθερίας. Η αντι-Μπούς Αμερική βρίσκει στη σκέψη του γάλλου φιλόσοφου το αληθινό νόημα της ελευθερίας. Και ρωτούν: «Μπορεί να έχει η ελευθερία, στην κοινή χρήση της λέξης στις Η.Π.Α., το οποιοδήποτε νόημα, όταν επιβάλλεται πάνω στην εξαθλίωση των άλλων, όταν εξαγοράζεται με τίμημα την αύξηση της θερμοκρασίας στον πλανήτη, αλλά και με τίμημα την καταπίεση των γυναικών και των μειονοτήτων;». Ο Robert Stone, καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του LongIsland,συμπληρώνει: «Ο Σαρτρ συνεισέφερε την ιδέα ότι η ελευθερία είναι αλληλοεξαρτώμενη, ότι αν επιλέγω την ελευθερία μου, επιλέγω και έναν κόσμο όπου οι βασικές ανάγκες όλων συναντώνται, όπου κανενός η ελευθερία δεν υποτάσσεται στη βία του συστήματος και στις απάνθρωπες στερήσεις».
Η ναυτία επανέρχεται – ευτυχώς με την λογοτεχνική της μορφή. Ο Michel Contat το 1975, όταν ο Σάρτρ ήταν εβδομήντα ετών, τον παροτρύνει να μιλήσει γι’ αυτό το βιβλίο κατόπιν εορτής, δηλαδή αφού πέρασαν στο μεταξύ τέσσερις δεκαετίες.Ο Σαρτρ δεν κωλώνει:
«Αποφοιτώντας από την Ecole Normale, είχα αναπτύξει μια ολόκληρη θεωρία επ’αυτού: ήμουν ο ΄΄μοναχικός άνθρωπος΄΄, δηλαδή το άτομο που αντιτίθεται στην κοινωνία με την ανεξαρτησία της σκέψης του, αλλά που δεν οφείλει τίποτα στην κοινωνία και δεν μπορεί να κάνει τίποτα διότι είναι ελεύθερος. Αυτή είναι η πραγματικότητα πάνω στην οποία θεμελίωσα όλα όσα πίσ-τευα, όσα έγραψα και ζούσα πρίν από το 1939… Η ναυτία είναι η κατάληξη της θεωρίας του “μοναχικού ανθρώπου“ από την οποία δεν κατάφερα να απαλλαγώ,αν και ήδη διέκρινα τα όρια αυτής της στάσης, η οποία εν ολίγοις συνίστατο στο να καταδικάζει τους αστούς ως καθάρματα και να προσπαθεί να δώσει λογαριασμό για την ύπαρξή του,προσπαθώντας ταυτόχρονα να προσδιορίσει για το μοναχικό άτομο τους όρους μιας μη εξαπατημένης ύπαρξης».
Γυρνώντας τις σελίδες της έκδοσης που περιλαμβάνει το κουτί Montmarte μένεις άφωνος κυριολεκτικά μπροστά στην ομορφιά των σχεδίων,των πινάκων ζωγραφικής, των εξωφύλλων δίσκων, των προγραμμάτων συναυλιών,αφισών,φωτογραφιών,της ατμόσφαιρας. Υπάρχει κάπου μια ανακοίνωση που λέει τα εξής: Παρουσίαση του βιβλίου του Gaston Criel με τον τίτλο Swing (1949) από τον Ζαν Κοκτώ και τον Σαρλ Ντελονέ.Και από κάτω η θετική γνώμη του Αντρέ Ζιντ και του Ζαν-Πoλ Σαρτρ,ο οποίος γράφει ότι έχει αναλυθεί πολλές φορές η έννοια hot (της τζαζ) αλλά σ’ αυτό το βιβλίο γίνεται μια προσπάθεια να ξαναβρεθούν οι πηγές με μικρές διαδοχικές εκρήξεις που αποτελούν κι αυτές μέρος της hot και οι οποίες εξαπολύουν τις λέξεις σαν τις νότες της τρομπέτας.
Πλησιάζουμε στο τέλος. Ο Αντουάν Ροκαντέν περνά δύσκολες ώρες. Βέβαια, αυτό δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο αλλά οι κρίσεις της ναυτίας, οι άνθρωποι,οι έρευνες που κάνει, η σχέση του με την Άννυ,όλα φτάνουν σε ένα οριακό σημείο. Ο Ροκαντέν αποφασίζει να εγκαταλείψει την Μπουβίλ και να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Πηγαίνει λοιπόν στο γνωστό μπιστρό για να αποχαιρετήσει την ιδιοκτήτρια. Και δεν χάνει την ευκαιρία να ακούσει,ίσως για τελευταία φορά, το Some of these days.Τελευταίες σελίδες της ναυτίας και έρχεται η έκπληξη η οποία σφραγίζει τη σχέση λογοτεχνίας και μουσικής, τζαζ και δημιουργικότητας. Ο Αντουάν Ροκαντέν, και ο Σαρτρ φυσικά, καθώς βυθίζεται στους ήχους της μελωδίας αισθάνεται να γεννιέται μέσα του η επιθυμία να δημιουργήσει κι αυτός κάτι ανάλογο με την τζαζ, δηλαδή να γράψει ένα μυθιστόρημα. Όπερ και εγένετο.
«Τώρα υπάρχει η μελωδία του σαξόφωνου. Και ντρέπομαι. Μόλις γεννήθηκε ένας ένδοξος μικρός πόνος, ένας πόνος–πρότυπο. Τέσσερις νότες σαξόφωνου. Πηγαινοέρχονται, μοιάζουν να λένε: Πρέπει να κάνεις ό,τι κάνουμε κι εμείς, να υποφέρεις με μέτρο… κι εγώ θέλησα να είμαι. Μόνο αυτό θέλησα, αυτό είναι το κλειδί της ιστορίας. Βλέπω καθαρά την φαινομενική αταξία της ζωής μου: στο βάθος όλων αυτών των προσπαθειών που έμοιαζαν ασύνδετες ξαναβρίσκω την ίδια επιθυμία: να διώξω από μέσα μου την ύπαρξη, να απαλλάξω τις στιγμές από το λίπος τους, να τις συστρέψω, να σκληρύνω, να κάνω επιτέλους καθαρό και συγκεκριμένο τον ήχο μιας νότας σαξόφωνου… Η Νέγρα τραγουδά… Νιώθω κάτι να με αγγίζει ελαφρά και δεν τολμώ να κουνηθώ διότι φοβάμαι ότι θα φύγει. Κάτι που δεν αναγνώριζα πια: ένα είδος χαράς. Η Νέγρα τραγουδά. Άρα η ύπαρξή της μπορεί να δικαιωθεί;… Άραγε δεν θα μπορούσα να προσπαθήσω… Φυσικά δεν θα επρόκειτο για κάποια μελωδία αλλά δεν θα μπορούσα σε κάποιο άλλο είδος; Θα έπρεπε να είναι κάποιο βιβλίο δεν ξέρω να κάνω τίποτα άλλο… Ένα βιβλίο. Ένα μυθιστόρημα».