της Όλγας Σελλά
Οι περισσότεροι απ’ όσους κατηφορίζουν τις τελευταίες μέρες προς το Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» και συγκεκριμένα προς την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, κουβαλούν αναμφίβολα το σοκ και τη φρίκη που είχαν όταν πρωτοείδαν, τη δεκαετία του ΄80, οπότε έγινε δυνατή η προβολή της, την ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι «Σαλό – 120 μέρες στα Σόδομα», που βασίστηκε και στο ημιτελές μυθιστόρημα του Μαρκήσιου ντε Σαντ «Οι 120 μέρες των Σοδόμων» (εκδ. Εξάντας, μετάφραση Πέτρος Παπαδόπουλος, Τάκης Θεοδωρόπουλος και προσεχωώς από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Ρίτας Κολαϊτη). Λίγο πριν συμπληρωθούν τα 50 χρόνια από την άγρια δολοφονία του Ιταλού διανοούμενου και σκηνοθέτη (το 1975 στην Όστια), και με καμβά αυτή την τελευταία του ταινία, ο Άρης Μπινιάρης έστησε την ομώνυμη παράσταση, συνεχίζοντας (ίσως κορυφώνοντας) τη σκηνική ενασχόλησή του με τις όψεις της βίας, της χειραγώγησης, της ολοκληρωτικής και φασιστικής καθυπόταξης («Η φάρμα των ζώων», «Ο θάνατος του Αρτούρο Ούι», «Προμηθέας»).
Ο Παζολίνι εγκαθιστά το περιβάλλον της ταινίας του στο Σαλό, μια πόλη της βόρειας Ιταλίας, όπου από το 1943 ως το 1945 ήταν η έδρα της κυβέρνησης του Μουσολίνι, ένα κρατίδιο-μαριονέτα των Ναζί με τον τίτλο Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία ή Δημοκρατία του Σαλό. Εκεί στο Σαλό, στην ταινία του Παζολίνι, οι εκπρόσωποι των εξουσιών (της θρησκευτικής, της δικαστικής, της πολιτικής) αναλαμβάνουν τη «διαπαιδαγώγηση» εννέα κοριτσιών και εννέα αγοριών, τα οποία εξευτελίζουν και εξοντώνουν υποβάλλοντάς τα σε ακραία σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια.
Στην Εναλλακτική Σκηνή μας βλέπουμε έναν σχεδόν γυμνό αλλά επιβλητικό χώρο, ένα μαρμαρένιο κουτί, που παραπέμπει οπωσδήποτε σε χώρους επίδειξης και μεγαλοϊδεατισμού και προκαλεί σίγουρα δέος και τουλάχιστον ανησυχία. Το μόνο που υπάρχει εκεί είναι τρεις καρέκλες προορισμένες να καθίσουν κάποιοι επιφανείς, με κοντράστ, πάνω από την καθεμιά, τρία κεφαλάκια αγγέλων. Και γύρω γύρω κρέμονται αλυσίδες… Είναι το εξαιρετικό σκηνικό που υπέγραψε η Μικαέλα Λιακατά, μετέχουσα οπωσδήποτε στο τελικό σκηνικό αποτέλεσμα, εμπνεόμενη από την ορθόδοξη και γοτθική αρχιτεκτονική των εκκλησιαστικών επίπλων και από διάσημα ευρωπαϊκά μέγαρα.
«Πριν από την κόλαση» -όπως ονομάζεται η πρώτη πράξη- μπαίνουν στη σκηνή, ο Εξοχότατος (Κώστας Μπερικόπουλος), ο Δούκας (Γιάννης Κότσιφας) και ο Υψηλότατος (Ιερώνυμος Καλετσάνος), υπό τους ήχους της τόσο μεγαλειώδους, ανατριχιαστικής, εύγλωττης και ταιριαστής με την ατμόσφαιρα μουσικής του Τζεφ Βάγγερ, στην οποία συνυπήρχαν «επεξεργασμένα συνθεσάιζερ, ήχοι εκκλησιαστικών οργάνων, χροιές από τσέλο και βιόλα, ανθρώπινες φωνές και ηλεκτρονικοί ρυθμοί». Η υποβλητική ατμόσφαιρα της εισόδου, η κίνησή τους, η μουσική, τα φώτα, οι σκιές που δημιουργούνται, το μακιγιάζ (ένας συνδυασμός γελοίου και τρομακτικού που θέλει να παραστήσει το ισχυρό) δεν αργούν να μεταδοθούν στην πλατεία. Αμέσως μετά μπαίνουν οι Αφηγήτριες (Ιωάννα Μαυρέα και Αγορίτσα Οικονόμου) που στρώνουν το δάπεδο με λουλούδια για ν’ ακολουθήσουν οι Φρουροί που οδηγούν τα νεαρά κορίτσια και αγόρια στον τόπο του μαρτυρίου τους, παρότι προσπαθούν στην αρχή να δημιουργήσουν μια ειδυλλιακή συνθήκη, (προσωπικά σκέφτηκα αμέσως τα τρένα που μετέφεραν τους Εβραίους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης).
