Το ψάρεμα των κροκοδείλων

0
383

Της Ιωάννας Μπατσή.

Είναι η πρώτη μας νύχτα στο πλωτό σπίτι πάνω στον Αμαζόνιο ποταμό. Είμαστε κλεισμένοι στο λιτό δωμάτιο που μας φιλοξενεί η οικογένεια του Κλίβερ. Υπάρχει μονάχα ένα κρεβάτι με δύο στρώματα, το ένα πάνω στο άλλο, τυλιγμένο σε μια κουνουπιέρα. Δίπλα από το κρεβάτι κάτι τελάρα που χρησιμοποιούμε ενίοτε ως καναπέ και ενίοτε ως τραπέζι. Το δωμάτιο έχει στο πάτωμα μια τετράγωνη τρύπα την οποία διαπερνά ένας κορμός δέντρου ανεβαίνοντας ως την σκεπή. Από την τρύπα βλέπουμε το ποτάμι και τα ψάρια που κολυμπούν. Από την ίδια τρύπα εισέρχονται τα κουνούπια και άλλα φτερωτά έντομα στο δωμάτιο. Είμαι σίγουρη ότι μυρίζουν το αίμα μας από μακριά. Δύο άνθρωποι που έρχονται από την άλλη άκρη της γης. Η μυρωδιά τους μαρτυρά ιστορίες περιπλανήσεων και υπόσχεται πλουσιοπάροχο γεύμα. Με το που πέφτει η νύχτα χιμούν από παντού, ψάχνοντας τα χείλη, τα βλέφαρα, τα ρουθούνια, κάθε σημείο ευαίσθητης επιδερμίδας.

Είμαστε κλεισμένοι στο λιτό δωμάτιο γιατί είναι το μοναδικό μέρος που μπορούμε να απολαύσουμε το δείπνο μας μακριά από το λυσσαλέο σύννεφο κουνουπιών που καραδοκεί να μας ορμήσει. Το μενού συμπεριλαμβάνει φρέσκια ποταμίσια πέστροφα με κόκκινη πικάντικη σάλτσα, ρύζι και τηγανιτές μπανάνες. Ξαφνικά, χτυπά η πόρτα. Είναι ο Κλίβερ, ο ξεναγός μας. « Είστε έτοιμοι; Πάμε για ψάρεμα κροκοδείλων. Φορέστε τις μεγάλες λαστιχένιες γαλότσες σας και πάρτε μαζί δύο φακούς. Η βάρκα αναχωρεί σε 10 λεπτά.»

Καμία δικαιολογία δεν ήταν αρκετά πειστική; έτσι βρεθήκαμε μέσα στην ξύλινη βάρκα, σκεπασμένοι από την κορυφή ως τα νύχια με ένα πλαστικό κίτρινο αδιάβροχο. Η μηχανή πήρε μπρος και αναχωρήσαμε. Το ψάρεμα κροκόδειλων γίνεται πάντα πριν ανατείλει το φεγγάρι. Όσο πιο σκοτεινά, τόσο καλύτερα.  Βλέποντας το μοναδικό φανάρι της καλύβας μας να χάνεται πίσω μας, η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Κρύφτηκα μέσα στο αδιάβροχό μου. Ο Κλίβερ γνώριζε κάθε σπιθαμή του ποταμού σαν την παλάμη του κι έτσι βρήκε τον δρόμο χωρίς καθόλου κόπο. Τα μάτια και τα αυτιά μας ήταν τεντωμένα για να πιάσουν τον παραμικρό ψίθυρο. Πού και πού ακούγονταν γδούποι από κάτι ογκώδες που έπεφτε στο νερό. Την περίοδο των βροχών, η νεροποντή γκρέμιζε από τα δέντρα εκατομμύρια έντομα και τα ψάρια ξεφάντωναν πηδώντας έξω από το νερό πρόσχαρα και χορτάτα. Ακούγαμε, μέσα στο σκοτάδι, τον αχό της ζωής. Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε κι άλλες βάρκες να γλιστρούν σιωπηλά. Κι άλλοι επίδοξοι ψαράδες κροκόδειλων αναρωτιόντουσαν τι στο διάολο κάνουν μέσα στη νύχτα, στον κόσμο που δεν έχει μήτε αφέντες, μήτε σύνορα.

