Αλέξης Σ. Ζήρας (*)
Να παραδεχτούμε ξεκινώντας ότι η έννοια και η προβολή της αλήθειας ή των παρεπομένων της, όπως του αληθινού, του γνησίου, του αδιαμεσολάβητου, είναι θέματα παμπάλαια και υπήρξαν από καταβολής της λογοτεχνίας από τις δελεαστικότερες των υποσχέσεων που έδιναν οι δημιουργοί στους αναγνώστες τους. Ακόμα και σατιρικοί όπως ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς του 2ου μ. Χ. αιώνα που έστρεφε συχνά τα βέλη του εμπαιγμού του προς την ανθρώπινη ευπιστία, χαρακτήριζε απερίφραστα αληθινή την ολωσδιόλου φανταστική του αφήγηση για ένα Ταξίδι στη Σελήνη, στην οποία εν μέρει βασίστηκε πολύ αργότερα ο Ιούλιος Βερν.
Ι
Κάνοντας όμως μερικές διαπιστώσεις προερχόμενες από την ανάγνωση της πρόσφατης ελληνικής και της ξένης πεζογραφίας διαπιστώσαμε αρχικά πως αντιπαλεύοντας το απομυθοποιητικό (χάριν των δικών του μύθων) και αποδομητικό διαδίκτυο, είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι οι συγγραφείς ως παραγωγοί της λογοτεχνίας, να τονίσουν ήδη από τους τίτλους του εξωφύλλου, απευθυνόμενοι προς τους αναγνώστες, ότι, εκτός των άλλων, τους περιμένει σ΄ αυτό το βιβλίο η αποκάλυψη όχι απλώς του επινοημένα πραγματικού -αν είναι αυτή η βασική συνθήκη της ελεύθερης δημιουργίας για έναν συγγραφέα- αλλά του γνήσια αληθινού και πραγματικού. Του πραγματικού δηλαδή, που δεν εξαρτάται ως τέτοιο από την ικανότητα του συγγραφέα, αλλά από κάποια άλλη επιβεβαίωση ή διασφάλιση: της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της νομικής, της οικονομίας κ.λπ. Νομίζω ότι δεν θα ήταν ανώφελο να εστιάσουμε την προσοχή μας σ΄ αυτό το σημείο, διότι αν ένας μυθιστοριογράφος χρειάζεται να πείσει τον αναγνώστη του για την αλήθεια της μυθοπλασίας, χρησιμοποιώντας τη βοήθεια πρόσθετων, εξωκειμενικών στηριγμάτων, τότε είναι μοιραίο ότι στον νου ενός μέρους των αναγνωστών η μυθιστορηματική αλήθεια μπορεί να κρίνεται ως υποδεέστερη της επιστημονικής ή όποιας άλλης «εξ αντικειμένου» αλήθειας. Καλυμμένοι πίσω από το αξίωμα ότι όλα πλέον είναι λογοτεχνία, ονομάζονται ως «λογοτεχνία» είδη κειμένων που δεν έχουν καμιά απολύτως λογοτεχνικότητα και εμφανίζονται στα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι πεζογράφοι (για τους ποιητές ασφαλώς χρειάζεται μια άλλη προσέγγιση) που δείχνουν να έχει κλονιστεί η πεποίθησή τους ότι μια πραγματικότητα επινοημένη (μυθιστορηματική ή άλλη) είναι κάτι που προσλαμβάνεται διαφορετικά από μια αφήγηση ιστορική, μια μαρτυρία για ένα γεγονός ή μια φωτογραφία που αποδίδει με τη δική της οπτική και πρόθεση ένα θέμα συγγενικό με τα θέματα τα οποία αναπαριστά η μυθοπλασία. Γνωρίζω πολύ καλά ότι η τέχνη σε όλες τις μορφές της διανύει εδώ και καιρό μια εποχή απροσδιοριστίας, σύγχυσης και πολλαπλασιαστικής διπλωπίας, αναγκασμένη πολλές φορές να αναζητά τα επιτελεστικά εργαλεία της σε συναφή με αυτήν πεδία: στο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, στη γλώσσα των επίσημων εγγράφων, στην έντυπη και στην ηλεκτρονική ειδησεογραφία, στις ιστορικές καταγραφές, στις επιστημονικές πραγματείες. `Ομως αυτή η αναζήτηση και αυτή η εγκόλπωση δημιουργεί, εκτός από νέους ορίζοντες, νέους κινδύνους. Ο βασικότερος από τους κινδύνους που δημιουργείται από την ολοένα και εντεινόμενη υποστήριξη της λογοτεχνίας (και εδώ της πεζογραφίας) από δεκανίκια φτιαγμένα από τα υλικά άλλων, συναφών πεδίων, όπως αυτά που ήδη ανέφερα προηγουμένως, προβάλλει στην εξής διαπίστωση, η οποία δεν αποτελεί ενδεχόμενο μιας καθ΄ υπόθεσιν εργασίας αλλά βασίζεται στην κοινή λογική. Αν δηλαδή η αλήθεια μιας πεζογραφικής αφήγησης, ενός μυθιστορήματος λ.