Το σπίτι με τις πυγολαμπίδες (διήγημα της Γεωργίας Συλλαίου)

0
484

 

Γεωργία Συλλαίου

 

Ο Ηλίας τοποθέτησε τις εργασίες των μαθητών του μέσα σε ένα ντοσιέ – φάκελο χρώματος μοβ και έκλεισε το συρτάρι του γραφείου. Κοίταξε ακόμη μια φορά το ρολόι πριν βάλει παλτό και κασκόλ, χτύπησε τις τσέπες για να βεβαιωθεί ότι κλειδιά, πορτοφόλι και κινητό ήταν στη θέση τους, έκλεισε πίσω του την πόρτα, κλείδωσε και κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες του διαμερίσματός του.

«Στο αεροδρόμιο», είπε στον ταξιτζή που τον περίμενε ακριβώς στην είσοδο.

Έβρεχε από το πρωί στο Βερολίνο. Η βροχή είχε ξεκινήσει εδώ και δύο εβδομάδες, κάποια βράδια σταματούσε για λίγο, αλλά το πρωί άρχιζε πάλι με ανανεωμένο ζήλο. Χωμένος μέχρι τα αυτιά στον γιακά του πανωφοριού και του μπορντό κασκόλ του, ο Ηλίας δεν έκανε τον κόπο να κοιτάξει από το παράθυρο. Τα γνώριμα κτίρια περνούσαν πίσω από τα θολά τζάμια σαν ακουαρέλες, χωρίς σαφή περιγράμματα, με τα χρώματα των προσόψεων σβησμένα από το γκρίζο προπέτασμα του νερού. Δεν σήκωσε τα μάτια ούτε όταν η εξοχή διαδέχθηκε την άσφαλτο – με  τους φακούς των γυαλιών θαμπωμένους από την διαφορά της θερμοκρασίας, προσπαθούσε να κρατήσει μερικές τελευταίες σημειώσεις για την αυριανή παράδοση στο μπλοκάκι του. Δεν χρησιμοποιούσε υπολογιστή γι’ αυτές τις μικρές δουλειές, όπως τις αποκαλούσε, προτιμούσε το στυλό του, ένα παλιό Πάρκερ, δώρο του πατέρα του για κάποια από καιρό ξεχασμένα γενέθλια.

Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, ο Ηλίας σήκωσε επιτέλους το κεφάλι από το μπλοκάκι και την προσοχή του απορρόφησε για αρκετά δευτερόλεπτα η κίνηση του αεροδρομίου πριν αποφασίσει να κινηθεί από τη θέση του. Όταν ο ταξιτζής τον κοίταξε ερωτηματικά, χτύπησε με κάποια καρτερία τα χέρια στους μηρούς, πλήρωσε και κατευθύνθηκε προς τις αφίξεις.

Συνεχάρη τον εαυτό του για την ακρίβεια και την αίσθηση του χρόνου που ανέκαθεν τον χαρακτήριζαν: Οι αυτόματες πόρτες άνοιξαν ακριβώς την στιγμή που έφτασε μπροστά τους και οι πρώτοι επιβάτες εμφανίζονταν με τις συρόμενες βαλίτσες τους, τα σακίδια, τα τσαντάκια τους, με τα όλα τους. Δεν κατάφερε να ελέγξει μια έκτακτη συστολή της καρδιάς του όταν την είδε. Αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να έχει αλλάξει τόσο λίγο. Δεν της έγνεψε αμέσως, προτίμησε να παρακολουθήσει για λίγο τις κινήσεις της, πώς έστρεφε το κεφάλι δεξιά και αριστερά δαγκώνοντας ελαφρά τα χείλη, πώς σχηματιζόταν η μικρή ρυτίδα στο μεσόφρυο και μισόκλεινε τα μάτια προσπαθώντας να τον διακρίνει. Ο Ηλίας είχε επίτηδες κρυφτεί πίσω από έναν μεγαλόσωμο άνδρα στην προσπάθειά του να παρατείνει την διαρκώς αυξανόμενη εφηβική ταραχή της αναμονής, μια γυναίκα τον έσπρωξε, ένας νεαρός τον κοπάνησε στο πρόσωπο με το ογκώδες σακίδιό του και προς στιγμήν αποπροσανατολίστηκε, έσκυψε να πιάσει τα γυαλιά του που βρέθηκαν στο έδαφος, και όταν ξανασηκώθηκε αυτή είχε εξαφανιστεί από το οπτικό του πεδίο. Τον κατέκλυσε μια παράλογη αγωνία – δεν υπήρχε περίπτωση να χαθούν μέσα σε μια αίθουσα αφίξεων, αλλά πριν αρχίσει να κατηγορεί τον εαυτό του για την ολιγωρία του, άκουσε το γέλιο της πίσω από την πλάτη του, ένιωσε τα χέρια της να τον αγκαλιάζουν από την μέση.

