του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)
Εκτός από το σπίτι υπάρχει ο δρόμος, ο δημόσιος χώρος. Εκτός από τον εαυτό μας, άντε και τους δικούς μας, υπάρχουν οι άλλοι. Τους άλλους, τους πολλούς, αυτούς που δεν είναι δικοί μας, ή δεν κάνουμε δουλειές μαζί τους, θα τους βρούμε στους δρόμους. Οι δρόμοι της πόλης συνιστούν ένα θέατρο, τα κτίρια είναι τα σκηνικά. Πολλά επάλληλα θεατρικά έργα παίζονται σ’αυτούς τους δρόμους, με πρωταγωνιστές τους περαστικούς κι’εμάς ως θεατές ή ενίοτε και ως διαδραστικά μετέχοντες.
Δεν λειτουργούσαν πάντα έτσι τα πράγματα, με τις περίκλειστες κοινωνίες του παρελθόντος. Με την έννοια που το αναφέρουμε, αυτό είναι χαρακτηριστικό των ευρωπαϊκών πόλεων της μοντέρνας εποχής, από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά: από το Παρίσι και τη Βαρκελώνη ως το Εδιμβούργο, τη Γένοβα, το Τορίνο, το Μπέργκαμο και αλλού, οι πόλεις με έμβλημα τον «εξωραϊσμό» τους σε σχέση με τις ακανόνιστα πυκνοχτισμένες και συχνά κακοχτισμένες με πολύ κακές συνθήκες υγιεινής πόλεις της προηγούμενης εποχής, υφίστανται κοσμογονικές μεταμορφώσεις με πολεοδομικά σχέδια, νέους τύπους κτιρίων, και οπωσδήποτε προβλέψεις για στιβαρούς, μεγάλους, και αισθητικά φροντισμένους δημόσιους χώρους για τη συναναστροφή των κατοίκων μεταξύ τους σε ένα άνετο περιβάλλον. Ανάλογες εξωραϊστικές εξελίξεις έλαβαν χώρα τότε και σε αρκετές ελληνικές πόλεις, όχι μόνο στις μεγαλουπόλεις όπως η Αθήνα και η Θεσαλονίκη, αλλά και σε μικρές όπως η Τρίπολη ή τα Τρίκαλα, προσαρμοσμένες βέβαια στις δυνατότητες ενός καινούριου κράτους με λιγοστούς πόρους που έψαχνε τον βηματισμό του, σε σχέση με τις πόλεις που επάλλοντο στον παλμό της βιομηχανικής επανάστασης και της διαχείρισης των διηπειρωτικών αυτοκρατοριών τους. Σε κάθε περίπτωση, για την Ευρώπη ήταν μια ριζική τομή για τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών αυτή η μοντέρνα συνθήκη του δημόσιου χώρου.
Ο Μπωντλαίρ στη «Μελαγχολία του Παρισιού» δοξάζει αυτή την πρωτόγνωρη σχέση με τον δημόσιο χώρο:
«Δεν μπορεί ο καθένας να κάνει βουτιές μέσα στο πλήθος. Είναι μια τέχνη να μπορείς να απολαμβάνεις το πλήθος, και μόνο εκείνος που τού’δωσε μια νεράϊδα στην κούνια του την αγάπη της μεταμφίεσης και της μάσκας μπορεί να επιδοθεί σε ένα όργιο ζωτικότητας, σε σχέση με το ανθρώπινο γένος…Εκείνος που αγκαλιάζει εύκολα το πλήθος γνωρίζει απολαύσεις πυρετικές που θα στερηθούν αιώνια ο εγωϊστής, κλειστός σαν σεντούκι, και ο τεμπέλης, φυλακισμένος σαν μαλάκιο».
Ο Μπωντλαίρ εδώ αναδεικνύει τον τύπο του φλανέρ, του πλάνητα της πόλης, ο οποίος διακατέχεται από μια αίσθηση ψυχικής ευρυχωρίας, έτσι όπως ρουφάει τους αδήλωτους χυμούς της πόλης, ψηλαφώντας αποσπασματικά τη ζωή της.