πλωτό σπίτιΚάποια στιγμή βρεθήκαμε σε μια μικρή λίμνη. Ο ουρανός ήταν κεντημένος με άπειρα ασημένια αστέρια. Μερικά από αυτά άρχισαν να κατεβαίνουν χαμηλά και μας περικύκλωσαν τρεμοφέγγοντας. Πυγολαμπίδες που στροβιλίζονταν πάνω από τις βάρκες. Για μια ολόκληρη στιγμή ξέχασα τους κροκοδείλους και τον κόμπο στο στομάχι μου. Παρατήρησα ότι η επιφάνεια της λίμνης ήταν καλυμμένη από εκατομμύρια αστέρια, σαν καθρέπτης του ουρανού. Επρόκειτο για φωτεινά έντομα που έπλεαν πάνω στα νούφαρα της λίμνης. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται βιοφωτεινότητα.  Σαν να κατέβηκε ο ουρανός και να μας τύλιξε σε έναν αστρικό μανδύα. Γεύτηκα την ευτυχία των παραισθητικών οραμάτων χωρίς τελετουργίες και παραισθησιογόνα ποτά.

Ο Κλίβερ μας επανάφερε στην πραγματικότητα προτρέποντάς μας να χρησιμοποιήσουμε τους φακούς. Τα μάτια των κροκοδείλων , σαν πύρινες σφαίρες ανακλούν τις δέσμες φωτός. Αρχίσαμε να στέλνουμε ασημί δέσμες πάνω-κάτω, αριστερά-δεξιά. Λίγα λεπτά αργότερα εντοπίσαμε δύο κατακόκκινα μάτια και η βάρκα ξεκίνησε να κατευθύνεται ολοταχώς, θύτης και λεία ταυτόχρονα προς το μέρος τους. Φαντάστηκα έναν μεγάλο κροκόδειλο με στιλπνά χρώματα να μας κοιτά μέσα από τον θάμνο. Οσμιζόταν άραγε τον φόβο μου; Κάτι σάλευε στον αέρα, στην επιφάνεια του ήσυχου νερού, στον βυθό του ποταμού.  Φτάσαμε σε μια περιοχή με υδρόβιους θάμνους, μέσα στους οποίους διακρίνονταν κάμποσα ζευγάρια μάτια. Κράτησα την αναπνοή μου. Όλα έγιναν ραγδαία. Ο Κλίβερ βούτηξε τα γυμνά του χέρια μέσα στους θάμνους και την επόμενη στιγμή κρατούσε σε κάθε χέρι ένα μικρό σκούρο λαδί κροκοδειλάκι από τον λαιμό. Μας τα έδωσε προσεκτικά να τα περιεργαστούμε. ‘Άγγιξα το κρύο, υγρό τους δέρμα με τις μαύρες πιτσιλιές. Στεκόντουσαν πειθήνια, κοιτώντας μας με τις κάθετες κόρες των ματιών τους. Φαινόντουσαν ατρόμητα. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν αντιμέτωπα με ανθρώπους. Οι Αμερινδοί όμως σκοτώνουν μόνο ενήλικα ζώα και σε συγκεκριμένες περιόδους. Ο Κλίβερ ξαναπήρε τα κροκοδειλάκια στα χέρια του και τα επέστρεψε με σεβασμό στο νερό.

Στον Αμαζόνιο, η τέχνη της συμβίωσης με το δάσος και η συνάντηση των ανθρώπων με το ζώο ήταν από τα πρώτα μας οικολογικά μαθήματα. Οι επόμενες μέρες έμελλαν να είναι από τις πλέον φορτισμένες συναισθηματικά. Ο Κλίβερ με τις αφηγήσεις του μας αποκάλυψε τα κρυφά μυστικά του μοναδικού πράσινου κόσμου που έχουμε και οφείλουμε να διασώσουμε.

Προηγούμενο άρθροΔημοσιογραφία και λογοτεχνία
Επόμενο άρθροΙ.Καρυστιάνη:Το κόστος του μυστικού

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