«Είμαι λίγο βρεγμένος» της είπε με απολογητικό ύφος, όλο και πιο ταραγμένος, όμως η Δάφνη τώρα τον φιλούσε και στα δυο μάγουλα έχοντας παρατήσει τη βαλίτσα και την ομπρέλα της στο πάτωμα.

«Θεέ μου, πόσο χαίρομαι», του είπε κι αυτός έκρυψε το πρόσωπο στα μαλλιά της, ευγνώμων για την παρουσία της, ένοχος που δεν είχε πάρει ένα μπουκέτο λουλούδια να την υποδεχτεί.

Έσκυψε και σήκωσε την κίτρινη ομπρέλα, πήγε να πάρει και τη βαλίτσα της, αλλά αυτή δεν τον άφησε, τον έπιασε αγκαζέ και τον έσπρωξε προς την έξοδο.

«Πεθαίνω για ένα ποτό».

Ο Ηλίας άρχισε να γελάει καθώς οι παλμοί της καρδιάς του επανέρχονταν στο φυσιολογικό. Ναι, δεν είχε αλλάξει καθόλου, πόσες φορές του είχε πει στον ίδιο τόνο αυτή τη φράση «πεθαίνω για ένα ποτό» και πάντα τον οδηγούσε σε κάποιο μπαρ όπου αυτός καθόταν με την πλάτη ολόισια και την γραβάτα δεμένη σε τέλειο κόμπο, ενώ αυτή παράγγελνε διπλό κονιάκ και άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ή πάλι όταν ερχόταν στο σπίτι του, παρέκαμπτε κάθε έννοια ευπρέπειας και κατευθυνόταν προς το τραπεζάκι με τα ποτά και του φώναζε «φέρε ένα ποτήρι άχρηστε» και μετά στριφογύριζε με το τσιγάρο στο στόμα λέγοντας «πάλι εξαφανίστηκαν τα τασάκια, έλεος».

«Έχω κουρβουαζιέ στο σπίτι», της ανακοίνωσε, «όπως επίσης και τρία τασάκια, ένα για κάθε δωμάτιο».

 

Η Δάφνη είχε εγκαταλείψει παλτό, ομπρέλα και τη βαλίτσα της ανοιχτή στο κέντρο του καθιστικού, είχε πετάξει μπλούζες και κάλτσες στις πολυθρόνες και στο γραφείο μετατρέποντας σε δευτερόλεπτα το αυστηρό δωμάτιο σε κάποιο είδος μπουντουάρ – το άρωμά της αιωρείτο στον χώρο, σχεδόν απτό, ίδιο εδώ και χρόνια: μια αύρα κίτρου και γιασεμιού νικούσε κατά κράτος την εγκατεστημένη οσμή της κλεισούρας και των σκονισμένων βιβλίων. Ο Ηλίας άκουγε το νερό να τρέχει στο μπάνιο και είχε την ισχυρή εντύπωση ότι μόλις τώρα είχε γυρίσει επιτέλους στο σπίτι του, μόνο που το σπίτι του δεν ήταν στην Κουρφύστερνταμ, αλλά στον έβδομο όροφο της πολυκατοικίας απέναντι από την Έκθεση, πολύ κοντά στον ουρανό και στα σύννεφα που μαζεύονταν επάνω από την αόρατη θάλασσα, πίσω από τις κεραίες των τηλεοράσεων και τις ψηλές λεύκες κατά μήκος της οδού Αγγελάκη.

