της Έφης Κατσουρού
Όταν πληθαίνει η μέρα ο ήχος της μοιάζει να φτάνει από μακριά, λόγια γυναίκας που ντύθηκε τις πέτρες της αναμονής και λίγο πριν τα μεσάνυχτα σωπαίνει, ως το ξημέρωμα που πάλι θα ξεκινήσει το ρυθμικό της τραγούδι αφήνοντας ανερμήνευτη την σιωπή των μικρών της ωρών-την αμετάβατη μελαγχολία της νύχτας της:
οι άνθρωποι που χαμογελούν δεν είναι πάντοτε ευτυχείς, οι ωραίες γυναίκες δεν ζούνε πάντοτε εύκολους έρωτες, τα καλοκαίρια δεν ανατέλλουνε πάντοτε διαυγή
ψιθύρισε την ώρα που έπεφτε ο ήλιος
τα πιο φωτεινά χαμόγελα φοίτησαν σε ένα δάκρυ που θύμιζε το λιμάνι μου, οι θελκτικότερες γυναίκες κολύμπησαν στις εκτάσεις του και είπαν τον έρωτα δύσκολη κι όμορφη κι ανερμήνευτη θάλασσα, τα θερμότερα θέρη θρόισαν στην αποδρομή ενός δίσεκτου χειμώνα και είναι αυτή η μικρή ιστορία του τόπου μου είναι αυτό το ατελές χρονικό της χαράς μου το τολμηρό χωρικό του έρωτά μου η εγγενής συστροφή της διαφάνειας που ορίζει τις μέρες μου
Κοιτώντας τον ήλιο που έλιωνε, συνέχισε να μονολογεί:
κι αν απελπίζεσαι και αν μεμψιμοιρείς αν κρύβεσαι πίσω από τα σύννεφα μιας άλλης εποχής σήκω-σήκω ψηλά κάψε τα πάντα γύρω σου όπως ο έρωτας εξάγνισε τα σώματα και τις ψυχές πάρε την υγρασία από τις σπηλιές των ανθρώπων κάνε το βράχο πιο λευκό ακόμη τη θάλασσα τόσο γαλάζια όσο την ονειρεύονται τις νύχτες τα παιδιά
εγώ θα μείνω εδώ που χρόνια τώρα υπάρχω μέσα στο χρόνο και έξω από αυτόν μέσα στο χώρο και έξω από αυτόν εδώ που ζω μετρώντας τα λεπτά της ευτυχίας και δευτερόλεπτα κάποιας τυχαίας θλίψης τις ώρες τις ατελείωτες της προσμονής Ένα λιμάνι κάποτε μοιάζει μικρό για έναν άνθρωπο μα ίσως πάλι να είναι και πολύ όλη αυτή η αδιατάρακτη γραμμή άφιξης-αναχώρησης άφιξης-αναχώρησης αυτή η ακύμαντη ευθεία που δεν καμπυλώνει παρά μόνο υπό το φόβο της τρικυμιώδους επιθυμίας της θάλασσας για τον άνεμο Κάθε μέρα απαράλλακτα ίδια ανατέλλει και δύει μέσα στον ίδιο της τον πόθο κι εγώ δεσμώτης αυτού του λιμανιού του πόθου και του πόνου και του χρόνου του με το βλέμμα πάντα στραμμένο στη θάλασσα να μαθητεύω στα ταξείδια των άλλων να αναπαράγω τον ρόλο τον αιώνιο μιας Πηνελόπης να νοσταλγώ αέναα το άλγος του Οδυσσέα ονειρευόμενη τις σιωπηλές μου νύχτες πως ξεριζώνω τις πέτρες της ιστορίας για να τις σπείρω μια μέρα στη δική μου τη θάλασσα
όπως όλοι αυτοί σκορπούν εδώ τα κουρέλια τους σπαράγματα του χειμώνα ανίδεα να γίνουνε προσάναμμα στις προσευχές κάτω από τη φωτιά σου και συντονίζονται σε λιτανεία παράξενη της πιο ακανθώδους εικόνας τους χωρίς να συναντιούνται σε μια πομπή που αλαφραίνει αλαφραίνει και ίπταται πάνω από τη θάλασσα και τα ακατέργαστα βράχια της ιστορίας
Ο ήλιος τώρα έχει χαθεί κι η φωνή στρέφεται προς το πλήθος του Αυγούστου
Είμαι εγώ η ώρα κι ο λεπτοδείκτης σας που τάχθηκα να μετρώ τις στιγμές και να ορίζω τους χρόνους σας δεν υπάρχω παρά για να δίνω το ρυθμό και να κρατώ το ίσο στις ηδονές σας να γίνομαι ο παλμός του ασθμαίνοντος πόθους σας να συλλέγω τις εκκρεμότητες και τις ώρες της λύπης σας να συμμαχώ με τη διάρκεια και να τις απαλείφω στο χρόνο ζώντας ακούσια στη ρωγμή της δικής σας ευτυχίας ενώ ο ήχος μου γίνεται κρουστός στο ανεκβίαστο γέλιο της παιδικής σας πίστης υπόκωφος τις ώρες κάποιας κρυφής ματαίωσης Είμαι εγώ που κυοφορώ και γεννώ τις στιγμές ευτυχία σας στην ανεξίτηλη κίνηση του λεπτοδείκτη μου κι εγώ που συνθλίβω τη διάρκεια της θλίψης στην βαθιά υπομονή του διάττοντος χρόνου
είναι Μεσάνυχτα (ντααααν)
κι υπάρχουν νύχτες που παύει να με ερμηνεύει ο χρόνος και τη σιωπή μου περιθάλπει το φεγγάρι όλοι κοιτάζουν το φεγγάρι μα εμένα με κατοικεί θωπεύει την κυρτότητα της καμπύλης μου και καμπυλώνει το χρόνο στον αντικατοπτρισμό άλλοτε ματοτσίνορο και άλλοτε μισό μα πάντοτε στην ανατολή πανσέληνο να μου ανήκει Απόψε είναι μια νύχτα από αυτές που ο χρόνος γίνεται καράβι κι εγώ σταματώ να αναστενάζω την ώρα την ξεγελώ και χαρίζω λεπτά στις ατελείς ευτυχίες των ανθρώπων κλέβω την αρρυθμία από τους ερωτευμένους γίνομαι το βιολογικό σας ρολόι
και τα Μεσάνυχτα σιωπώ
τις νύχτες του Αυγούστου παραδίδω στις στιγμές
ο χρόνος καταλύεται στο άγγιγμα του φεγγαριού
κι εγώ υπάρχω
ε λ ε ύ θ ε ρ α