του Αριστοτέλη Σαΐνη.
Ο Γιώργος Αριστηνός ξαναδιαβάζει τον Τελευταίο Βαρλάμη του Θανάση Βαλτινού.
«Η ιστορία αρδεύει την τέχνη ή η
τέχνη – εν προκειμένω η ποίηση –
δημιουργεί ιστορική πραγματικότητα;»
Θανάσης Βαλτινός
Όταν κάπου μέσα στα στοχαστικά αποσπάσματα του Κούντερα σχολιάζεται παρεμπιπτόντως το «Terra nostra» (1975) (πολυαναμενόμενη η προαναγγελθείσα έκδοσή του στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα) του Κάρλος Φουέντες και το περίεργο εργαστήριο του επιστήμονα όπου προβάλλονται σε μια οθόνη «όχι μόνο τα γεγονότα που συνέβησαν αλλά και όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί» ο Τσέχος στοχαστής και μυθιστοριογράφος σχολιάζει: «δίπλα στην “επιστημονική μνήμη” υπάρχει η “ποιητική μνήμη”, η οποία προσθέτοντας στην πραγματική ιστορία όλα τα πιθανά γεγονότα περιέχει την “πλήρη γνώση ενός πλήρους παρελθόντος”, αφού αυτό που ο Φουέντες προβάλλει στην οθόνη του δικού του “θεάτρου της μνήμης” δεν είναι η ιστορία της Ισπανίας, αλλά μια φανταστική παραλλαγή στο θέμα της ιστορίας της Ισπανίας». Με τον ίδιο τρόπο, ο Μούζιλ τοποθετεί στην οθόνη του δικού του «θεάτρου της μνήμης», τη δράση του πολυσέλιδου Ανθρώπου χωρίς ιδιότητες (1930-43) γύρω από ένα ίδρυμα διανοουμένων και πολιτικών που ποτέ δεν υπήρξε, αφού γνώριζε καλά ότι «τα συλλογικά γεγονότα ανήκουν στη στατιστική» και ότι οι η ιστορία, πολεμική και πολιτική, είναι αποτέλεσμα ενός «παιγνίου μεταβλητών και αντιμεταθέσεων των οποίων τα όρια είναι μαθηματικά καθορισμένα από πολύ βαθύτερες δυνάμεις». Ο Μουζίλ γνώριζε ότι αυτές οι «βαθύτερες δυνάμεις εμφανίζονται πολύ πιο καθαρά σε μίαν άλλη παραλλαγή της Ιστορίας από αυτή που, τυχαία, συνέβη». Και στο νου του Κούντερα έρχεται το «Troisieme Henri» (1974) του Πολωνού Καζιμίερτς Μπράντις: ένας Πολωνός καθηγητής που διδάσκει ιστορία της πολωνικής λογοτεχνίας στην Αμερική εφευρίσκει μιαν εναλλακτική γραμματολογία που αποτελείται από ανύπαρκτους συγγραφείς και έργα για να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η φανταστική ιστορία δεν διαφέρει και πολύ από την πραγματικότητα. «Το να είχε αντιγράψει η Ιστορία τη λογοτεχνία ήταν ήδη κάτι εκπληκτικό. Το να αντιγράψει η ιστορία τη λογοτεχνία είναι αδιανόητο», θα έλεγε ένας Μπόρχες…
Μεταφέροντας τη συνειρμική ακολουθία στα καθ’ ημάς οι διασυνδέσεις δεν έχουν τέλος. Όταν, για παράδειγμα, ο Αχιλλέας Κυριακίδης επιμετρίζει την έκδοση των Παραδειγματικών φόνων (1956, Άγρα 2001) του Μάξ Άουμπ αναπαράγει παιγνιωδώς τον λόγο του φανταστικού Κρίστιαν Γκρέινβιλ («A short welcome speech addressed to Max Aub on his visit to the Texas institute of Comparative Criminology» εξαμηνιαίο Δελτίο του Ινστιτούτου Συγκριτικής Φανταστικής Εγκληματολογίας του Τέξας, “The Bullet(in)”, τεύχ. 3, Ιούλιος 1954) αποδίδοντας μπορχικώ τω τρόπω όχι αυτούσιο τον λόγο του Αμερικανού στοχαστή αλλά τις βασικές γραμμές και την περίληψη και μέσα σε αυτήν τις ψευδοπεριλήψεις ανύπαρκτων και επινοημένων βιβλίων από ανύπαρκτους και επινοημένους συγγραφείς. Τι ακριβώς κάνει o Κυριακίδης; Μα φυσικά παρωδεί παιγνιωδώς τον Λόγο επί τη εκλογή του ως μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών, του ίδιου του ισπανού συγγραφέα. Μια μικρή λεπτομέρεια: ο Άουμπ ουδέποτε εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας! Στο περίεργο αυτό κείμενο ο Μάξ Άουμπ «φαντάζεται ότι ο Ισπανικός Εμφύλιος δεν υπήρξε ποτέ κι ότι ο ίδιος είναι διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου της Ισπανίας. Το ρεπερτόριο του θεάτρου, η παράθεση ονομάτων κάποιων συγγραφέων οι οποίοι περιέπεσαν στη λήθη, και κάποιων άλλων οι οποίοι δοξάστηκαν σ’ αυτή την επινοημένη ιστορία της Δημοκρατίας που δεν έζησε πόλεμο, συνιστούν ένα πραγματικό δοκίμιο».