χ., εξαρτάται λίγο ή πολύ από τα αλλογενή δεδομένα που κομίζει ο συγγραφέας για να πλαισιώσει την εργασία του και να της δώσει συνάμα μια ορισμένη κατεύθυνση, πολιτική, φιλοσοφική, ιστορική, ιδεολογική, κ.α., τότε δεν είναι μια αλήθεια αυτοδύναμη, προερχόμενη από τη δημιουργό φαντασία του συγγραφέα, αλλά μια αλήθεια ριζικά σχετική. Και το πεζογράφημα δεν είναι ένα όλο που ενσωματώνει στην ενότητά του έναν αριθμό στοιχείων τα οποία διασταυρώνονται και μετουσιώνονται σ΄ αυτήν, αλλά ένα σύνθεμα διαφορετικών και αυτόνομων ψηφίδων που συγκολλούνται, πρόσκαιρα ή όχι, διατηρώντας την ετοιμόρροπη αυθυπαρξία τους! Λόγου χάριν, μια φωτογραφία ή ένας πίνακας αριθμητικών δεδομένων ή μια αφίσα ή το απόσπασμα από το δημοσίευμα μιας παλιάς εφημερίδας ή το κείμενο μιας μαρτυρίας που προέρχεται από ετεροχρονικά ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, δεν εξυπακούεται σώνει και καλά ότι αποτελεί μέρος της πεζογραφικής ενότητας -με τη λογοτεχνική της έννοια. Ακόμα και στην περίπτωση που έτσι φρονεί ή έτσι νομίζει ότι μπορεί να κατευθύνει τα πράγματα, ο ίδιος ο πεζογράφος. Είναι γνωστή η διένεξη ορισμένων κριτικών πριν από αρκετά χρόνια με αφορμή το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού Στοιχεία για τη δεκαετία του ΄60 (1989), με την παράθεση ομοειδών επιστολών, αντιπροσωπευτικών υποτίθεται των ηθών του ΄60, οι οποίες όμως με τον υπερβολικό αριθμό τους μάλλον αποδόμησαν παρά δόμησαν το υποτιθέμενο μετα-μυθιστόρημα.
ΙΙ
Ο κίνδυνος όμως δεν περιορίζεται στην αποδομητική ενέργεια των «αυτόνομων ψηφίδων που συγκολλούνται πρόσκαιρα ή όχι» σ΄ ένα πεζογράφημα. Επεκτείνεται επίσης σ΄ αυτή την ίδια την εργασία του συγγραφέα και στα όρια που ένα λογοτεχνικό κείμενο έχει, καθώς οι «ψηφίδες» από όμορες ή απόμακρες μεταξύ τους κειμενικές ή οπτικές ή άλλες πραγματικότητες που δανείζεται και συνήθως δεν κατορθώνει να τις μετουσιώσει στην ενότητα του πεζογραφήματός του, έτσι ώστε να μη φαίνεται η αυτονομία τους, δίνει την εντύπωση ακόμα και στον πιο καλοπροαίρετο αναγνώστη (τον επαρκή, εννοείται) ότι ο εν λόγω συγγραφέας του τσαλαβουτά σε άλλα γειτονικά ή μη οικόπεδα, υποδυόμενος τον μαθητευόμενο μάγο της ιστορίας, της ζωγραφικής, της ανθρωπολογίας, της πολιτικής. Γιατί το ερώτημα παραμονεύει: είναι δυνατόν ένας μυθιστοριογράφος να είναι ταυτόχρονα ιστορικός, πολιτικός αγκιτάτορας, λαογράφος, κοινωνιολόγος και άλλα παρεμφερή; `Η μπορεί να είναι μόνο υπό έναν όρο: να κλείνει δηλαδή ειρωνικά το μάτι του στον αναγνώστη, ανατρέποντας στην ουσία την εικόνα του παντογνώστη δημιουργού; Από αυτή την πλευρά, απέναντι λόγου χάριν στον Δημήτρη Νόλλα και στην θεία (μυθοπλαστικά όμως εντός ορίων αναπτυγμένη) αναρχία που επικρατεί στο Ταξίδι στην Ελλάδα (2013) και στα άλλα πεζογραφήματά του, με τον συγγραφέα να διακωμωδεί και να αυτοδιακωμωδείται, θα μπορούσε άραγε να σταθεί Το χιόνι των Αγράφων (2019) και ο Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης; Θα μπορούσε, ίσως, αν είχε την ικανότητα η μυθοπλασία του τελευταίου (παρά τις ορισμένες αστοχίες της) να αναγάγει