Δεν είναι όμως μόνο οι άνθρωποι με ποιητική διάθεση για την πόλη που βρίσκονται στους δρόμους της, χωρίς να είναι αυτή η δουλειά τους. Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ αναφέρεται και σε μια άλλη κατηγορία, ξεκινώντας το βιβλίο του «Ο εξάδελφος Πονς» (1848), εκδόσεις Γαλαξία στα ελληνικά, σε θαυμάσια μετάφραση του Ανδρέα Φραγκιά:
«Κατά τις τρεις το απόγευμα, μιας μέρας του Οκτώβρη του 1844, ένας άντρας στα εξήντα, που για όλους, όμως, ήταν μεγαλύτερος, προχωρούσε στο Μπουλβάρ ντες Ιταλιέν, με βλέμμα πονηρά χαμηλωμένο και χείλια σφιχτά όλο υποκρισία, σαν έναν έμπορο που πριν από λίγο έκλεισε μια καλή δουλειά ή σαν ένα αγόρι περήφανο για τον εαυτό του, καθώς αφήνει το μπουντουάρ μιάς κυρίας. Δεν υπάρχει άλλη έκφραση στο Παρίσι για να δείξει ένας άντρας την προσωπική του ικανοποίηση. Μόλις ο γεράκος φάνηκε από μακριά, οι αργόσχολοι που περνούν τις μέρες τους στις καρέκλες των καφενείων σχολιάζοντας τις φάτσες των περαστικών, άφησαν αμέσως να φανεί στο πρόσωπό τους το χαρακτηριστικό εκείνο χαμόγελο των παριζιάνων που δείχνει ειρωνία, κοροϊδία και οίκτο. Για να προκαλέσει όμως τέτοια αισθήματα στους παριζιάνους, που έχουν χορτάσει από κάθε θέαμα, ο άνθρωπος αυτός πρέπει να τους έκανε ξεχωριστή εντύπωση».
***
Αν οι αργόσχολοι των καφενείων συνιστούν ένα είδος ακίνητων θεατών (στη Γαλλία υπάρχει γι’αυτούς ο υποτιμητικός όρος badeaud, πρφ. μπαντώ, που αφορά όλους όσους βρίσκονται στους δρόμους αναζητώντας την έξαψη στα δράματα των άλλων, σε αντιδιαστολή με τον υποτίθεται εκλεπτυσμένο φλανέρ) σε ένα άλλο βιβλίο του ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ δίνει μια πιο σύνθετη εικόνα από το θέατρο του δημόσιου χώρου. Γράφει λοιπόν στο πρώτο μέρος (με τίτλο «Πώς αγαπάνε τα κορίτσια») του βιβλίου «Μεγαλεία και δυστυχίες των κουρτιζάνων», στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ινδικτος, σε μετάφραση Ξενοφώντος Κομνηνού:
«Στα 1824, στον τελευταίο χορό της Οπερας, πολλοί μεταμφιεσμένοι εξεπλάγησαν από την ομορφιά ενός νέου άνδρα που περιφερόταν στους διαδρόμους και στο φουαγιέ με το περπάτημα ανθρώπου που αναζητά μια γυναίκα την οποία απρόβλεπτες περιστάσεις κράτησαν στο σπίτι. Το μυστικό αυτού του βαδίσματος, νωχελικού και βιαστικού αλληλοδιαδόχως, το γνωρίζουν μονάχα οι γριές και κάποιοι δεινοί σουλατσαδόροι. Σε τούτον τον απέραντο τόπο συνάντησης, το πλήθος ελάχιστα προσέχει το πλήθος, οι άνθρωποι είναι δοσμένοι με πάθος στα ενδιαφέροντά τους, ακόμα και η ίδια η Απραξία είναι περίφροντις». Κρατάμε το ότι το πλήθος ελάχιστα προσέχει το πλήθος, γενικά.
Συνεχίζει ο Μπαλζάκ με τον τρόπο που λειτουργεί ο πρωταγωνιστής μέσα στο πλήθος:
«Ο νέος δανδής ήταν τόσο απορροφημένος στην ανήσυχη αναζήτησή του που δεν αντιλαμβανόταν την επιτυχία του: τα σκωπτικά επιφωνήματα θαυμασμού κάποιων μεταμφιεσμένων, τη σοβαρή έκπληξη άλλων, τα δηκτικά τολμηρά πειράγματα, τα πιο γλυκά λόγια δεν τα άκουγε, δεν είχε μάτια γι’αυτά». Ο καθείς και τα ενδιαφέροντά του».
