Το σώμα ως αυτόνομο κράτος (του Γιώργου Δρίτσα)

0
381

 

του Γιώργου Δρίτσα

Η σύνδεση των τεχνών και δη του γραπτού λόγου με την εικόνα και τη μουσική είναι κάτι που αποτελεί ένα πρωτεύον ζήτημα για μια πολυσύνθετη αντίληψη και πρόσληψη του χώρου και του τόπου. Μόνο έτσι δομείται η κοσμοαντίληψη μιας ολικής κατοίκησης ή καλύτερα να πούμε μετοίκησης μέσα στον κόσμο, μέσα στον κόσμο όπως αυτός πρέπει να είναι και να βιώνεται με βάση τις αισθήσεις, οι οποίες πολλές φορές αποτελούν καλύτερο οδηγό από τη στρυφνή λογική.

Πάνω σε αυτή τη λογική δομείται η καινούρια συλλογή του Σωτήρη Λυκουργιώτη, ώσπου να γίνουν τα κορμιά μας αυτόνομο κράτος (Φαρφουλάς 2023), συνταιριάζοντας αρμονικά φωτογραφίες των Όλγα Καραμπέρη και Ηρώ Αργυροπούλου με δικά του ποιήματα. Μια δοκιμή που είχε κάνει ξανά στον Κύκλο της Άλφα, αποτυπώνοντας βέβαια στις φωτογραφίες ένα πιο αστικό πλαίσιο, όπως και στα ίδια τα ποιήματά του. Στην παρούσα συλλογή, που θα μπορούσε να παρουσιαστεί και ως μια διακαλλιτεχνική σύνθεση, μεταξύ ποιητικής συλλογής και άλμπουμ φωτογραφιών, όμως ξεφεύγει από το περίβλημα της μεγαλούπολης και ακολουθεί τον δρόμο των flaneurs των θαλασσών. Με σύμβολο τη μαυροκόκκινη παντιέρα του jolly roger, κάποτε σύμβολο της αυτόνομης πολιτείας της ημι-μυθικής Libertatia, στα πάντα ανοιχτά περάσματα της Ανάφης και της Αστυπάλαιας.

Η ποιητική γλώσσα του διαχέεται, έτσι, στις ψημένες στο αλατόνερο νήσους, όπου ο ποιητής περιμένει την ανακάλυψη ή καλύτερα να πούμε την ενορατική αποκάλυψη ενός Νέου Κόσμου, μιας Νέας Ζωής, όπως ο ρακένδυτος Κολόμβος κάποτε στα ανοιχτά του Ατλαντικού (όπως διαφαίνεται από το εισαγωγικό συμβολικό ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αϊτή»). Η γλώσσα μετατρέπεται σε κινητό ναυάγιο, το οποίο αποτυπώνει εξ επαφής, δια των αισθήσεων, τα τοπία, τις αναμνήσεις και τα ανθρώπινα σώματα και τα πάθη τους.

Η ουτοπία γίνεται έτσι, μια μεγάλη αγκαλιά με τον έρωτα και διαξάγει έναν αμείλικτο πόλεμο με την αποστέρησή του (βλ. ποίημα «Η ουτοπία είναι η νύχτα»). Ο πόλεμος όμως, εσωτερικός και γεμάτος εντάσεις και εκτροπές, συνεχίζεται για πάντα μέσα από την απόκτηση ενός τραύματος, που η ίδια η ζωή γεννάει για όλους αυτούς που αναζητούν ένα θαύμα στο φιλί του θανάτου, αυτή τη δύναμη της ήττας που ενεργοποιεί την ύπαρξή μας και τη ξυπνά, κάτω από ένα όμορφο άναρχο ουρανό, που φιλοξενεί τη «δημοκρατία των άστρων»  (βλ. ποίημα «Κρότωνας»). Κάτω από έναν ουρανό, όπου κάποιος κοιτώντας τον νοσταλγικά μπορεί να ονειρευτεί μια άλλη πραγματικότητα, από αυτή τη στοιβαγμένη μιζέρια στα καρότσια των σούπερ μάρκετς και της οκτάωρης εργασίας που, όπως λέει ένα μότο, που δέχεται με χαρά ο σύγχρονος νεοφιλελεύθερος κόσμος, «απελευθερώνει» (βλ. «Ο μύθος του Αριστοφάνη στο Συμπόσιο του Πλάτωνα»).