Και αμέσως μετά, ακόμα πιο μακριά – εκτοξεύθηκε στην παλιά εθνική οδό Θεσσαλονίκης – Καβάλας, έστριβε τα Κερδύλλια όρη και προσγειωνόταν στον κήπο του άλλου σπιτιού, εκείνου με τα κουρτινάκια στα παράθυρα και το ρόπτρο στην εξώπορτα, τους φεγγίτες με τα χρωματιστά ορθογώνια τρίγωνα και τις σκάλες που οδηγούσαν στα υπνοδωμάτια με τα υφαντά σκεπάσματα και τα γλαστράκια στις εσοχές των παραθυριών.

Η Δάφνη βγήκε επιτέλους από το μπάνιο και κάθισε με το ριγέ μπουρνούζι του στον καναπέ, απλώνοντας απαιτητικά το χέρι.

«Έτοιμο», της είπε αυτός και της έδωσε το ποτηράκι με το κονιάκ.

«Ωραία. Και τώρα θέλω να μου τα πεις όλα».

Ο Ηλίας εξακολουθούσε να στέκεται όρθιος μπροστά της με το κοστούμι του και την γραβάτα με τον άψογο κόμπο.

«Δεν έχω τίποτε ενδιαφέρον να σου πω, άλλωστε εσύ πάντα τα ξέρεις όλα από πριν», της είπε ήσυχα, γιατί τώρα ήταν ήρεμος και ήξερε ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει ούτε και θα άλλαζε ποτέ.

Όμως η Δάφνη δεν το έβαζε εύκολα κάτω.

«Γιατί στο Βερολίνο; Όταν έφυγες, το όνειρό σου ήταν να ζήσεις στην Ιταλία. Πήγες και έμεινες εκεί δώδεκα χρόνια, έφτιαξες μια ζωή, τέλος πάντων αυτό που εσύ αποκαλείς ζωή. Και ξαφνικά έφυγες και είσαι έξι χρόνια εδώ, σ’ αυτό το ασκητικό δωμάτιο. Δεν υπάρχει ούτε μια φωτογραφία, ένα αναμνηστικό μαγνητάκι στο ψυγείο, ένα βάζο με λουλούδια.».

Ο Ηλίας σήκωσε τους ώμους.

«Στην Ιταλία δεν υπάρχει ακόμα Έκτη Ζώνη».

«Έχεις το παλιό πιάνο», είπε σιγανά η Δάφνη, «το Bechstein, είναι δυνατόν»;

Της εξήγησε ότι δεν είναι το ίδιο πιάνο κι αυτή ησύχασε γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί το Bechstein της Αγγελάκη εξόριστο στην Κουρφύρστερνταμ. Σηκώθηκε και άνοιξε το καπάκι, αφού ακούμπησε πρώτα τασάκι και ποτήρι στις παρτιτούρες, στολίζοντας την πρώτη από αυτές με έναν υγρό βαθύχρωμο κύκλο.

«Είναι ξεκούρδιστο» είπε και πριν αυτός απολογηθεί, βιάστηκε να προσθέσει «μ’ αρέσει έτσι».

Έπαιξε λίγες συγχορδίες με τα μαλλιά της να στάζουν επάνω στα πλήκτρα.

«Κρίμα είναι», μουρμούρισε και τα σκούπισε βιαστικά με το χέρι. «Πάω να ντυθώ και εσύ θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου».

Ο Ηλίας ανησύχησε.

«Υπόσχεση; Ας περιμένουμε ως αύριο τουλάχιστον».

«Πεινάω ανόητε. Θα με πας κάπου όπου θα έχει καλή μαύρη μπύρα και λουκάνικα. Σαν αυτά που τρώγαμε στην Έκθεση».