Και βεβαίως, όλη αυτή η γιορτή δεν είναι για όλους, εκ των πραγμάτων, εκ του είδους των ενδιαφερόντων. Γράφει λοιπόν ο Μπαλζάκ:
«Θα έπρεπε να είναι ο ήρωας σ’ένα από εκείνα τα σκοτεινά δράματα…που είναι γνωστά μονάχα σε όσους παίζουν σ’αυτά ενεργό ρόλο. Διότι για τις νεαρές που έρχονται για να μπορούν να πουν: είδα!, για τους επαρχιώτες, για τους άβγαλτους νεαρούς, για τους ξένους, ο χώρος σ’αυτές τις περιστάσεις πρέπει νάναι ο ναός της κούρασης και της ανίας. Γι’αυτούς, το μαύρο τούτο πλήθος που αργό και βιαστικό πάει κι έρχεται, ελίσσεται, γυρίζει και ξαναγυρίζει, ανεβαίνει, κατεβαίνει, και που μπορεί να συγκριθεί μονάχα με τα μυρμήγκια σ’ένα σωρό ξύλα δεν είναι περισσότερο κατανοητό απ’ότι είναι το Χρηματιστήριο σ’έναν χωριάτη της Κάτω Βρετάνης που αγνοεί την ύπαρξη των κρατικών χρεωγράφων».
Αυτού του είδους η συμμετοχή λοιπόν στο θέατρο του δημόσιου χώρου προϋποθέτει μύηση και εμπλοκή, προκειμένου να έχει νόημα και ενδιαφέρον.
Μια σύγχρονη προσέγγιση
Στις μέρες μας, το θέατρο του δημόσιου χώρου είναι ακόμα ζωντανό και παλλόμενο, στη χώρα μας, όπως και σε τόπους όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, όχι μόνο επειδή βοηθάει η ηπιότητα του καιρού σε αντίθεση με τα βόρεια κλίματα, μα και ως μέρος μιας μακράς πια παράδοσης σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας. Όλοι μας είμαστε κοινωνοί αυτής της συνθήκης στην Ελλάδα, μα παραθέτω μια χαρακτηριστική σκηνή. Βρέθηκα για δουλειά σε μια επαρχιακή πόλη, και αφού την τελείωσα κάθησα αργά το απόγευμα σε μια καφετέρια στο κέντρο της πόλης που έσφυζε από κίνηση και ζωή. Όταν ζήτησα να πληρώσω, η τιμή του καφέ μου φάνηκε υπερβολική και το είπα στον σερβιτόρο. «Μα τί θέλετε;» μου απάντησε γελώντας συμπαθητικά. «Η τιμή αφορά και το θέατρο του δρόμου που παρακολουθείτε τόση ώρα! Αν θέλατε μόνο να πιείτε έναν καφέ, θα τον πίνατε ασφαλώς φτηνότερα σε ένα από τα καφενεία των απόμερων δρόμων». Και είχε δίκιο. Ακόμα και μια σύγκριση των ενοικίων των καταστημάτων αναλόγως της θέσης τους σε σχέση με το θέατρο του δρόμου, θα το πιστοποιούσε.
Εχει ενδιαφέρον η διατήρηση της ικμάδας του δημόσιου χώρου, παρά τη σταθερά αυξανόμενη επί δεκαετίες εσωστρέφεια των ανθρώπων, που κλείνονται τόσο πολύ στα σπίτια τους μπροστά σε κάθε λογής ηλεκτρονικές οθόνες, τόσο που να μην βλέπεις πια συχνά ανθρώπους να κάθονται συχνά στα μπαλκόνια ή στους κήπους τους. Ισχύει τόσο πολύ αυτή η κλιμάκωση της εσωστρέφειας, που η παλιά συνηθισμένη αγοραία κριτική των «καφενόβιων» ή των «αργόσχολων» (εννοείται ότι οι έννοιες αυτές σχετίζονται με μια ρηχή προσέγγιση της πραγματικότητας στο πεδίο), ότι δηλαδή δεν έχουν δική τους ζωή και αναζητούν την έξαψη στα δράματα των άλλων, έχει μεταλλαχθεί ώστε να αφορά όσους ασχολούνται πολύ με την τηλεόραση, τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες ταινιών και θεαμάτων, όπως και με τα κοινωνικά δίκτυα στον ηλεκτρονικό χώρο.
