Το σκίτσο στην ντουλάπα (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
516

της Βαρβάρας Ρούσσου

Αφορμή για την επιστροφή στη δεύτερη συλλογή του Παναγιώτη Μηλιώτη αποτελεί η επανεμφάνισή της από τις εκδόσεις ενύπνιο. Μέσα στην τριετία που πέρασε από την προηγούμενη έκδοση τα ποιήματα αυτά διατηρούν ακόμα σήμερα, ως δείκτες μιας ιστορικής συγκυρίας, ακέραιη τη δυναμική τους. Παράλληλα η νέα ανάγνωση επιβεβαιώνει την ωριμότητα του χειρισμού των ποιητικών τρόπων του Μηλιώτη μέσω των οποίων διατηρείται η ένταση των εικοσιενός ποιημάτων, παρά τη φαινομενικά ενεστωτική θερμότητα εντός της οποίας είχαν παραχθεί τα περισσότερα προ τριετίας.

Η φωνή εκφοράς αντιμετωπίζει την εξωτερική πραγματικότητα βγαίνοντας από «τη ντουλάπα έξω στο μπαλκόνι» (Το σκίτσο στη ντουλάπα). Η ντουλάπα είναι ο χώρος του κρυφού, του ατομικού και συλλογικού/ιστορικού παρελθόντος, των άλλων εαυτών, των προσδοκιών-σχεδίων/σκίτσων («Από τότε που τραβάμε/τις πρώτες μας γραμμές με χάρακα/[…]Το σκίτσο μιας άλλης χώρας»), ο χώρος που έχει στην μεταπλαστεί σε κελί ( «Σα να εκτίουμε ποινή κατοικούμε σε κελί» από το ποίημα Σε κελί). Η ιστορία, κρυμμένη κι αυτή στη ντουλάπα, η ιστορική ροή είναι παρούσα στην ποίηση του Μηλιώτη άλλοτε ως ρητή αναφορά άλλοτε ως αόρατη καταστατική συνθήκη που αναπόδραστα ορίζει (ή κατά μια έννοια εκτρέπει) το αρχικό σκίτσο της ζωής.

Η πάγια οπτική του Μηλιώτη είναι ότι το προσωπικό είναι σαφώς πολιτικό ακόμη και στη λειτουργία της παιδικής ανάμνησης όπου η μνήμη της αλάνας των παιδικών παιχνιδιών διαβρώνεται από την οικονομική συνθήκη ενός κόσμου που αλλάζοντας παραδίνεται αλλά που δεν καταβάλλει την αγωνιστικότητα του ποιητικού υποκειμένου: «Την αλάνα με τη μπάλα και τις πέτρες/ θα τη βλέπεις μονάχα πολύχρωμο εμπορικό,/σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής/ θα ‘ναι το ζωντανότερο σημείο κίνησης/ παιδιά, γονείς καλάθια θα κρατάνε και σακούλες,/[…]Η αλάνα με το χώμα που στις χούφτες σου κρατούσες/χώρος μιας άλλης ζωής,[…] Το πείσμα σου θα διαπεράσει το γυάλινο εμπορικό/και θα φτάσει πολύ πιο πέρα, στον πυρήνα/που δεν είναι ποτέ του διαφανής˙ οι περιστροφές του/μαγνητίζουν μονάχα τα μάτια όσων θεωρούν/τον εαυτό τους μελλοθάνατο.» (Jumbo). Όμως η ποιητική φωνή διαρρηγνύει την ενικότητα που νόμιζε ότι ήταν ο εαυτός, αναδύεται από το μοναχικό εγώ και καταδύεται στην κοινωνική πραγματικότητα της πληθυντικότητας: «τάχα να σκιάχτηκες που είδαμε μαζί/ απ’ τη δικιά μας την πληγή του κόσμου την πληγή…/τώρα που ξεπέρασες την πλήξη σου ξεκίνησες/να δίνεις στ’ αλήθεια μάχη με το θάνατο.» (Να δίνεις στ’ αλήθεια μάχη με το θάνατο). Έτσι αφού το εγωτικό βλέμμα μεταστρέφεται προς τον κόσμο τα ποιήματα κινούνται λιγότερο μεταξύ του εξομολογητικού εγώ ρέποντας προς το εμείς. Όσο προχωρεί η ανάγνωση και γίνεται ορατή η πολιτική θέση της συλλογής τόσο ενισχύεται η αίσθηση του συλλογικού και μάλιστα η ανάγκη να αποτελέσουν τα ποιήματα την εκπροσώπηση αδύναμων φωνών (βλέπε τα «Για τους κατατρεγμένους» και «Μανωλάδες»). Η αυτοσυνειδησία του ατόμου-ποιητή καταδεικνύει πόσο έχει ανασκευαστεί ο ιδρυτικός μύθος του κλασικού φιλελευθερισμού περί ακεραιότητας του υποκειμένου οδηγώντας σε μια απορηματική αμορφία. Στα ποιήματα «Κι άντε μάθε το σώμα σου ξανά να κουμαντάρεις» -το πρώτο της συλλογής- είναι εμφανής αυτή η κατάδειξη της ανασκευής: «Μήνες και μήνες πληθαίνουν άμορφοι/και ξεχαρβαλώνουν σιγά σιγά το σκελετό μου,/ανοίγουν κάθε τόσο την ντουλάπα και ξεμυτούν/οι παλιοί μου εαυτοί-κουλούρα στον κατήφορο/με σπρώχνουν- άμορφη να σβήνω μάζα/».

