της Χρύσας Φάντη
Πού στο Άλσος; Στην είσοδο, λέει, απέναντι από τον Λέντζο. Σε πιάνει τρέμουλο, καταλαβαίνεις ότι δεν θα σου το ζητούσε αν δεν ήταν κάτι σημαντικό, σκέφτεσαι, όμως, ότι αυτό είναι σχεδόν αδύνατον, δεν γίνεται να φύγεις απ’ το σπίτι Πρωτοχρονιάτικα για να πας να τη συναντήσεις. Αποφεύγεις να της απαντήσεις και την αφήνεις στην άγνοια, που επί της ουσίας, δεν είναι άγνοια αλλά το απείκασμα της δικής σου δειλίας.
Ταλαντεύεσαι μέχρι να έρθει η μέρα του ραντεβού, και από το ξημέρωμα κάνεις ό,τι μπορείς για να κρύψεις την αγωνία σου κι αυτό το πρωτόγνωρο άγχος, τον πανικό μπροστά στο ανέλπιστο. Δειλιάζεις και ταυτόχρονα, μ’ ένα παράτολμο θάρρος, σαν να το περίμενες από καιρό, νιώθεις έτοιμος ν’ αψηφήσεις τα πάντα. Αναλογίζεσαι, ωστόσο, και τις συνέπειες κι ίσως δεν βρεις τελικά το κουράγιο να το επιχειρήσεις. Φοβάσαι τόσο, που σου ’ρχεται να την πάρεις τηλέφωνο σπίτι της και με κάποια δικαιολογία να το αναβάλεις. Mιαν οποιαδήποτε ψευτοδικαιολογία, με κίνδυνο ν’ αποκαλυφτείς.
Μ’ ένα τσίμπημα στο στομάχι και κάτι σαν ενοχή αποφασίζεις να πάρεις το ρίσκο ─ξέρεις τι έχει μεσολαβήσει ανάμεσα στους γονείς σας και εξ αιτίας αυτής της ψυχρότητας έχεις σταματήσει να πηγαίνεις στο σπίτι της κι αυτή να έρχεται στο δικό σου− ακόμη και την τελευταία στιγμή, όμως, δεν είσαι σίγουρος. Να εγκαταλείψεις την πατρική εστία βγαίνοντας από την κεντρική εξώπορτα χωρίς να νοιάζεσαι μήπως σ’ ακούσουν να πατάς το κουμπί του ασανσέρ, ή να χρησιμοποιήσεις τη σκάλα της υπηρεσίας και να κατέβεις από εκεί στα τυφλά και ακροποδητί; Κρατάς μέχρι και την ανάσα σου και γλιστράς σαν φυγόδικος από την πόρτα της κουζίνας.
Ανασαίνεις κανονικά, προχωρείς πιο άνετα τώρα, σ’ έναν δρόμο περιστοιχισμένο από κτίρια που τα φαντάζεσαι ξέχειλα από οικογένειες πανομοιότυπες με τη δική σου, κόσμο βυθισμένο στην ίδια επίπλαστη ευφορία. Είναι αργά αλλά πολύ νωρίς για το ραντεβού. Έχεις μπροστά σου περισσότερο από μισή ώρα. Πραγματοποιείς άλλον ένα γύρο και πριν αποφασίσεις να στηθείς στο συμφωνημένο μέρος συνειδητοποιείς πως θα ήταν σοφότερο να μην είχες καν ξεμυτίσει.
Όσο πλησιάζεις στο σημείο συνάντησης, τόσο πιο ανήσυχος νιώθεις. Είναι μια ώρα νεκρή, ο κόσμος βρίσκεται μαζεμένος σε σπίτια γνωστών και φίλων, έξω κανείς, αλλά έχεις την εντύπωση πως από παντού ξετρυπώνουν μάτια. Η Ευτυχίδου άδεια από οχήματα, διαβάτες ελάχιστοι και το ζαχαροπλαστείο που τις υπόλοιπες μέρες τέτοια ώρα βγάζει στο άλσος τραπέζια, σκοτεινό και θεόκλειστο. Εσύ, όμως, δεν έχεις την παραμικρή αμφιβολία ότι κάποιος απ’ αυτούς τους αόρατους αγνωστογνωστούς σας αργά ή γρήγορα θα σε δει και δεν θα διστάσει να σε καρφώσει, ήδη τον νιώθεις να σε παρακολουθεί και περπατάς τώρα πιο γρήγορα.