Η Δάφνη ντύθηκε γρήγορα. Φόρεσαν και οι δύο αδιάβροχα. Καθώς άνοιγαν την πόρτα, η Δάφνη κοντοστάθηκε, συνοφρυώθηκε και πήγε ξανά δίπλα στο πιάνο.

«Και όμως, είναι το ίδιο. Το παλιό πιάνο. Βλέπω τα σημάδια από το κερί που κρατούσα και έσταξε στην ουρά του εκείνη τη μέρα που τραγουδούσα την άρια από την «Υπνοβάτιδα», όρθια στο σκαμνάκι και παραπάτησα. Υπάρχει ακόμα η κόλλα από το αυτοκόλλητο, εκείνο που έγραφε “help”, κι εσύ είχες γίνει έξαλλος, το τράβηξες άτσαλα και έμεινε λίγο από το χαρτί. Ορίστε, εδώ, τα κόκκινα και τα κίτρινα υπολείμματα».

Ο Ηλίας έμενε σιωπηλός με το κεφάλι κατεβασμένο.

«Το πιάνο βρίσκεται στην Αγγελάκη», είπε τέλος.

«Χριστέ μου», μουρμούρισε η Δάφνη, «ώστε πήγες τελικά στην Έκτη Ζώνη, έτσι δεν είναι; Και δεν θέλεις να πεις τίποτε. Ή ακολουθείς τις εντολές;» Σιωπή.

«Καλώς, αύριο ίσως λυθούν οι απορίες μου».

 

…….   ………

 

 

Είχαν επιστρέψει από το εκκλησάκι του Αη –Γιάννη, λαχανιασμένοι από την πεζοπορία. Ήταν άλλο ένα μενεξεδένιο δειλινό και τα νυχτολούλουδα είχαν ανοίξει, ο αέρας είχε βαρύνει από το άρωμά τους. Η Δάφνη είχε φέρει το ξαναμμένο πρόσωπό της κοντά στα μοβ και κίτρινα ανθάκια και τότε πρόσεξε τις πυγολαμπίδες.

Στριφογύριζαν αργά μέσα στα κενά του βελούδινου σκοταδιού και μετά με την ίδια νωχέλεια υψώνονταν επάνω από τα φυτά και σκόρπιζαν στον κήπο. Παρατηρούσε τα φωτεινά στίγματα να χάνονται και να επανεμφανίζονται απροσδόκητα, ακολούθησε με το βλέμμα την υπνωτιστική κινούμενη φωτεινή γραμμή να μπαίνει από την ανοιχτή πόρτα μέσα στο σπίτι. Μέσα στο δροσερό δωμάτιο στεκόταν ο Ηλίας, χωρίς να έχει ανάψει τα φώτα, τριγυρισμένος από τα σιωπηλά χρυσαφιά πλάσματα, ακίνητος, ίσως για να μην τα τρομάξει. Η Δάφνη μπήκε κι αυτή μέσα, έκλεισε μαλακά την πόρτα και το μικρό σμήνος παγιδεύτηκε μέσα στο δωμάτιο. Έμειναν για λίγο ακίνητοι, ο ένας απέναντι από τον άλλον και τότε ο Ηλίας φοβήθηκε. Έβλεπε τα μάτια της με τις κόρες διεσταλμένες μέσα στο σκοτάδι, τις πυγολαμπίδες να διστάζουν μπροστά από το στόμα της, που ήδη μισάνοιγε έτοιμο να εκστομίσει τις δύο λέξεις που δεν έπρεπε με τίποτε να ειπωθούν. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι και απώθησε το χέρι της που έψαχνε το δικό του και τότε, ευτυχώς γι’ αυτόν, η πόρτα άνοιξε ορμητικά και ακούστηκε ο αναστεναγμός της μάνας του. «Εδώ είστε! Με τρομάξατε! Νόμιζα ότι ακόμα τριγυρνούσατε στο δασάκι, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα και σας κυνήγησαν τα σκυλιά».