Ο Μηλιώτης οδηγείται προς μια σύζευξη που αφενός αποδίδει τόσο ποιήματα αφιερωμένα σε  πρόσωπα της αριστεράς, επώνυμα (Ν. Ζαχαριάδης, Ν. Πλουμπίδης, Ηλέκτρα Αποστόλου, Ν. Βαβούδης) ή ανώνυμα (Ο κυρ Σταύρος, οι Χαλυβουργοί)) όσο και   διαποτισμένες από καρτερική μελαγχολία διαμαρτυρίες αφετέρου σκιαγραφεί την εξίσου μελαγχολική προσωπική πορεία προς την ωριμότητα όπου το (μικρο)αστικό περιβάλλον (« ήταν το σόι, πατέρες και γιοί, άνοιξαν σαμπάνια, άφριζε ο χρόνος σε ποτήρια κολονάτα,/ ήταν οι ασπασμοί, όλο το σόι στη σειρά,/[..] Στων πατέρων τα επίμονα καλέσματα οι γιοί/και συνεχίζουν να μιλούν ανάμεσα σ’ εδέσματα…/. Τι ήταν στις χρονιές που πέρασαν) και οι θεσμοί του (Ήταν εργοστάσιο -θυμάμαι- το σχολείο/άλεθε όλο μα το τοπίο»- Το σχολείο) αποδεικνύονται ασφυκτικά υπνωτικές επιτελέσεις.

Εάν η ποίηση του Μηλιώτη, όπως κρυσταλλώνεται στο Σκίτσο στην ντουλάπα, τοποθετηθεί στο ποιητικό πεδίο του καιρού μας, και με δεδομένο τον πολιτικό λόγο που εκφέρει, νομίζω ότι δεν έχει άμεση αφόρμηση, ή έστω ρητά ομολογημένη σχέση, με τη λεγόμενη «κρίση», δεν εκκινεί και δε σταματά σε αυτό το ισχυρό μεν επικαιρικό δε στοιχείο, (ολισθηρό έδαφος που μπορεί να οδηγήσει σε εύκολες τροπικές ατραπούς και αναλώσιμες ποιητικολογίες). Εδώ αντιλαμβανόμαστε μια εμπρόθετα και ευρύτερα πολιτική ποιητική αρθρωμένη σταθερά στο μαρξιστικό της υπόβαθρο. Συμπλέει λοιπόν ο Μηλιώτης  με νέους ποιητές όπως η Κ. Ζησάκη, ο Π. Σκυθιώτης, ο Ν. Κουτσοδόντης και με άλλους σε διαφορετικό βαθμό, τρόπους και διεκδικητική/διαμαρτυρική/καταγγελτική στάση επηρεασμένη από την πρόσφατη πολυεπίπεδη κρίση (ομολογουμένως δεν είναι όλη η ποίηση πολιτική; Δεν ασκεί την κριτική της; Δεν έχουν οι νέοι την μελαγχολική οργή των καιρών ;  Ας με συγχωρήσουν οι πολλοί νέοι που δεν τους ανέφερα είναι προσεχούς κειμένου μου το θέμα˙ εδώ ο λόγος για τον Μηλιώτη).

