του Κώστα Θ. Καλφόπουλου
«Τα βιβλία», σημείωνε ο Γερμανός συγγραφέας Ζαν-Πωλ (Jean Paul Friedrich Richter, 1763-1825), που θεωρείται Pendant του Γκαίτε, «είναι ογκώδη γράμματα προς φίλους». Αυτός ο κανόνας, που ισχύει σχεδόν απαρέγκλιτα στην παγκόσμια λογοτεχνία, ισχύει και στα καθ’ ημάς, αν θυμηθούμε, επί παραδείγματι, τη Ζωή εν τάφω, του Στρ. Μυριβήλη ή, ακόμα περισσότερο, το Κιβώτιο, του Άρη Αλεξάνδρου, που, αυτό ειδικά, απευθύνεται στους συντρόφους (του). Πολλά χρόνια μετά, δύο βιβλία, ένα «λιανό» κι ένα «ογκώδες», έρχονται να μάς υπενθυμίσουν, σε παραλλαγή, τον αφορισμό του Ζαν-Πωλ. Όμως, ακόμα πιο αξιοπερίεργο, άρα και ενδιαφέρον, είναι το γεγονός, ότι αμφότερα έχουν τον ίδιο αποδέκτη, πιο σωστά «την ίδια παραλήπτρια»: μια, κάποια Ιφιγένεια.
Ο Αντώνης Κυριαζάνος είναι -για τους παλιότερους- και δεν είναι ο «Μπλοκάκιος» του «Ταχυδρόμου». Στο «αυτί» του βιβλίου του διαβάζουμε ένα από τα πιο λιτά, λακωνικό στην κυριολεξία, βιογραφικά στην ελληνική συγγραφική και εκδοτική παραγωγή, «με δυο λόγια»: γεννήθηκε το 1957, έπαιξε στους δρόμους της Νίκαιας (όχι της Νις –ΚΚ), ανδρώθηκε στους δρόμους του Πειραιά και μεγάλωσε στους δρόμους της Αθήνας». Είναι σα να διαβάζουμε την ταυτότητα ενός «οδοιπόρου» και η «Ιφιγένεια» είναι το «μεθυσμένο κορίτσι του», για να θυμηθούμε τον παλιό δίσκο του Μάνου Χατζηδάκι. Εδώ, ο δρόμος είναι όμως η λέξη-κλειδί: για τον Κυριαζάνο «όλα είναι δρόμος» (για να μην ξεχάσουμε τον Γιάννη Τζανετάκη και τον Παντελή Βούλγαρη), καθώς, κατά μία έννοια, όλα «συνδέονται» μ’ ένα αόρατο νήμα, της μνήμης και των συνειρμών.
Όμως, πριν 41 χρόνια (πώς περνάνε τα άτιμα!) ο θεσσαλονικιός Θέμης Λιβεριάδης, που στο εκτενές «βιογραφικό» του στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρει πως «ασχολείται με τη βιομηχανία και το εμπόριο ανταλλακτικών αυτοκινήτων» (!), εμφανιζόταν, πρώτος, με τις (δικές του) Σημειώσεις για την Ιφιγένεια: μια σειρά από κομψές πρόζες-πορτραίτα από την πόλη και τη ζωή του, που μιλούσαν απ’ ευθείας στην ψυχή του αναγνώστη, ακόμα κι αν δεν τον συνέδεε καμία εντοπιότητα. Μια φράση υποδηλώνει (άθελα; υποσυνείδητα; σκόπιμα;) πως αυτό το βιβλιαράκι για τη δική του του Ιφιγένεια «θα μπορούσε να γίνει κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις ένα ολοκληρωμένο έργο», με μια υποσημείωση που παραπέμπει στη λαϊκή θυμοσοφία για τη «γιαγιά και τα καρούλια της» ή, αν το μεταφέρουμε στα Γαλλικά πρότυπα «Με το ‘‘αν’’ βάζεις το Παρίσι στο μπουκάλι».