Υπάρχουν βεβαίως προβληματισμοί ως προς το πόσο θα κρατήσει η ικμάδα της συλλογικής ζωής στον δημόσιο χώρο. Το βιβλίο του Richard Sennett (γεννημένος το 1943, Αμερικανός διανοούμενος που ζει πια κυρίως στο Λονδίνο, έχοντας μια ακαδημαϊκή σύνδεση με το London School of Economics) «The fall of public man» είναι στο επίκεντρο αυτών των προβληματισμών, αναδεικνύοντας την διαρκώς αυξανόμενη στροφή των ανθρώπων των δυτικών κοινωνιών στον εαυτό τους παρά στον δημόσιο βίο, σε συνδυασμό με την ολοένα και μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον πολεοδομικό σχεδιασμό και τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας. Αν και το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν από δεκαετίες (1979), εξακολουθεί να συνιστά μια πολύτιμη συμβολή στο ζήτημα της δημόσιας ζωής, σε συνδυασμό με άλλα βιβλία του, όπως το «The corrosion of character: the personal consequences of work in the new capitalism», καθώς οι εξελίξεις «δεν πέφτουν από τον ουρανό» μα προκύπτουν σε συσχετισμό με τις επί μέρους συνθήκες που αφορούν μεταξύ άλλων και το εκάστοτε σύστημα παραγωγής.
Από την άλλη μεριά, ζούμε σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών. Καθώς μια από τις προϋποθέσεις της λειτουργίας του θεάτρου του δημόσιου χώρου είναι η κοινωνική γαλήνη και ηρεμία, μαζί με μια κανονικότητα και λειτουργικότητα (σε πολλές χώρες της Αφρικής, για παράδειγμα, δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτό), σε έναν πλανήτη διαρκώς αναβράζοντα και ολοένα πιο καταθρυμματισμένο, είναι πολλές οι δυσκολίες που επηρεάζουν πιά τις ευρωπαϊκές πόλεις, την καθημερινότητά τους και τον χώρο που αφήνουν για τη σχόλη, η οποία είναι το υπόβαθρο της δημόσιας ζωής.
***
Η σύγχρονη βιβλιογραφία για το πεδίο αυτό, εμπλουτίστηκε με την έκδοση από το Princeton University Press του βιβλίου της Bridget Alsdorf «Gawkers: Art and Audience in Late Ninteenth-Century France» (gawkers είναι ένας όρος με συνάφεια με το γαλλικό badaud, και η συγγραφέας τον χρησιμοποιεί με ανοιχτό τρόπο, ώστε να μην έχει την υποτιμητική σημασία που του αποδίδουν οι σνομπ, και παράλληλα να αφορά πρακτικά ποικίλες κατηγορίες κινήτρων). Η Alsdorf εστιάστηκε στον τρόπο με τον οποίο η ζωγραφική στη Γαλλία του 19ου αιώνα απέδωσε τους παλμούς της ζωής στον δημόσιο χώρο. Αξονας της προσέγγισής της είναι το έργο του Felix Vallotton (1865-1925), μεταξύ πολλών άλλων καλλιτεχνών που ασχολήθηκαν με το θέμα. Ο Vallotton, ένας πολύ ιδιαίτερος ζωγράφος, έχει ασχοληθεί πολύ με την παθολογία της «ζωής στο σπίτι», όχι μόνο αναδεικνύοντας λεπτές πτυχές της, μα με συνείδηση των συνθηκών που τις γέννησαν- διαχρονικό χαρακτηριστικό της μεγάλης Τέχνης. Με αυτή την έννοια, όταν ασχολείται με «σκηνές του δρόμου» έχει τα προσόντα να δώσει βάθος στο θέμα του, κι αυτό θέλγει και εμπνέει την Alsdorf, όπως κι εμάς.
Ο Vallotton είναι κατ’εξοχήν τεχνίτης της μικρής φόρμας, καταφέρνοντας σε μια μικρών διαστάσεων κορνίζα να χωρέσει ένα ζωγραφικό έργο που αντιστοιχεί σε μια νουβέλα. Σ’αυτό συγγενεύει με τον φίλο του Félix Fénéon (1861-1944), σημαντική και πολυδιάστατη διανοητική μορφή της Γαλλίας εκείνης της εποχής (υπήρχε τότε μια ζωηρή δημιουργική ώσμωση μεταξύ των συγγραφέων, των ζωγράφων, και άλλων ανθρώπων της Τέχνης). Το βιβλίο του Fénéon «Novels in three lines», σε έκδοση New York Review Books, είναι η αποθέωση της μικρής φόρμας: κατά κάποιο τρόπο, εμπεριέχει τους δεκάδες τόμους του έργου του Ονορέ ντε Μπαλζάκ σε έναν τόσο δα μικρό τόμο. Τους δυο αυτούς ανθρώπους συνδέει μια βαθειά πολιτική συνείδηση- είναι απ’αυτούς που λειτουργούν ως «συνείδηση» της μπελ επόκ, αυτής της πλούσιας εποχής που συνδυάστηκε με τον ξέφρενο καλπασμό της αστικής τάξης, μα και με μια νέου τύπου παθολογία της κοινωνίας των μεγάλων ανισοτήτων, μεταξύ άλλων προβλημάτων που συνδέονται πάντοτε με τομές στον τρόπο παραγωγής και των συνακόλουθων επιπτώσεων στην οργάνωση του βίου.