Άναψαν τα φώτα και οι πυγολαμπίδες εξαφανίστηκαν. Αργότερα, στο τραπέζι, καθώς έτρωγαν την τυρόπιτα και την ντοματοσαλάτα, απέφευγαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον. Η Δάφνη σηκώθηκε πρώτη, καληνύχτισε και πήγε να κοιμηθεί.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, ο Ηλίας στεκόταν στην πόρτα του δωματίου της – άκουγε την ήσυχη αναπνοή της κοπέλας και τους οικείους ήχους της εξοχής: φτερουγίσματα και λυπημένες φωνούλες από τα νυχτοπούλια,  τα φύλλα της λεύκας να σαλεύουν στον νυχτερινό αέρα. Παρακολουθούσε το μικρό φωτεινό σμήνος να στριφογυρίζει επάνω από το κρεβάτι, να αγγίζει το πρόσωπο και τους γυμνούς ώμους της Δάφνης, να παίζει με το σεντόνι ανασηκώνοντάς το ψηλά και με το πρώτο φως της αυγής να σχηματίζει μια φθίνουσα τροχιά καθώς έφευγε από το ανοιχτό παράθυρο.

Έπεσε στο κρεβάτι του τρέμοντας από την πρωινή δροσιά, την αϋπνία και από μιαν αίσθηση ερημίας. Τύλιξε τα χέρια γύρω από το σώμα του και προσπάθησε να κοιμηθεί.

 

 

……………………….

 

 

Ο Ηλίας για τίποτε στον κόσμο δεν θα καθόταν σε μια μπιραρία. Πήγαν στο μπιστρό όπου συνήθως έτρωγε το μεσημέρι, αμέσως μετά το τέλος των μαθημάτων.

«Να βγεις έξω αν θες να καπνίσεις», της είπε όταν την είδε να κοιτάει σκεπτική το άδειο πιάτο της και να παίζει με το βαζάκι της μουστάρδας.

«Δεν θέλω να καπνίσω», απάντησε ήσυχα η Δάφνη και απάλλαξε τα χέρια της από την ασήμαντη απασχόλησή τους.

«Έτοιμος για αύριο;»

Ο Ηλίας δίστασε λίγο.

«Το μόνο που με τρομάζει είναι κάποια απροσδόκητη εξέλιξη».

«Έχουμε πει ότι θα το ρισκάρουμε όπως και να έχει. Άλλωστε, κάτι μου λέει, πως αν υπάρξει κάποια απροσδόκητη εξέλιξη, όπως λες, θα αφορά εμένα και όχι εσένα. Οπότε μην ανησυχείς, πάντα έλεγες πως  η διαίσθησή μου δικαιώνεται, έτσι δεν είναι»;

Το μπιστρό σιγά – σιγά άδειαζε. Ο σερβιτόρος τους έριχνε κλεφτές ματιές πίσω από τον πάγκο, σκουπίζοντας επιμελώς τα τελευταία ποτήρια πριν τα τοποθετήσει στα ράφια πίσω του ή να τα κρεμάσει στους γάντζους.

«Πήρες εύκολα την κάρτα;» ρώτησε ψιθυριστά ο Ηλίας.

«Πολύ εύκολα. Την πήρα στο αεροδρόμιο μετά τον έλεγχο. Ούτε που με ρώτησαν γιατί και πώς. Μου την έδωσαν χωρίς να με κοιτάξουν καν».

Ο Ηλίας έριξε μια γρήγορη ματιά στα αδειανά τραπέζια και σηκώθηκε να φορέσει το παλτό του. Της κράτησε την πόρτα για να βγει πρώτη και άρχισαν να περπατούν στο ψιλόβροχο με ακανόνιστα βήματα.

«Όχι, δεν σε κοιτούν όταν σου δίνουν την κάρτα. Νομίζω ότι δεν θέλουν ούτε να ξέρουν πώς είναι αυτοί που περνούν στο Άλλο Βερολίνο».

