Της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη.
Στο τελευταίο του βιβλίο, που θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά το φθινόπωρο (“Ζαχαρωτό”, Πατάκης, Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά) , ο Ian McEwan καταπιάνεται με μια όψη του Ψυχρού Πολέμου άγνωστη στους περισσότερους- αυτή του πολιτισμικού ανταγωνισμού μεταξύ Μόσχας και Αμερικής/Αγγλίας. Μέσα από τα μάτια μιας ομορφούλας μαθηματικού, που η MI5 στρατολογεί μέσω του κατά πολύ μεγαλύτερου εραστή της αμέσως μετά την αποφοίτηση της από το Πανεπιστήμιου του Cambridge, παρακολουθούμε την εξέλιξη της επιχείρησης ‘Γλυκατζή’ (Sweet Tooth) που έχει ως σκοπό τη χειραγώγηση ορισμένων διανοούμενων σκεπτικών προς τον κομμουνισμό από τις Μυστικές Υπηρεσίες της Αγγλίας.
Τα προηγούμενα, από τα οποία εμπνεύστηκε ο McEwan και που αναφέρει στο βιβλίο, είναι όπως ο σοσιαλισμός που πολεμούσε με τόσο σθένος η CIA- υπαρκτά. Το αριστερό λογοτεχνικό περιοδικό Encounter πέρασε στη σφαίρα του θρύλου όταν έγινε γνωστό πως χρηματοδοτείτο από τη CIA και ο Ian Fleming πολύ πριν γράψει τις περιπέτειες του James Bond είχε συνεισφέρει στον αποπροσανατολισμό των Δυνάμεων του Άξονα ως ο εμπνευστής της Επιχείρησης Κιμάς (MincedMeat) κατά την οποία, το πτώμα ενός βρετανού αξιωματούχου, που στην πραγματικότητα ανήκε σε έναν άστεγο, ξεβράστηκε ‘τυχαία’ στα χέρια της Βέρμαχτ φορτωμένο με πληροφορίες για την απόβαση των Συμμάχων στην Ελλάδα και τη Σαρδηνία, αναγκάζοντας τους να αφήσουν αφύλακτη τη Σικελία όπου τελικά αποβιβάστηκε ανενόχλητος ο συμμαχικός στρατός.
Η επιχείρηση Sweet Tooth δεν είναι τόσο φιλόδοξη: απλά χρηματοδοτεί μυστικά καμιά δεκαριά δημοσιογράφους και έναν φέρελπι νεαρό λογοτέχνη, τον Tom Haley, ποντάροντας στο να ενισχύσει την επιρροή των αντικομουνιστικών τους κειμένων, με πρότυπο την απήχηση των έργων του George Orwell. Η ηρωίδα, η Serena Frome, γίνεται ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της MI5 και του Haley, ερωτεύεται όμως πρώτα τα διηγήματα του και στη συνέχεια τον ίδιο και έρχεται αντιμέτωπη με το δίλημμα να του ανακαλύψει ποιος είναι ο εργοδότης τους και να τον χάσει ή να συνεχίσει να τον δουλεύει διατηρώντας τη θέση της και τη σχέση τους.
H Serena είναι μια βιβλιοφάγος που ξεφεύγει από την καταθλιπτική αγγλική πραγματικότητα της δεκαετίας του ’70, με τη διαλυμένη οικονομία, την έλλειψη καυσίμων, τις επιθέσεις του IRA και τη μοναχικότητα της πρόσφατης ενηλικίωσης της κατασπαράζοντας όποιο βιβλίο πέσει στα χέρια της, ασχέτως αν ανήκει στη μαζική ή την εστέτ λογοτεχνία. Η πρώτη πληροφορία που μαθαίνουμε για αυτήν, στην πρώτη πρόταση του βιβλίου, είναι πως το επίθετό της ομοιοκαταληκτεί με τη λέξη ‘πένα’ (plume), και όλο το βιβλίο είναι μια πραγματεία που διαπραγματεύεται παιχνιδιάρικα το παλιό κλισέ ότι η πένα είναι ισχυρότερη από το σπαθί.