Πίσω σου ένα ζευγάρι γυναικεία τακούνια χτυπούν το οδόστρωμα, δεν ανήκουν, όμως, σ’ αυτή αλλά σε κάποιαν ευτραφή μεσήλικη. Το τοπίο γίνεται πάλι θολό, και σαν να μικραίνει, να σβήνει. Καταλαβαίνεις ότι αυτό που αισθάνεσαι έχει και μια πλευρά ιλαρή, δυστυχία δυσανάλογη με το εκτόπισμα εκείνου που την έχει πυροδοτήσει, αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να το αλλάξεις. Κανένας ήχος πια, είσαι μόνον εσύ, ένα με το αίμα που πήζει στις φλέβες σου και σε χτυπά στα μηνίγγια. Αν δε σπάσει τώρα η καρδιά σου, είσαι σίγουρος, δεν θα σπάσει ποτέ.
Θέλεις να κάνεις μεταβολή και να το βάλεις στα πόδια, αλλά με το που τη βλέπεις κάποιος άλλος μέσα σου σηκώνει το χέρι κι αρχίζει να το κουνά πέρα δώθε. Να, εδώ είμαι, λέει το σινιάλο σου, εκείνη όμως καμώνεται την αδιάφορη, δεν αντιδρά, προχωρά σαν να μη σε γνωρίζει, να μη σ’ έχει αντιληφτεί. Γέρνει όπως το συνηθίζει ελαφρά το κεφάλι και σε προσπερνά ανέκφραστη, με τα μάτια στυλωμένα στο κενό. Μη μπορώντας να καταλάβεις τι γίνεται, την ακολουθείς με το βλέμμα, το χέρι ακόμη μετέωρο, να πηγαινοέρχεται.
Ολοφάνερο ότι κάτι τρέχει, αλλά μπορεί και τίποτα, απλώς να θέλει να δει την αντίδρασή σου, να διαπιστώσει τι πράγματι νιώθεις ή απλώς να σε κοροϊδέψει, να παίξει για λίγο, να σε τρομάξει αλλά όχι στα σοβαρά, έτσι, για να σε δει να πειράζεσαι και να της θυμώνεις, να της κρατάς μούτρα κι αυτή με τα γνωστά τσαλίμια και νάζια να παριστάνει την μετανιωμένη, να σε παρακαλεί να τη συγχωρέσεις και να σου ζητάει χίλιες συγνώμες που δήθεν σε τρόμαξε. Και ναι, αυτό είναι, σκέφτεσαι, ένα αθώο παιχνίδι, μια μικρή φάρσα, πιο μικροί όταν ήσασταν τα συνήθιζε κάτι τέτοια, και τώρα το ίδιο θα ισχύει, και, δεν μπορεί, από στιγμή σε στιγμή θα κάνει μεταβολή, θα στραφεί προς το μέρος σου και θα σου χαμογελάσει. Θα σε πλησιάσει, θα σε πιάσει απ’ το μπράτσο ή θα κρεμαστεί απ’ τον ώμο σου και θα σου σκάσει φιλάκι, εσύ όμως αυτή τη φορά δεν θα μείνεις κάγκελο, θα σπεύσεις να της το ανταποδώσεις και θα προχωρήσετε αγκαλιασμένοι, ξεκαρδισμένοι, γελώντας.
Της γυρίζεις την πλάτη και περιμένεις να την ακούσεις να έρχεται πίσω σου, περιμένεις, περιμένεις, τίποτα όμως. Το μόνο που ακούς είναι το μαρσάρισμα ενός αυτοκινήτου. Στρέφεσαι πάλι προς την δική της κατεύθυνση ─η Σπύρου Μερκούρη είναι μια μεγάλη ευθεία και τίποτα δεν εμποδίζει τη θέα της─ εκείνη, όμως, σαν να άνοιξε η γη και να την κατάπιε, δεν φαίνεται πουθενά. Το μόνο που βλέπεις είναι το καινούριο αυτοκίνητο του πατέρα σου, ένα Πανάρ με έντονο κοραλλί χρώμα, να απομακρύνεται επιταχύνοντας.
Το επόμενο λεπτό αγνοείς τι μπορεί να υπάρχει, δεν θυμάσαι τι γίνεται. Αν βρίσκεσαι σ’ έναν δρόμο διπλωμένος στα δύο ή σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο πεσμένος στο πάτωμα. Η αμφιβολία σε βασανίζει όπως θα σε βασάνιζε ένα μυστικό κλειδωμένο σε κάποιο συρτάρι, κάτι που, κλεισμένο εκεί, τραβά το έδαφος κάτω από τα πόδια σου μαζί με τα πόδια εκείνων που σε περιστοιχίζουν. Κάτι που ακόμη σε καρφώνει εδώ ακριβώς που βρίσκεσαι. Θέλεις να επικεντρωθείς σ’ ο,τιδήποτε έξω απ’ αυτό το αίνιγμα κι η ένταση της καθημερινότητας κάπως σε αποσπά, στη συνέχεια όμως, αυτό επανέρχεται.