 

Υπήρχαν αρκετοί που αποκαλούσαν την Έκτη Ζώνη «Έκτη Αίσθηση» και μερικοί ξεχασμένοι ρομαντικοί «Κήπο των Αναμνήσεων». Οι περισσότεροι όμως την έλεγαν «Το Άλλο Βερολίνο», γιατί δεν απείχε πολύ από την πόλη. Βγαίνοντας από την δυτική έξοδο, αρκούσε να διανύσεις κάπου εξήντα  χιλιόμετρα και έφτανες ομαλά στον προορισμό σου. Οι διατυπώσεις ήταν υποτυπώδεις από την στιγμή που είχες στα χέρια σου την κάρτα εισόδου. Όλη η ευθύνη βάραινε αποκλειστικά αυτούς που είχαν αποφασίσει να επισκεφτούν την Έκτη Ζώνη. Υπήρχαν κάποιοι που δεν είχαν επιστρέψει ποτέ από εκεί. Οι περισσότεροι πάντως γύριζαν αλλά δεν μιλούσαν σε κανέναν για ό,τι είχε συμβεί στην Έκτη Ζώνη – ήταν όρος ενός είδους συμβολαίου μόλις μιας σελίδας που υπέγραφες όταν έπαιρνες την κάρτα εισόδου, αλλά και να μην ήταν έτσι, ουδείς είχε την διάθεση να διηγηθεί τις εμπειρίες και τις περιπέτειές του.

Όσοι επέστρεφαν, αντιμετωπίζονταν για ένα διάστημα με κάποιο δέος, εισέπρατταν κλεφτές ματιές στα γραφεία τους, κάποιοι συνάδελφοι δίσταζαν ακόμη και να τους αγγίξουν λες και ήταν φορείς κάποιας θανατηφόρας ασθένειας. Ωστόσο, όσο περνούσαν οι μέρες, η περιέργεια καταλάγιαζε και η καθημερινότητα υπερτερούσε για ακόμη μια φορά, ξεχνιόταν η παρασπονδία αυτών των λίγων τολμηρών, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς δεν έδειχναν καταφανή σημεία αλλαγής ούτε στην συμπεριφορά, ούτε στην απόδοση στη δουλειά τους.

Ο Ηλίας και η Δάφνη κοιμήθηκαν ήσυχα εκείνο το βράδυ. Πριν αποσυρθεί ο καθένας στο δωμάτιό του, ήπιαν ακόμη ένα κονιάκ παρακολουθώντας μια αστυνομική σειρά στην τηλεόραση και δεν αναφέρθηκαν ούτε στο παρελθόν, ούτε στην επόμενη μέρα. Πρώτη εγκατέλειψε η Δάφνη, τα μάτια της είχαν βαρύνει από το ταξίδι. Φίλησε τον Ηλία στο μάγουλο, επανέλαβε πόσο ευτυχισμένη είναι που ξαναβρέθηκαν και τον άφησε να σβήσει την τηλεόραση και τα φώτα.

Εκείνος έμεινε αρκετή ώρα ακόμη ασάλευτος μπροστά στην οθόνη, φροντίζοντας πρώτα να χαμηλώσει τον ήχο. Πριν πέσει στο κρεβάτι, στριφογύρισε για λίγο στο καθιστικό, χάιδεψε τις παρτιτούρες, το πιάνο, την πολυθρόνα όπου πριν από λίγο καθόταν η Δάφνη, το παρατημένο υγρό παλτό της, κάθε τι που είχε αγγίξει με τα δάχτυλα ή το σώμα της. Δεν έσβησε τα φώτα.

Το επόμενο πρωί, της ζήτησε να οδηγήσει αυτή.

«Δεν ήμουν ποτέ καλός οδηγός, άσε που έχω χρόνια να πιάσω το τιμόνι. Θυμάσαι που έμπαινα στην αριστερή λωρίδα και πήγαινα με εξήντα;»

Η Δάφνη το θυμόταν, αλλά δεν γέλασε. Επιθεώρησε προσεκτικά το παλιό Πεζώ, έλεγξε τα λάστιχα και τα φρένα.

«Εντάξει είναι», μουρμούρισε και μπήκε γρήγορα στη θέση του οδηγού.