Το σώμα, έτσι, το ολόγυμνο αυτό σαρκικό περίβλημα, απελευθερώνεται από τα δεσμά του σύγχρονου πολιτισμού, κάτω από τον μεταξένιο ήλιο, όταν ονειρεύεται, κάνει έρωτα και πονά αδέσμευτο (βλ. «Φιλιατρό»). Τότε γίνεται αυτόνομο κράτος, μια νέα Κομμούνα, μια καστοριαδική αυτόνομη κοινωνία, όπου η σωματικότητα της ανθρώπινης ουσίας υπερνικά την αχρεία εμπορευματοποίησή της (βλ. ποίημα «Πλάκες»).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το καλοκαίρι, αποτελεί μια φυσιολογική αντιστροφή, μια «ετεροτοπία» για τους γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας και της μελαγχολίας του φθινοπώρου (βλ. ποίημα «Μάντρες»), ένα καλοριζωμένο φετίχ – ακόμη και όταν αυτό γίνεται πλέον στεγνό και ανέκφραστο (βλ. ποίημα «Ζεϊμπέκικο του Φθινοπώρου»).

Εν τέλει όμως, ο ποιητής, όπως μας λέει στον ποιητικό του «Επίλογο», μένει ένας άριζος πρόσφυγας, ένας ανέστιος ναυαγός. Η ευωχία που βιώνει πρόκειται εξάλλου να τελειώσει, και ακόμη και το ίδιο το σώμα του αρχίζει να υποχωρεί μπρος στην τραγική πορεία του κόσμου. Μόνο η ανάμνηση παραμένει και δη η ανάμνηση του έρωτα, η ανάμνηση του έρωτα δύο ενωμένων κορμιών στην άμμο, ή τέλος πάντων δυο κορμιών που ένιωσαν την έλξη της ηλιοκαμένης ματιάς, αλλά κατέληξαν χωριστά μέσα σε βαπόρια και ferry boat.

Κλείνοντας, μέσα στη νέα του αυτή ποιητική συλλογή, αυτό το ζωντανό καλλιτεχνικό δρώμενο, βλέπουμε τον ποιητή να επιστρέφει από τη χαρά της απελευθέρωσης, στη συνειδητοποίηση της υλικότητας της ανθρώπινης σωματικότητας – σε όλο το εύρος της τραγικότητάς της. Ένας γλυκός κλαυσίγελος σαν να ακούγεται σε όλη την έκταση της συλλογής, ενώ σε μια άκρη ενός νοητού βράχου στη μέση του Αιγαίου αχνοφαίνεται ίσα ίσα η μορφή του αναρχονιτσεϊστή  Ρένζο Νοβατόρε, που απολαμβάνει νεκροζώναντος το ηλιοβασίλεμα, πιο ρομαντικός και ερασιθάνατος από ποτέ.

 

Σωτήρης Λυκουργιώτης, ώσπου να γίνουν τα κορμιά μας αυτόνομο κράτος, Φαρφουλάς Πάτρα 2023

Προηγούμενο άρθροΟ Αλέν Ντελον ως “Τσιγγάνος” από τον Ζοζέ Ζιοβανί «Το βάρος της αόρατης ύπαρξης» (του Μανώλη Γαλιάτσου)
Επόμενο άρθροΜυστικά και Ψέματα (του Σταύρου Χατζηθεοδώρου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