Έχοντας πιθανόν προ οφθαλμών τον Μαγιακόφσκι αλλά και το Ρίτσο και πίσω του αναγνώσεις  από ευρύ φάσμα της νεώτερης ποίησης ο Μηλιώτης επιδιώκει τη θαυμαστή εκείνη εξισορρόπηση της λυρικής ρητορικής με αντιλυρικά στοιχεία αλλά και μορφολογικά αντλεί από το πεδίο ολόκληρης της προηγούμενης ποιητικής παραγωγής. Ποιήματα κυρίως σύντομα, με στίχους όχι ιδιαίτερα πολυσύλλαβους όπου η προσεκτική σειρά των λέξεων απομακρύνει κάθε πεζολογία: «Οι ρίζες μου δεν ήρθαν από ‘κει,/το αίμα μου σε τέτοιες περιπέτειες/ποτέ δε στράφηκε˙/ τι με ξελόγιασε/ κι έτσι χωρίς πολλά πολλά ξεκίνησα/κι έφτασα ως εκεί που εσύ γεννήθηκες.» (Τότε βγήκε το φεγγάρι)˙ ο ρυθμός ενισχύεται από διάσπαρτους ή συνεχόμενους έμμετρους στίχους: «εμείς οι δυο το χρόνο τον αρπάζουμε/ κι ανάποδα απ’ την κορυφή ως τα πόδια/υπόσταση να βρει τον ψαχουλεύουμε» (Η ανταπόκριση)˙ όπου η ομοιοκαταληξία χρησιμοποιείται ως εργαλείο ειρωνείας: «Κι εγώ απάνω στον σταυρό/με τη χολή μου γράφω ποίημα χωλό/λίγη απ’ τη δόξα του κυρ Σταύρου αποζητώ/» ( Ο κυρ Σταύρος)˙ η επανάληψη συντείνει στη ρυθμικότητα˙ οι στίχοι διαλέγονται εμφανώς με ισχυρούς προγόνους: «Σκύψε αν μπορείς στο λευκό χαρτί[…] Θυμήσου αν μπορείς τη μέρα, τον τόπο, την επιθυμία» (Για τους κατατρεγμένους).

Έχω την αίσθηση ότι ο Μηλιώτης θεωρώντας την ποιητική περιπέτεια ως μέσο έκθεσης των τραυμάτων που προέρχονται από έναν κόσμο που έχει σημανθεί αρνητικά έχει την πίστη ότι όσο κι αν η ποίηση, (και δη η λυρική) αποτελεί την έκφραση του εσώτερου ανθρώπινου πυρήνα, είναι δηλαδή βαθιά προσωπική, δεν παύει να αποτυπώνει την ανθρώπινη κοινωνία δηλαδή την πληθυντικότητα ακυρώνοντας την υποτιθέμενη αντίθεση μεταξύ πολιτικής και λυρικής ποίησης.

info: Παναγιώτης Μηλιώτης, Το σκίτσο στην ντουλάπα, ενύπνιο 2020 (α΄ έκδοση θράκα 2017)

Προηγούμενο άρθροΗ καραντίνα που δεν αγάπησα (του Γιάννη Πάσχου)
Επόμενο άρθροSlavoj Žižek, Απομυθοποίηση του ερωτισμού; (μτφρ. Γιώργος Καρτάκης)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