Η βροχή είχε επιτέλους σταματήσει, αλλά ο κακός καιρός δεν έλεγε να εγκαταλείψει το Βερολίνο. Σε όλη τη διάρκεια της μικρής διαδρομής είχαν να αντιμετωπίσουν μια ομίχλη που σε ορισμένα σημεία γινόταν αδιαπέραστη, η Δάφνη βλαστήμησε δυο – τρεις φορές μέχρις ότου έφτασαν σε μια επίπεδη άνυδρη έκταση. Ουσιαστικά ήταν ένα ακαλλιέργητο χωράφι και τίποτε παραπάνω, χωρίς κανένα δέντρο, ούτε καν έναν καχεκτικό θάμνο. Όμως η ομίχλη είχε υποχωρήσει και μπορούσαν να δουν στο βάθος μια συστάδα δέντρων που θα μπορούσε να σημαίνει την ύπαρξη κάποιου αλσυλλίου, ίσως ακόμα ενός μικρού δάσους.

Έκαναν άλλα τρία χιλιόμετρα και φάνηκαν τα πρώτα φώτα, πίσω από την δενδροσειρά. Τα αναγνώρισαν – ήταν εκείνα τα γκριζοπράσινα κυπαρίσσια που έπαιζαν τον ρόλο  φράχτη γύρω από τον κήπο του σπιτιού. Η Δάφνη πάρκαρε στην άκρη του δρόμου, σε ένα μικρό πλάτωμα.

Γύρισε και κοίταξε τον Ηλία. Είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στο τζάμι με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σταυρωμένα σφιχτά στο στήθος. Χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια από μέρους της για να ξεσφίξει τα κρύα του δάχτυλα, αλλά εντελώς απροσδόκητα, μετά απ’ αυτό, ο Ηλίας δεν έφερε καμία απολύτως αντίσταση. Αντιθέτως, βγήκε πρόθυμα από το αυτοκίνητο και στάθηκε πλάι της. Ανάσαιναν και οι δύο βαθιά τον βραδινό καλοκαιρινό αέρα με τα κεφάλια στραμμένα στον μενεξεδένιο ουρανό, ατενίζοντας τα πρώτα αστέρια, τα διάφανα σύννεφα που διαλύονταν αργά.

Το σπίτι ήταν σκοτεινό, με την πόρτα ανοιχτή. Όλα ήταν ίδια, ακριβώς όπως τα θυμόντουσαν, με μόνη διαφορά την ύπαρξη μιας μικρής τάφρου που κύκλωνε τον κήπο. Η Δάφνη έσκυψε πάνω από το νερό, κάθισε στις φτέρνες και άφησε το χέρι της ελεύθερο στη ροή του καθαρού νερού.

«Έχει ένα γεφυράκι», της υπέδειξε ο Ηλίας.

Προχώρησαν στον κήπο με τα νυχτολούλουδα και τα διακοσμητικά βραχάκια, τα παρτέρια με τις καμπανούλες και τις τριανταφυλλιές, καθυστέρησαν λίγο για να ελέγξουν τα σκοινιά της κούνιας που κρεμόταν από το πλατάνι.

Η Δάφνη μπήκε πρώτη στο σπίτι και αυτός την ακολούθησε. Έκλεισε πίσω του την πόρτα. Στάθηκαν ο ένας απέναντι από τον άλλον μέσα στο μικρό φωτεινό σμήνος. Οι πυγολαμπίδες δίσταζαν στα χείλη της Δάφνης, ακουμπούσαν φευγαλέα τα μαλλιά της και κατόπιν εκτελούσαν σιωπηλές πιρουέτες πριν υψωθούν στο ταβάνι.

Το φιλί τους ήταν βαθύ, έπεφτε ο ένας μέσα στο στόμα του άλλου, στην αντίθετη κατεύθυνση από την ανυψωτική κίνηση των πυγολαμπίδων, όλο και πιο κάτω, όλο και πιο χαμηλά.