Ο Θανάσης Βαλτινός πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα. Τρίτη, 27 Απριλίου του 2010 και ο Έλληνας πεζογράφος αναγιγνώσκει κείμενό του με τίτλο Ο Τελευταίος Βαρλάμης κατά την τελετή υποδοχής του ως νέου μέλους της Ακαδημίας… Η Μάρη Θεοδοσόπουλου ορθώς φαντάζεται τις αντιδράσεις των ακαδημαϊκών στο ξεκίνημα της ομιλίας του: «θα πρέπει να αναρωτήθηκαν μήπως, τελικά, δεν είχε πληρωθεί η έδρα της ελληνικής πεζογραφίας, αλλά της νέας ελληνικής φιλολογίας, που είχε ταυτόχρονα προκηρυχθεί και για την οποία ουδείς κρίθηκε άξιος» [«Βίοι Βαρλάμηδων εν συνόψει», Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, τεύχ. 646, 12.3.2011].
Κι αυτό γιατί ο νεοεκλεγείς ακαδημαϊκός ξεκινώντας από τον σχολιασμό ενός πραγματικού δημοτικού τραγουδιού και της πραγματικής ή φανταστικής πρόσληψής του (από τον Γιάννη Αποστολάκη στον Αλέξη Πολίτη και από τον Σταύρο Ζουμπουλάκη στην παραγνωρισμένη ερευνήτρια Ρωξάνη–Ρέα Αβρολαΐτη) εμπλέκει κατά βούληση στον ιστορικό καμβά του πεζογραφήματός του πλήθος πραγματικά, μυθιστορηματικά και φανταστικά πρόσωπα, ιστορικά γεγονότα αλλά και τις μυθιστορηματικές μυθοποιήσεις τους, ξετυλίγοντας στον χώρο (από την μετεπαναστατική Ελλάδα στη μεσοπολεμική Γαλλία) και τον χρόνο (από τα κλεφτικά βουνά στα Δεκεμβριανά και από κει στις μέρες μας) το κουβάρι μιας απίστευτης ιστορίας η οποία θα μπορούσε κάλλιστα όμως να είχε συμβεί… Το δοκίμιο, η φιλολογική έρευνα αλλά και το φιλολογικό παίγνιο, η Ιστορία και η λογοτεχνία, εν τέλει, συνεισφέρουν ισότιμα στην κατασκευή του κειμένου. Εξάλλου, «Η ζωή είναι αφ’ εαυτής μια αφήγηση. Η Ιστορία είναι η δευτερογενής αφήγηση της πρώτης. Όταν τα γεγονότα χάσουν τον ασπαίροντα χαρακτήρα τους και ωχριάσουν οριστικά, αναγκαστικά θα εμπιστευτούμε τη λογοτεχνία», σημειώνει κάπου η Αβρολαΐτη.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, η «ομιλία» του Βαλτινού πρωτοδημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία» (τον Μαΐο του 2010), με τον ειδολογικό χαρακτηρισμό διήγημα, και λίγο αργότερα (τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου) αυτόνομα σε βιβλίο, χωρίς κανέναν, αυτήν τη φορά, ειδολογικό χαρακτηρισμό· έτυχε θερμής υποδοχής από την κριτική και διαβάστηκε υπό το φως της συνολικής πεζογραφίας του Βαλτινού [βλ. για παράδειγμα την ανάγνωση της Λίνα Πανταλέων, «Νέα Εστία», τευχ. 1843, Απρίλιος 2011].