Ο McEwan αποδεικνύει πως, όπως οι άγγελοι, έτσι και οι κορυφαίοι συγγραφείς δεν έχουν φύλο. Γράφει όχι σα μια τραβεστί, αλλά ακριβώς όπως θα σκεφτόταν μια νεαρή, μορφωμένη γυναίκα, σε βαθμό που συχνά κατά την ανάγνωση τσέκαρα το εξώφυλλο για να σιγουρευτώ πως συγγραφέας δεν ήταν η Margarert Atwood. Παρά το εξοργιστικό για το φεμινιστικό κίνημα γεγονός ότι η πλοκή εξελίσσεται σχεδόν ντετερμινιστικά μέσω των εραστών της ηρωίδας (αρχικά έχει σχέση με έναν φοιτητή του Cambridge που τη φέρνει σε επαφή με τον μεντορά του και πρώην στέλεχος της M15, τον οποίο επίσης πιάνει εραστή για ένα σύντομο καλοκαίρι πριν τη στρατολογήσει στην M15 στο τμήμα αρχείων όπου ρίχνεται στον Max, ένα μεσαίο στέλεχος που τη βοηθάει να αναλάβει ενεργό ρόλο στην επιχείρηση Sweet Tooth κατά την οποία γνωρίζει και ερωτεύεται το νεαρό συγγραφέα Tom Haley), η Serena δεν είναι καρικατούρα φαμ φατάλ αλλά μια σκεπτόμενη γυναίκα με σπαρταριστό ερωτισμό που ακόμη και στα βιβλία που διαβάζει ξέρει τι θέλει: θέλει εμπιστοσύνη αφού κάθε βιβλίο αποτελεί ένα συμβόλαιο ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη και απεχθάνεται όσο τίποτε τις ιστορίες με αβάσιμες τροπές και εύκολους εντυπωσιασμούς.
Όπως η Serena ξεγελάει τον Tom επειδή τον αγαπάει, έτσι και ο McEwan ξεγελάει τον αναγνώστη παίζοντας μαζί του. Μπορεί να εμμένει με σοβαροφάνεια στο θέμα της σύμβασης και της πίστης μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη, σταδιακά όμως τροφοδοτεί την ιστορία με όλα τα στοιχεία που προχωρούν προς μια κατεύθυνση που πρέπει κάποιος να είναι πολύ εύπιστος για να μην περιμένει να ‘του τη φέρει’. Κλειδιά είναι τα διηγήματα του Haley που εγκιβωτίζονται μέσα στο μυθιστόρημα και ακολουθούν το μοτίβο του βιβλίου- την καταστροφική ερωτική σχέση με μια γυναίκα ή τη λογοτεχνία ή την κυβέρνηση όταν την εμπιστεύεσαι.
Σε αντίθεση με το Παρασκήνια Εξουσίας του Ρόμπερτ Χάρις, όπου ένας συγγραφέας δανείζει τη φωνή του γράφοντας τη βιογραφία του πρώην πρωθυπουργού της Αγγλίας και ανακαλύπτει την εμπλοκή της CIA στη σταδιοδρομία του, ή όλα τα βιβλία του Τζον Λε Καρρέ, το Sweet Tooth δεν είναι ούτε κατασκοπική περιπέτεια, ούτε ερωτική ιστορία. Η ανατροπή στο τέλος σε κάνει να αναλογιστείς τι μπορεί να σημαίνει το αντίτυπο που κρατάς στα χέρια σου- ίσως να είναι το δείγμα ενός happy ending ή, για όσους είναι εξοικειωμένοι με την απολαυστική φρικαλεότητα που ο McEwan αρέσκεται να δημιουργεί, να είναι το χρονικό μιας γοητευτικής αποτυχίας.
INFO : Sweet Tooth
Ian McEwan
Εκδόσεις Vintage
Μόλις (χθες) το τελείωσα, και το βρήκα ιδιαίτερα ελκυστικό και σίγουρα ενδιαφέρον. Ανακατεύει πολλά πράγματα και στυλ, περιέχει ιστορίες μέσα στην κύρια ιστορία, έχει άπειρες βιβλιοφιλικές αναφορές και, συνολικά, αποδεικνύει άλλη μιά φορά το πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι ο Μακιούαν. Δεν νομίζω πως κάποιος, διαβάζοντας το, θα αισθανθεί πλήξη έστω και μία φορά, αντιθέτως θα κρατήσει το ενδιαφέρον του αμείωτο μέχρι τις τελικές σελίδες και τη σημαντική ανατροπή. Πολύ καλή αποτύπωση, επίσης της πολιτικής και οικονομικής ζωής της Μ. Βρετανίας στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα για όταν θα βγει στα ελληνικά.