Η Μαρία Τοπάλη και η Νίκη Κωνσταντίνου- Σγουρού συζητούν για το βιβλίο Ωκεανός της Hélène Druvert (εκδ.Καπόν, μτφρ.Καρίνα Λάμψα)
Η Νίκη στη Μαρία:
Πριν από κάποια χρόνια, περνούσα έξω από ένα βιβλιοπωλείο της Θεσσαλονίκης που φέρνει ξενόγλωσσα βιβλία. Στη βιτρίνα του ξεχώρισα την αγγλόφωνη έκδοση του Ωκεανού χάρη σε αυτό το μεγάλο κόκκινο καλαμάρι του εξωφύλλου. Επειδή εκείνο το καλοκαίρι έπρεπε να ετοιμάσω δραστηριότητες με θέμα τα πλάσματα του βυθού και έψαχνα μανιωδώς υλικό, μπήκα ανυποψίαστη και ζήτησα να το ξεφυλλίσω. Στην αρχή δεν το πίστευα. Το βιβλίο μέσα είναι σαν λεπτή δαντέλα. Υπάρχουν σελίδες με τόσο προσεκτικά κοπτικά, τόσο διάφανες και ονειρικές που αμφιβάλλεις πως έχουν φτιαχτεί για ένα παιδικό βιβλίο. Το αγόρασα. Ήταν ένα βιβλίο που ήθελα να έχω. Λίγο καιρό μετά, μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε και στα ελληνικά. Η έκδοση είναι ολόιδια, οι εντυπωσιακές δαντέλες είναι εκεί. Κοράλλια και μελάνι και άμμος και αλμύρα.
Το βιβλίο είναι μια βουτιά στο νερό: σου μαθαίνει τα πάντα και είναι γεμάτο εκπλήξεις. Προσπαθώ να ξεχωρίσω τις αγαπημένες μου σελίδες και διαλέγω μάλλον την πολύ αναλυτική καταγραφή της ζωής ανάλογα με το βάθος της θάλασσας και τη σελίδα για την παλίρροια. Στη δεύτερη, η μισή σελίδα είναι κομμένη σαν κύμα που αποτραβιέται φανερώνοντας πέτρες και κοχύλια στην άμμο. Κάποια από τα βότσαλα μπορείς να τα σηκώσεις και από κάτω τους εμφανίζονται το καβούρι-ερημίτης και η αχιβάδα. Στη σελίδα για τη ζωή ανάλογα με το βάθος, η Druvert έχει οπτικοποιήσει πολύ έξυπνα τις φέτες του ωκεανού: έχει φτιάξει μία σελίδα για κάθε βάθος σε ανάλογο ύψος και χρώμα που ανοίγοντάς την βλέπεις ποια πλάσματα ζουν σε ποια ζώνη. Ανάλογα παιχνίδια επιχειρεί και στα υπόλοιπα βιβλία που έχει δημιουργήσει (Ουρανός, Ανατομία, Φυτά), τα οποία κυκλοφορούν επίσης μεταφρασμένα από τις ίδιες εκδόσεις. Στον επίσης μαγικό Ουρανό παρουσιάζονται οι ζώνες της ατμόσφαιρας. Αν κάποια έχει και τα δύο βιβλία και τα τοποθετήσει δίπλα ή καλύτερα το ένα πάνω και το άλλο κάτω, θα διατρέξει χιλιόμετρα ύψους και βάθους – πέρα από εκεί που μπορεί να φτάσει το ανθρώπινο μάτι.