το μερικό σε συλλογικό, όπως το είχε πετύχει μερικά χρόνια πιο πριν σε μερικά από τα διηγήματά του Γκιακ (2015) ο Δημοσθένης Παπαμάρκος. Ο Παπαμάρκος, λανθασμένα ενταγμένος από την κριτική στην «αριστερή αφήγηση», δεν υποκατέστησε στις συλλογές διηγημάτων του τον ιστορικό που θέλει να αλλάξει την εθνοκεντρική ηρωολατρική αφήγηση η οποία επικρατούσε σε αρκετά από τα πεζογραφήματα με θέμα την μικρασιατική εκστρατεία. Το σπουδαιότερο που έκανε είναι ότι με τις ιστορίες του άνοιξε το δρόμο στον αναγνώστη για να κάνει εκείνος τις δικές του βαθύτερες συνάψεις με τις αρχέγονες καταβολάδες του ανθρώπου, περνώντας έπειτα από το υποκειμενικό στο πληθυντικό και στο πεδίο της Ιστορίας. Ενώ αντιθέτως στο Χιόνι των Αγράφων ο συγγραφέας παίρνει θέση, επιβεβαιώνοντας, θα έλεγα με κάποια υπόρρητη έπαρση, αυτό που τον ρωτούσε η συνομιλήτριά του σε μια πρόσφατη σχετικά συνέντευξή του:[1] ότι επεδίωκε πράγματι με το βιβλίο του να προκαλέσει ρωγμές στην επίσημη Ιστορία του Εμφυλίου- όχι βέβαια ως πεζογράφος, αλλά ως άλλος ιστορικός!!
ΙΙΙ
Παρά τις περί του αντιθέτου διατυπωμένες απόψεις, ορισμένες από τις οποίες έρχονται από την πλευρά των ιστορικών και δείχνουν μια εύλογη άγνοια ως προς το τι γράφτηκε για ένα ζήτημα, όπως λ.χ. τα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τα μικρασιατικά, με τα οποία ασχολήθηκε κατά κόρον η πεζογραφία, εδώ και μια εκατονταετία,[2] η δική μου γνώμη είναι ότι το μυθιστόρημα ή το διήγημα δεν έχουν καμία δουλειά να τοποθετούν την αλήθεια τους στην παραταξιακή υπηρεσία της δεξιάς ή της αριστεράς. Αν το κάνουν (και πράγματι το έχουν κάνει αναρίθμητες φορές) διατρέχουν τον κίνδυνο να γίνουν ένα σώμα με την εποχή τους, να κολλήσουν μέσα από τις πρόσκαιρες ζεύξεις σ΄ ένα ορισμένο χρονικό σημείο και να μην πιάσουν τα βαθύτερα και κρίσιμα ταυτοτικά σημεία του ανθρώπου, τα οποία δεν είναι μηχανιστικές συνέπειες των ιστορικών γεγονότων.[3] Πάντως, είναι πολύ δύσκολο να πειστεί ένας μη προετοιμασμένος αναγνώστης ότι είναι άλλο πράγμα η ηθική της λογοτεχνίας και άλλο η δημόσια ή η προσωπική ηθική. Γι΄ αυτό και πολύ συχνά ακούω από φίλους πεζογράφους ότι μια από τις ερωτήσεις που τυχαίνει να τους κάνουν σε παρουσιάσεις των βιβλίων τους αφορά στο αν πράγματι έζησαν οι ίδιοι αυτά που περιγράφουν. Αν η αλήθεια της μυθοπλασίας τους είναι όντως και απόλυτη αλήθεια (ή καθ΄ υπερβολήν αληθειακή αλήθεια) της ζωής τους. Όταν τους απαντούν ότι «τα έζησαν, όχι όμως οι ίδιοι αλλά μέσω των προσώπων που δημιούργησαν ειδικά γι΄ αυτό το βιβλίο τους», το πιθανότερο είναι η απάντηση αυτή να αντιμετωπίζεται με αμηχανία ή δυσπιστία.[4] Αυτή η «άρνηση» πολλές φορές αυξάνει την επιφύλαξη των μη προϊδεασμένων αναγνωστών, μεγεθύνει την αμφιβολία τους για την αλήθεια του μυθιστορήματος και αυξάνει την ανάγκη τους να πιστέψουν σε κάτι πιο χειροπιαστό, πιο απτό, και για τούτο δεν είναι σπάνιο φαινόμενο να φτάνουν στο σημείο να πιστεύουν περισσότερο στο πρόσωπο του συγγραφέα, στη γοητεία του, στις πολιτικά αβανταδόρικες απόψεις του, ή ενδεχομένως στον ελκυστικό λόγο του, και λιγότερο στο ίδιο το βιβλίο. Αυτός είναι ο ένας δρόμος της πειθούς – «η επίκληση στο ήθος του πομπού», σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η πειθώ δια της υποκειμενικής αλήθειας που προσφέρει η εικόνα- ίσως ο πιο επισφαλής και ασταθής τρόπος.