Ο Ηλίας την έπιασε από τα μπράτσα, τα χέρια του έφτασαν στην πλάτη της, παραμέρισαν την μπλούζα και άγγιζαν το δροσερό της δέρμα, τα χείλη του φιλούσαν την κοιλότητα του λαιμού της, έψαχναν τις μυρωδιές του κίτρου και του γιασεμιού.  Καθώς την έσφιγγε στην αγκαλιά του, επιτέλους άγρια χαρούμενος και πιο δυνατός από ποτέ, την ένιωσε να μικραίνει, να λιώνει επάνω του. Απέδωσε το φαινόμενο στην ενδοτικότητά της, αλλά έκανε λάθος. Η Δάφνη λιγόστευε, χανόταν μέσα στο μισοσκόταδο και όταν την απομάκρυνε λίγο από επάνω του προσπαθώντας να την ξαναδεί, αντίκρισε μόνο τα χείλη της να ενσωματώνονται στο μικρό φωτεινό πλάσμα που είχε καθίσει επάνω τους και αμέσως να εκτοξεύεται ψηλά για να συναντηθεί με το υπόλοιπο σμήνος.

 

Εγκατέλειψε το σπίτι, πέρασε τρέχοντας το γεφυράκι και έβαλε αμέσως μπρος το αυτοκίνητο. Διάβηκε τον φράχτη των κυπαρισσιών  χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω του, μπήκε στην αριστερή λωρίδα με το κοντέρ να δείχνει εκατόν είκοσι χιλιόμετρα, χωρίς να δίνει σημασία στα οργισμένα κορναρίσματα των άλλων οδηγών. Έφτασε σώος στο Βερολίνο αργά το βράδυ. Μπήκε στο δωμάτιο με τα αναμμένα φώτα, τα τασάκια  γεμάτα αποτσίγαρα και τα ποτήρια τους αφημένα στο τραπεζάκι. Ήπιε το υπόλοιπο ποτό και από τα δύο και στάθηκε στη μέση του δωματίου πιάνοντας τα πλευρά του λαχανιασμένος, πιο μόνος από ποτέ, πιο σαστισμένος κι από τη μέρα που του είχαν αναγγείλει στο Πανεπιστήμιο ότι είχε κοπεί στο μάθημα όπου θεωρούσε τον εαυτό του αυθεντία.

Τα ρούχα και τα παπούτσια της Δάφνης ήταν διασκορπισμένα στο δωμάτιο, τα φανελάκια της κρέμονταν υγρά από τους παραστάτες των παραθύρων και είχαν δημιουργήσει λιμνούλες νερού στο παρκέ. Όλα αυτά τα είδε και τα αφομοίωσε μέσα σε μια στιγμή αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση για να συμμαζέψει. Πέταξε κι αυτός το παλτό του κάτω και έψαξε στη βαλίτσα της. Βρήκε ένα φαρδύ μπλε πουλόβερ και το φόρεσε πάνω από το πουκάμισο, αφού πρώτα απαλλάχθηκε από την γραβάτα του.

Δεν πήγε στην κρεβατοκάμαρά του, πήγε στη δική της. Άναψε κι εκεί όλα τα φώτα. Δεν μπήκε στον κόπο να βγάλει τα παπούτσια, ούτε τα γυαλιά του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι αγκαλιάζοντας το κορμί του με το πρόσωπο χωμένο στο μαξιλάρι, με τα γυαλιά να πιέζουν επώδυνα τους κροτάφους και την βάση της μύτης του. Το κινητό του άρχισε να χτυπάει κάποια στιγμή μέσα στην νύχτα, αλλά ο Ηλίας απλώς το έσπρωξε στο πάτωμα όπου αυτό εξακολούθησε να χτυπάει μέχρι που σταμάτησε.

Αυτός έμεινε εκεί, με το πρόσωπο χωμένο στο μαξιλάρι. Μύριζε Δάφνη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροHappy Birthday (διήγημα της Λένας Βελόγλου)
Επόμενο άρθροΜανχάταν, Σελίδες μικρού χρονικού…6, 7 (του Χρήστου Τσιάμη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