Κι έτσι, το 2021, ένα άλλο βιβλίο, του Αντώνη Κυριαζάνου, με τον τίτλο Αγαπημένη μου Ιφιγένεια, παίρνει, κατά κάποιον τρόπο, τη σκυτάλη από την πρώτη, όμως εδώ γίνεται, πράγματι, ογκώδες γράμμα προς φίλους. Η δική του Ιφιγένεια, μοιρασμένη στον τίτλο σε δύο μέρη («Η τριλογία των νήσων», «Τα πρόσωπα και τα πράγματα μιας εποχής») είναι όμως σαν 7 «τετράδια ημερολογίου»: «Κάτι σαν πρόλογος», «Αγαπημένη μου Ιφιγένεια»: οι τρεις επιστολές», «Σημειώσεις χωρίς ακριβές αντίκρισμα», «Η βιογραφία ως αφήγημα», «Επίλογος», «Trivia», «Το ημερολόγιο της αναμονής» κι αμέσως ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως εδώ τα πράγματα αρχίζουν και ζορίζουν.
Κατ’ αρχάς, έχει να τιθασεύει ένα απαιτητικό, στα όρια του δύσβατου, αλλά ευανάγνωστου, βιβλίο, που επιμερίζεται σε πρόσωπα, πράγματα και θέματα, τα οποία όλα συνδέονται μεταξύ τους, ακόμα κι αν ο αναγνώστης δεν είναι εξοικειωμένος με αυτά, τού φαίνονται οικεία! Κι αν τύχει και γνωρίζει κι αυτός κάποια από αυτά, τότε η αναγνωστική θέρμη αυξάνεται, μαζί με την περιέργεια και το ενδιαφέρον, κι ανατρέχει στις «Διευκρινήσεις, συστάσεις, συμπληρώματα» για να εντοπίσει τις (όποιες) κοινές διαδρομές, ας πούμε τον Καβάφη, ακόμα κι αν δεν είναι εκείνος ο ποιητής που περισσότερο τον συγκινεί, τον Σαββόπουλο (αυτός, μάλιστα! «Μια θάλασσα μικρή»), τον Τεντέν («για αναγνώστες από 7 έως 77 ετών», όπως αναγραφόταν στο περιοδικό) και, βέβαια, τον Σιμενόν, για τον οποίο ο συγγραφέας (σε προσωπικη εξομολόγηση), σ’ ένα παρισινό ταξίδι του, ρώτησε στην είσοδο της Quai des Orfèvre, αν «είναι μέσα ο Μαιγκρέ;», για να πάρει μιαν υπηρεσιακή, αρκούντως ασαφή απάντηση «πως έχει βγει έξω».
Το να χαρακτηρίσουμε αυτό το βιβλίο ως «υβριδικό», ως μία «εκ βαθέων εξομολόγηση» ή ως μία «λογοτεχνική, προσωπική αναπόληση μιας διαδρομής», ως «δοκιμιακή γραφή» κτλ., μάλλον αδικεί και το έργο και τον συγγραφέα, με την έννοια, πως η ορθολογική, by the book, προσέγγιση τέτοιων (θερμών) βιβλίων, πάντα θα «ξεφεύγει» από τα (ψυχρά) εργαλεία κριτικής.