Δεν μπόρεσα να αποφύγω τον πειρασμό και μην αναφέρω τα υπόλοιπα βιβλία της δημιουργού, καθώς πιστεύω πως όλα μαζί φτιάχνουν μια πανέμορφη σύγχρονη εγκυκλοπαίδεια. Θεωρώ πως είναι βιβλία γνώσης που απευθύνονται περισσότερο σε «οπτικούς τύπους», σε παιδιά που χρειάζονται την οπτικοποίηση για να ενδιαφερθούν. Οι εικόνες είναι συγκλονιστικά θελκτικές – όχι με ρεαλισμό αλλά χάρη σε αυτές τις λεπτοδουλεμένες τρυπούλες και παραθυράκια, το μέγεθος των σελίδων, τα χρώματα και τα σχήματα. Είναι τόσο θελκτικές που το κείμενο βουλιάζει μέσα τους και διακρίνεις συχνά μόνο τους τίτλους. Αν θες να διαβάσεις, θα πρέπει λιγάκι να σκάψεις στην άμμο, να σκύψεις με προσοχή. Εμένα αυτό δεν με πειράζει. Τι πιστεύεις; Και έχω και μια ακόμα σκέψη, ίσως περισσότερο προσωπική. Σκέφτομαι πως αυτό το βιβλίο είναι ευαίσθητο. Σκίζεται εύκολα. Χρειάζεται μια προσεκτική αναγνώστρια και απαλό γύρισμα των σελίδων. Εγώ είμαι μια τέτοια αναγνώστρια. Για την ακρίβεια, ήμουν μια τέτοια αναγνώστρια όσο ήμουν παιδί, τώρα έχω χαλαρώσει πολύ. Τα βιβλία μου έμοιαζαν πάντα σχεδόν αδιάβαστα. Αναρωτιέμαι λιγάκι αν μια τόσο λεπτεπίλεπτη έκδοση μπορεί να δώσει χαρά ή αν θα αγχώσει για διαφορετικούς λόγους και αυτές που ξεφυλλίζουν βιαστικά και εκείνες που είναι προσεκτικές…
Η Μαρία στη Νίκη:
Δεν θυμάμαι να σου το έχω πει η ίδια ότι ήμουν από εκείνα τα εντελώς τσαπατσούλικα παιδιά, που διέλυαν βιβλία, τετράδια, τσάντες- μάλλον το μάντεψες… Κι ακόμα είμαι. Γι’ αυτό μου αρέσει η λέξη «βιβλιοφάγος» και όχι «βιβλιόφιλος» – καταλαβαίνεις. Καθώς κουβαλάω τα βιβλία παντού μαζί μου, μετά από λίγο τσαλακώνονται και λεκιάζονται. Και γράφω κιόλας πάνω σε αυτά όταν ενθουσιάζομαι. Ή όταν θυμώνω. Περιττό να πω ότι ενθουσιάζομαι και θυμώνω συχνά. Κακή περίπτωση. Είχα συχνά τα χειρότερα τετράδια στην τάξη. Οπότε, με αυτά τα κοσμήματα που φτιάχνουν οι εκδόσεις Καπόν, ξεκινάω φυσικά στριμένη και καχύποπτη. Είναι τόσο απίστευτα όμορφα, που σχεδόν δεν το πιστεύεις. Σφετερίζονται πολλές μαγείες μαζί, πολλές γοητείες, ο δε Ωκεανός που συζητάμε εδώ, δίνει ρέστα, κυριολεκτικά, και εγώ γίνομαι σκαντζόχοιρος από τα νεύρα μου με αυτές τις δαντέλες και τα ξεδιπλώματα και τα χρώματα.
Και λέω ναι σιγά, θα είναι βαρετό το κείμενο, και σκέτη υπερπληροφόρηση, και θα μείνουμε με αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά που μοναδικό στόχο έχει να μας ψαρώσει και να μας κάνει να νιώθουμε σαν τα χαμίνια στις Βερσαλλίες. Φυσικά (λέω) καθώς προχωρώ, εντάξει, ΑΥΤΗ ειδικά η ιδέα με τα βάθη που ανοίγουν σαν κομμάτια οριζόντια κομένων ημισέλιδων, με διαφορετικές αποχρώσεις του μπλε, είναι τρομερή, θα το παραδεχτώ. Εντωμεταξύ, κάθε δεύτερη σελίδα, τσουπ, δήθεν αφηρημένα, ξαναγυρίζω σε αυτή την απίστευτη δαντέλα της πρώτης σελίδας που από πίσω της διακρίνεται η χρωματιστή μαγεία του βυθού. Κρυφοκοιτάζω τα κοράλια και τα ψάρια πίσω από τις κυματιστές γραμμές. Τύφλα να ’χει ο Ντίσνεϋ, σκέφτομαι, σχεδόν ακούω κιόλας τη μουσική των νερών. Με εγκαλώ. Πού είχαμε μείνει; Στην παλίρροια, ε; Σκέτη επίδειξη τεχνικής αυτό το βιβλίο, ουφ.