Και ξεκινάει ο «κύκλος της μανίας», όπου μοιράζονται οι τρεις εκπρόσωποι της εξουσίας τα «λάφυρα», τα νεαρά παιδιά, τα οποία μεταδίδουν την οδύνη, τον τρόμο και την απελπισία τους με συγκλονιστικό τρόπο. Και μέσα από τις ιστορίες των Αφηγητριών (που αντλούνται από το κείμενο του ντε Σαντ) ερεθίζονται και δείχνουν τη μανία, τη σκληρότητα, τη διάθεση εξευτελισμού και ισοπέδωσης των νέων παιδιών που έχουν μπροστά τους και την τρελή ικανοποίηση που παίρνουν από αυτό. Ο Άρης Μπινιάρης εικονοποίησε και τον Δάντη και την «Κόλασή» του, όταν η μία Αφηγήτρια, σ’ αυτόν τον κύκλο της μανίας κρατάει από την κοτσίδα δύο από τα κορίτσια, σαν σκυλιά. Ο συνειρμός με τη «Θεία Κωμωδία» του Καστελούτσι ήταν άμεσος. Και όσο ικανοποιούν τις άρρωστες επιθυμίες τους τόσο κραυγάζουν και αποκαλύπτουν τη ζοφερή σκέψη τους: «Η απελπισία και ο πόνος θα σας αναγεννήσουν και πάλι». «Όταν βλέπω τους άλλους να εξευτελίζονται, χαίρομαι». «Όταν κα@λώνουμε, μας αρέσει οτιδήποτε αποτρόπαιο». «Να επιδεινώσουμε κι άλλο τον εκφυλισμό τους», «Η βία είναι ο σκοπός, η βία είναι το μέσον» λένε με υστερικό, χυδαίο, αποτρόπαιο ύφος. Και κραυγάζουν επαναλαμβανόμενα και με μανία επιβάλλοντας και στους υποτελείς τους να το φωνάξουν: «Η φωνή της πατρίδας βρυχάται»!!!
Και μετά έρχεται «ο κύκλος των κοπράνων» και οι τρεις άρχοντες ψυχαγωγούνται εξευτελίζοντας τους υποτελείς με τον πιο ακραίο τρόπο, δηλώνοντας έτσι ότι αυτοί ορίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού κι εκείνοι, οι νέοι, δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν παρά να γίνουν μέρος του παιχνιδιού. Και τους διατάζουν να γελάσουν: «Γέλα, δείξε σε όλους πόσο ευτυχισμένη είσαι! Ούρλιαξε από χαρά!», λένε σ’ ένα πολλαπλώς κακοποιημένο κορίτσι. Κάθε κύκλος ξεκινάει με συναφείς ιστορίες από τις δύο Αφηγήτριες, που έχουν αποδεχθεί το να είναι υποταγμένες και με γλειώδη όσο και κυνικό τρόπο να ικανοποιούν τις απαιτήσεις των αρχόντων.
Και μετά έρχεται «ο κύκλος του αίματος», ο κύκλος της αιματηρής και επώδυνης εξόντωσης. Και όλοι οι νέοι βρίσκονται σε μια τάφρο που ξαφνικά άνοιξε στο δάπεδο της σκηνής, σαν ομαδικός τάφος, κι εκεί εξοντώνονται. Κι όλες οι φάσεις ενός τρομακτικού πλαισίου εξουσίας –ο τρόμος, η βία, η καταστολή, η εξόντωση- συντελούνται. «Οι αδύνατοι θα βυθιστούν. Οι δυνατοί θα κυριαρχήσουν» είναι η επωδός των φορέων της εξουσίας. Και σ’ αυτή την πράξη, αυτοί οι τρεις εκπρόσωποι της εξουσίας, εισέρχονται στη σκηνή φορώντας ρούχα που παραπέμπουν σε ιερατικά άμφια και στο κεφάλι, αντί για την ιερατική τιάρα φορούν το κεφάλι ενός κουνελιού που θυμίζει καρτούν. Σαν ένα τρομακτικό παραμύθι, που όμως είχε πολλές συμπτώσεις με την ιστορία και την πραγματικότητα.