Ειδολογικά μιλώντας, το πεζογράφημα του Βαλτινού συνομιλεί με τις συμβάσεις του ψευδοδοκίμιου, εκείνης δηλαδή της ειδολογικής κατηγορίας η οποία είτε αυτόνομη είτε με τη μορφή επιλόγου ή προλόγου, είτε τέλος ενταγμένη μέσα στη φόρμα του μυθιστορήματος, αποτελεί μια υβριδιακή κατασκευή, όπου το ειδολογικό ρεπερτόριο της μυθοπλασιακής αφήγησης και του δοκιμίου περιέχονται σε τόση αναλογία, ώστε κανένα να μην υπερισχύει. Μπορεί η κειμενική επιφάνεια αυτών των κειμένων να υιοθετεί κωδικοποιημένα ειδολογικά χαρακτηριστικά της νόρμας μιας δοκιμιακής και ενίοτε αυστηρά φιλολογικής εργασίας (σχολιασμός παρατιθέμενων κειμένων, διαπλοκή κειμένου και υποσημειώσεων, αυστηρή δομή: πρόλογος-προοίμιο, θέση-αντίθεση, αποδεικτικό μέρος, παραδείγματα, επίλογος), στις μορφικές αυτές επιλογές, ωστόσο, έρχονται να στηρίξουν την «αληθοφάνειά» τους και να αναζητήσουν την «αλήθεια» τους μια σειρά θεματικές επιλογές οι οποίες ανήκουν στην επικράτεια της μυθοπλασίας, στον κατ’εξοχήν θεσμικά χώρο της λογοτεχνίας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν εκείνα τα ψευδοδοκίμια που κατασκευάζουν εκ του μηδενός αφανείς, μυθοπλασιακούς συγγραφείς και συγγραφικά προσωπεία. Τα επινοημένα πρόσωπα των ψευδοδοκιμίων κινούνται σε έναν κόσμο παρασιτικό του πραγματικού, αντλώντας ζωή από έναν σαφώς αναγνωρίσιμο χωροχρόνο καθώς συναναστρέφονται γνωστές προσωπικότητες ή συμμετέχουν σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα της εποχής τους. Τα ψευδοδοκίμια βρίθουν από περιλήψεις ψευδεπίγραφων ή ανύπαρκτων βιβλίων που εμπλουτίζουν την παγκόσμια βιβλιοθήκη και την πινακοθήκη των γνωστών συγγραφέων, ενώ εκβιάζουν την ανταπόκριση του αναγνώστη δημιουργώντας συνεχώς την ανάγκη επικύρωσης από την Εγκυκλοπαίδεια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα του είδους αποτελούν αρκετά από τα πεζογραφήματα του Μπόρχες ο οποίος οδήγησε το είδος στη μορφική τελειότητα που γνωρίζουμε από κείμενα, όπως το «Εξετάζοντας το έργο του Χέρμπερτ Κουέιν» ή το «Η πορεία προς τον Αλ-Μουτάσιμ», και δημιούργησε μια πληθώρα επινοημένων, όχι όμως και γι’ αυτό λιγότερο «πραγματικών» συγγραφέων. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει η μορφή του «μεταφραστή-αντιγραφέα» που ενσαρκώνει τόσο ο μετασυμβολιστής Γάλλος μυθιστοριογράφος Πιερ Μενάρ από τις μπορχικές Μυθοπλασίες (1944), όσο και ο δίδυμος παιγνιώδης αναδιπλασιασμός του στο πρόσωπο του αργεντινού Σέσαρ Παλαντιόν από τις συνεργατικές (με τον Αντόλφο Μπιόι Κασάρες) Αφηγήσεις του Μπούστος Ντομέκ (1967).
Την Τετάρτη 22 Απριλίου ο πεζογράφος, δοκιμιογράφος και κριτικός Γιώργος Αριστηνός θα επιχειρήσει μια συγκριτολογική ανάγνωση του Τελευταίου Βαρλάμη ως παραδειγματικού κειμένου στο πεζογραφικό corpus του Θανάση Βαλτινού το οποίο ενσαρκώνει απόλυτα δύο αντικρουόμενες τάσεις της πεζογραφίας του: για τον Αριστηνό ο Βαλτινός είναι ταυτόχρονα «κλασικός και μεταμοντέρνος συγγραφέας και σ’ αυτήν την παραδοξότητα κρύβεται η αξία του».
Μια βραδιά που αναμένεται άκρως ενδιαφέρουσα, αφού στο είδος, η ιστορία του οποίου στην ελληνική πεζογραφία ακόμα μένει ακόμα να γραφτεί (από τις μισό-δοκιμιακές μισό διηγηματικές πραγματώσεις των Βαγενά, Κυριακίδη και Λάγιου στις συμβολές των Καλοκύρη, Μαυρουδή κ.ά.) έχει καταθέσει τον οβολό του και ο ομιλητής της βραδιάς: θυμίζω το διήγημα-δοκίμιο («Ένα άγνωστο κατεξοχήν σολωμικό ποίημα») το οποίο ανοίγει τη συλλογή δοκιμίων του Γιώργου Αριστηνού (Ακάθιστη Σκέψη, εκδ. Δελφίνι, 1996), σχετικά με την ανακάλυψη από τον ευπατρίδη νεοελληνιστή Sir Richard Blackmore (1920-1992) μιας άγνωστης στο ελληνικό κοινό νέας εκδοχής του σολωμικού «Πόρφυρα».
Όσοι πιστοί προσέλθετε.
INFO: «Ο Τελευταίος Βαρλάμης του Θανάση Βαλτινού: μια συγκριτολογική ανάγνωση από τον συγγραφέα Γιώργο Αριστηνό».
Τετάρτη 22 Απριλίου 2015
Ώρα 7.30
Βιβλιοπωλείο «επί λέξει»
Ακαδημίας και Λυκαβηττού 32 | 210 3388054