Η Alsdorf συνδυάζει όλα αυτά με μια στάση της κατά της «απάθειας» των ανθρώπων που κυκλοφορούν στον δημόσιο χώρο, θεωρώντας ότι το «μήνυμα» του Valotton είναι ότι « η θέαση γεγονότων πρέπει να συνδυάζεται με την υπευθυνότητα». Η αλήθεια είναι ότι ούτε το έργο του Vallotton, ούτε του Fénéon χαρακτηρίζονται από έναν τέτοιο στενό διδακτισμό. Με κομψότητα, λεπτό πνεύμα και το στοιχείο της έκπληξης που δίνει μια απροσδόκητη γωνία θέασης, σε συνδυασμό με την εδραία συνείδηση των συνθηκών που γεννούν τα ζητήματα, απογειώνουν το θέμα τους και συντονίζονται με τις καλλίτερες εκδοχές του θεάτρου των δρόμων.
Στα καθ’ημάς
Σε ό,τι αφορά την Τέχνη στη χώρα μας, η ζωή στον δημόσιο χώρο έχει μια πολύ καχεκτική παρουσία σ’αυτή. Το ίδιο το χτισμένο περιβάλλον των πόλεων, βασικό και διαδραστικό χαρακτηριστικό του θεάτρου του δρόμου, απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά από τις κινηματογραφικές ταινίες (υπάρχουν εξαιρέσεις όπως σε αυτές του Οικονομίδη) και τις τηλεοπτικές σειρές, για να αναφέρουμε μόνο κάποια πεδία της Τέχνης. Σε συνδυασμό μ’αυτό, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ενώ στο πεδίο της πραγματικότητας τα περισσότερα από τα κτίρια που κατασκευάζονται χαρακτηρίζονται από μία αρχιτεκτονική εξωστρέφεια (συχνά οι προσόψεις καλύπτονται στο μεγαλύτερο τμήμα τους από τζάμια), στην πραγματικότητα ως σπίτια δεν είναι ανοιχτά στους άλλους, όπως για παράδειγμα μέχρι και πριν από μια γενιά στις ονομαστικές γιορτές πέρναγε σχεδόν ολόκληρη η πόλη από τα σπίτια που γιόρταζαν. Ακόμα και τα γενέθλια των παιδιών γιορτάζονται πια σε ενοικιαζόμενους χώρους που λειτουργούν γι’αυτό τον σκοπό.
Ο δημόσιος χώρος έχει λοιπόν εξοβελιστεί από τα σπίτια, τα οποία αφορούν πια μόνον εμάς και τους δικούς μας. Επί πλέον, ενώ στον σχεδιασμό των κτιρίων εδώ και χρόνια έχουν κατά το δυνατόν καταργηθεί οι διάδρομοι, συχνά και τα δωμάτια καθ’εαυτά, προκειμένου να δοθεί έμφαση σε έναν όσο γίνεται μεγαλύτερο ενιαίο κοινόχρηστο χώρο όπου οι ένοικοι θα βρίσκονται από κοινού, στην πραγματικότητα προκύπτουν όλο και πιο πολλοί άνθρωποι εντατικά εσωστρεφείς και απασχολημένοι πολύ με τον εαυτό τους. Ο βασανισμένος- ή έστω απλά αφασικός- εσωστρεφής μοναχικός εαυτός δεσπόζει όχι μόνο στο εσωτερικό των σπιτιών, μα και σε ένα είδος της Τέχνης που έχοντας απομακρύνει τους άλλους- εκτός του εαυτού- από το πλαίσιό της, έχει απομακρυνθεί ταυτόχρονα από τη δυνατότητα της συνείδησης των συνολικών συνθηκών που γεννούν μια συγκεκριμένη παθολογία.
(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το βιβλίο του «Ηδονική Γεωγραφία» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.