Όλο αυτό το αποκρουστικό σύμπαν, τις αποτρόπαιες κακοποιήσεις, τους εκφοβισμούς και τις φρικτές δολοφονίες παρουσίασε στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής ο Άρης Μπινιάρης. Καταφέρνοντας, μέσα σε 70 λεπτά, να συμπυκνώσει θαυμαστά και την ταινία του Παζολίνι και τις αφηγήσεις του Μαρκήσιου ντε Σαντ. Όλα αυτά χάρη στη λεπτομερή και απαιτητική χαρτογράφηση της δουλειάς του και, κυρίως, χάρη σε όλους –και στον καθένα ξεχωριστά- τους συνεργάτες του. Η μουσική του Τζεφ Βάγγερ, τα σκηνικά της Μικαέλας Λιακατά και τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη συνετέλεσαν καθοριστικά και συναρπαστικά στο τελικό αποτέλεσμα. Και δίπλα στους εκτός σκηνής συντελεστές ήταν κι εκείνοι που ζωντάνεψαν αυτόν τον ζοφερό κόσμο επί σκηνής. Οι νέοι και οι νέες, οι νεαροί και οι νεαρές ηθοποιοί (Εβίτα Αγαΐτση, Γιώργος Ζιάκας, Νάντια Κατσούρα, Μάριος Κρητικόπουλος, Λένα Μποζάκη, Εύη Οικονόμου, Ειρήνη Τσέλλου, Γιάννης Χαρκοφτάκης, Κώστας Phoenix) μετέδωσαν τον πόνο, τη φρίκη, τον αποτροπιασμό και την απελπισία όσων υφίστανται τη βία και τον καταναγκασμό με τον πιο σκληρό τρόπο. Οι φρουροί (Αλέξανδρος Βαρδάξογλου, Απόστολος Καμιτσάκης, Νικόλας Ντούρος, Άιντι Ορμένι) υποδύθηκαν έξοχα τα εκτελεστικά όργανα της αναλγησίας και του εξευτελισμού. Η Αγορίτσα Οικονόμου αγνώριστη και απολαυστική και η Ιωάννα Μαυρέα, με τον υπόγειο κυνισμό της ήταν εξαιρετικές Αφηγήτριες. Και οι τρεις άρχοντες της εξουσίας έφεραν τη σατανική και ερεβώδη σκέψη όσων απολαμβάνουν τον εξευτελισμό των άλλων για να νιώθουν καλά. Ο Γιάννης Κότσιφας σε σπουδαία στιγμή του, ο Κώστας Μπερικόπουλος περιέφερε την ποταπότητά του με χυδαία περηφάνια και ο Ιερώνυμος Καλετσάνος σωματικά περισσότερο και με τις εκφράσεις του μετέδωσε το αποτρόπαιο πρόσωπο του απόλυτου κακού.
Ήταν μια κορυφαία στιγμή του Άρη Μπινιάρη, που είχε απέναντί του δύο θρυλικά δημιουργήματα (την ταινία του Παζολίνι και το κείμενο του ντε Σαντ), ήταν μια καθηλωτική παράσταση που ξαναζωντάνεψε τα συναισθήματα όσων έχουμε δει την ταινία του Παζολίνι, ήταν μια παράσταση που αυτοδίκαια εντάσσεται στις τρεις κορυφαίες αυτής της σεζόν (δίπλα στις «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Μπομπ Γουίλσον και τον «Γλάρο» του Τσέχωφ και του Δημήτρη Καραντζά).
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο: Πιερ Πάολο Παζολίνι, Μετάφραση, δραματουργία, θεατρική διασκευή: Άρης Μπινιάρης, Έλενα Τριανταφυλλοπούλου, Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης, Μουσική: Τζεφ Βάγγερ, Σκηνικό: Μικαέλα Λιακατά, Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη, Κινησιολογία: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Σχεδιασμός φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας, Σχεδιασμός ήχου: Χάρης Κρεμμύδας, Βοηθός σκηνοθέτη: Gelly Pedefu, Βοηθός ενδυματολόγου: Ελένη Καλπάκα, Κατασκευή μασκών: Δήμητρα Καίσαρη, Ειδικά εφέ: Αλέξανδρος Λόγγος, Φωτογραφίες: Γιώργος Καλκανίδης.
Παίζουν: Κώστας Μπερικόπουλος, Γιάννης Κότσιφας, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Ιωάννα Μαυρέα, Αγορίτσα Οικονόμου. Φρουροί: Αλέξανδρος Βαρδάξογλου, Απόστολος Καμιτσάκης, Νικόλας Ντούρος, Άιντι Ορμένι. Νέοι και νέες: Εβίτα Αγαΐτση, Γιώργος Ζιάκας, Νάντια Κατσούρα, Μάριος Κρητικόπουλος, Λένα Μποζάκη, Εύη Οικονόμου, Ειρήνη Τσέλλου, Γιάννης Χαρκοφτάκης, Κώστας Phoenix.
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής –ΚΠΙΣΝ
Επόμενες παραστάσεις: 21, 22, 23, 24, 25, 28, 29 Φεβρουαρίου
1, 2, 3, 6, 7, 8, 9, 10 Μαρτίου 2024 (τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί για το σύνολο των παραστάσεων).
Ώρα έναρξης 8.30μ.μ. (Κυριακές 7.30μ.μ.).
Κατάλληλο για ηλικίες άνω των 18 ετών.
Περιέχει σεξουαλικές σκηνές, βία και γυμνά σώματα.
Τα σκηνικά αντικείμενα είναι προσομοιώσεις.