Ανοίγω το εσωτερικό «αυτί» της σελίδας. Διαβάζω την πρώτη φράση του κρυμμένου πίσω από την παλίρροια κειμένου με τίτλο «Ακτή»: Άκου, Νίκη: «Βραχώδης, αμμώδης ή λασπώδης, η ακτή έχει πολλαπλά χρώματα.» Μια στιγμή. Πιάνω το κινητό και αρχίζω πάλι, αυτή τη φορά ηχογραφώντας τον εαυτό μου, που διαβάζει φωναχτά. Διαβάζω όλο το κομμάτι, που είναι μια σοφή, καλογραμμένη ρυθμική πρόζα, ένα επιστημονικό παραμύθι. Στέλνω την ηχογράφηση σε έναν φίλο μου, μουσικό, γιατί πιστεύω ότι θα πρέπει αυτός ο θησαυρός να αξιοποιηθεί. Και μετά συνεχίζω να διαβάζω. «Πώς σχηματίζονται τα κύματα που χορεύουν και βρυχώνται όταν έχει τρικυμία, που γλείφουν τα πόδια των κολυμβητών στην παραλία, που ανασηκώνουν σέρφερς, δελφίνια και ανθρώπους, και ταρακουνούν τα πλοία, εκεί κάτω, στον ορίζοντα»; Όχι, όχι επιστημονικό παραμύθι: ίσως είναι ένα επιστημονικό πεζό ποίημα. Ίσως μια παρτιτούρα για περφόρμανς.
Άσε που στις σελίδες αυτές, ανάμεσα στις τσεπούλες και τις πορτούλες και τις δαντέλες που σχηματίζει το χαρτί, κυκλοφορούν κάτι ψάρια με φωτάκια (επειδή ζουν στα σκοτεινά), και κάτι άλλα ψάρια με αντιψυκτικό στο αίμα (επειδή ζουν στο κρύο). Κάθε τόσο, πετάγομαι πάνω και επειδή ντρέπομαι να στείλω κι άλλη ηχογράφηση στον Σ., ταλαιπωρώ τον Δ., που μένει μαζί μου και δεν μπορεί να ξεφύγει. «Άκου», του λέω, «υπάρχει το σφουγγάρι-λαμπαντέρ». «Κι αυτό, κι αυτό», συνεχίζω, «είναι το ψάρι-μαστίγιο κι έχει ένα φωτάκι στην ουρά του, και τη χρησιμοποιεί σαν καλάμι ψαρέματος». «Και τι γίνεται», με ρωτάει, «άμα δαγκώσει το φωτάκι της ουράς κανένα πολύ μεγάλο ψάρι;». Κάνω πως δεν τον ακούω. Δεν ξέρω πως είναι στο πρωτότυπο, αλλά η Καρίνα Λάμψα έχει κάνει εξαιρετική δουλειά με τη μετάφραση στα ελληνικά. Τυχερά παιδιά. Τυχεροί δάσκαλοι. Τυχεροί γονείς. Βερσαλλίες είπα, ε; Ναι, είναι ασυναγώνιστοι οι Γάλλοι ή μάλλον οι Γαλλίδες στα βιβλία γνώσεων. Θα διαβάσω και τον Ουρανό, αλλά για την ώρα θα κάνω άλλη μια επανάλειψη. Βουτάω.
Ο Ωκεανός είναι το πρώτο από τα βιβλία της σειράς που διάβασα στα μικρά του σπιτιού. Τα μικρά χεράκια το έπιασαν με προσοχή και του έδωσαν καινούργιο όνομα που του έμεινε μέχρι σήμερα: είναι το Ευαισθητούλι της βιβλιοθήκης μας και έτσι το αναζητάμε κάθε φορά!
Τ έ λ ε ι ο !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!