Ο Κυριαζάνος, έχει κανείς την αίσθηση, ότι «δεν γράφει» -μόνο- για να καταθέσει την (συγγραφική) ψυχή, πράγμα θεμιτό και συχνά ελκυστικό εγχείρημα, όχι όμως και πάντα αυτονόητο και εφικτό. Εδώ, ο συγγραφέας, βοηθούμενος από τη φόρμα και με μια εσωτερική παρότρυνση, απροσδιόριστη στους τρίτους, περιπλανιέται στους δρόμους (όπως το υπενθυμίζει στο σύντομο βιογραφικό του), «που μίσησε κι αγάπησε ατέλειωτα», καθώς όμως το βιβλίο (του) το απευθύνει σε δικό του, ολόδικό του πρόσωπο. Αυτή η «Ιφιγένεια» έχει, και δεν έχει σχέση με την άλλη «Ιφιγένεια» του Λιβεριάδη. Κατ’ αρχάς, τα ενώνει μία εποχή! Είναι τα χρόνια μιας μεταπολιτευτικής «ευωχίας», που όμως εδώ μπορεί και παίρνει πότε ένα κιανοσκούρο χρώμα (η ανάμνηση) και πότε μια φωτεινή απόχρωση (ο ένδον κόσμος τους).
Αν και η ηλικιακή διαφορά ανάμεσά τους δεν είναι ασήμαντη (τούς χωρίζουν 17 χρόνια), οι ομοιότητες είναι περισσότερες από τις φαινομενικές διαφορές: ο ένας είναι από τους «εκδρομείς του ’60» (όμως τούς -και μάς- ενώνει ο «Νιόνιος»!), ο άλλος είναι «παιδί της ‘‘εφταετίας’’», κάπου οι δρόμοι τους (μας) διασταυρώνονται, ακόμα κι όταν αυτοί οι «οδοιπόροι» δεν συναντιώνται στην πραγματικότητα: Θεσσαλονικιός ο πρώτος, Νικαιώτης (Πειραιώτης, αλλά και Αθηναίος) ο δεύτερος. Στον ιδιωτικό, εμπορικό τομέα ο ένας, στη δημοσιογραφία (Συγκρότημα Λαμπράκη) ο άλλος. Μικρές πρόζες, κάποιες σαν αφηγήματα, άλλες ως αναμνήσεις και «πορτραίτα μινιατούρες, ο Λιβεριάδης, εκτενή κείμενα, προσωπικές «καταθέσεις», αναπολήσεις και καταγραφές, ο Κυριαζάνος. 92 σελίδες το πρώτο βιβλίο (με φωτογραφίες του συγγραφέα), 336 το δεύτερο (με εικόνες που βγαίνουν μέσα από τη γραφή του συγγραφέα).
Ο Κυριαζάνος, που «πολύ τον συγκινεί μια λεπτομέρεια», όχι όμως ως εστέτ, αλλά γιατί εκεί κρύβεται η ψυχή του κάθε πράγματος που μάς απασχολεί, μάς οδηγεί, δεν μάς «καθοδηγεί», στις μυστικές σπηλιές του (γιατί το «δάσος της πόλης» έχει και τέτοια «περάσματα»/ Passages, που δεν είναι πάντα Στοές) και τις κρυφές αγάπες του, ακριβώς σαν «τον Οδοιπόρο και το μεθυσμένο κορίτσι» που προαναφέραμε. Τα «Τετράδια» που συγκροτούν το σώμα του βιβλίου μπορούν να διαβαστούν χωρίς τη σειρά της ανα χείρας έκδοσης, ο αναγνώστης μπορεί να επιλέξει, διαισθητικά ή στην τύχη, δλδ από σύμπτωση, κάποιο ανάμεσά τους και από εκεί να ξεκινήσει, όμως ουσιαστικά κάθε «τετράδιο» συνομιλεί με τα υπόλοιπα.
Όμως, στο τέλος, αφού ακολουθήσει με προσοχή τα ίχνη του συγγραφέα, θα διατυπώσει το ίδιο, καταληκτήριο παιδικό ερώτημα: «Τι υπόθεση έχει;». Κι αυτό, ίσως, είναι το μεγαλύτερο κέρδος για τον αναγνώστη…
Αντώνης Κυριαζάνος, Αγαπημένη μου Ιφιγένεια,Εκδόσεις Άγρα,Αθήνα 2021
Θέμης Λιβεριάδης,Σημειώσεις για την Ιφιγένεια,Ερμής, Αθήνα 1980