Ο δεύτερος δρόμος που θα μας απασχολήσει περισσότερο στα επόμενα, είναι αυτός που σχετίζεται με τη στήριξη του υποτιθέμενου αληθειακού χαρακτήρα ενός εκτενούς ή σύντομου αφηγήματος σε τεκμήρια και σε δεδομένα, τα οποία προσφέρονται ως βάσεις από εξωκειμενικούς παράγοντες, από το ιδεολογικό περιβάλλον, τις ιστορικές καταγραφές, την παράθεση στοιχείων από την οικονομία, την πολιτική, την κοινωνιολογία. Σε ένα νοσηρό περιβάλλον όπου η ιδιωτική ζωή σύρει τη δημόσια ή το αντίστροφο, όπως το περιβάλλον που υπάρχει γύρω μας τον τελευταίο καιρό, πολλές φορές το λογοτεχνικό κείμενο είναι σε τέτοιο βαθμό ανυπόληπτο ή αδιάφορο, ώστε παίρνει τη μορφή ενός παραμορφωτικού καθρέφτη, όπου ο λογοτεχνικός λόγος είναι δευτερεύουσας σημασίας. Για να μπορέσει ο πεζογράφος να το αναβαθμίσει, να το κάνει κατ΄ εικόνα και ομοίωση του ενδιαφέροντος ενός αναγνωστικού κοινού που δεν περιορίζεται στους λίγους μυημένους, για να του ενισχύσει την αληθειακή δυναμική του (που ασφαλώς δεν περιορίζεται στην αλήθεια της συγγραφικής επινόησης), το περιστοιχίζει και το οχυρώνει με «αντικειμενικά» δεδομένα που συνδέονται με γεγονότα συλλογικής μνήμης που εξασφαλίζουν την εύνοια του αναγνώστη, έστω κι αν τα αντικειμενικά δεδομένα -κείμενα και εικόνες- δεν έχουν άμεση σχέση με τη μυθοπλασία. Ο Εμφύλιος Πόλεμος, η Μικρασιατική Εκστρατεία, η Κατοχή, η Επανάσταση του 1821, η Οικονομική Κρίση κ.ο.κ.
Ένα τέτοιο παράδειγμα μπορούμε να αντλήσουμε από τις δυο χρονικά τελευταίες εκδόσεις του Ηλία Μαγκλίνη, Είμαι όσα έχω ξεχάσει, υποτιτλισμένο και αυτό ως «Μια αληθινή ιστορία» (2019), και το επόμενο που ο τίτλος του θυμίζει τη πασίγνωστη νουβέλα του Γεωργίου Βιζυηνού, ως Το μόνο της ζωής τους ταξίδι, με υπότιτλο «Μικρά Ασία. Οδοιπορικό σε πόλεμο και ειρήνη» (2022). Ειδικά ο υπότιτλος υπομνηματίζει και υπογραμμίζει την κεφαλαιώδη σημασία του ιστορικού τεκμηρίου και της αληθειακής καταγραφής του στο εγχείρημα που αναλαμβάνει ο Μαγκλίνης. Ως προς τα δυο αυτά αφηγηματικά του βιβλία, ο συγγραφέας, όχι τυχαία, αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τον ειδολογικό ορισμό «μυθιστόρημα», εστιάζοντας στην ιστορική έρευνα, στο ρεπορτάζ, στο αρχειακό υλικό, στις φωτογραφίες ως sine qua non προϋποθέσεις της μυθοπλασίας. Συνεπώς, η αξία αυτών των βιβλίων δεν στηρίζεται στα ενδεχόμενα τεχνάσματα του συγγραφέα, στις διαστρωματώσεις των γλωσσών, στις πλάνες που εμφανίζονται ως αλήθειες της λογοτεχνίας, αλλά προπάντων στη συμπλήρωση, κατά το δυνατόν, ενός πανοπτικού παζλ. Μιας σύνθεσης που τελικά προσφέρει την ολοκληρωμένη εικόνα της εποχής και της ζωής του προγόνου του συγγραφέα, στρατιώτη στη μικρασιατική εκστρατεία και θύματος της αριστεράς στον εμφύλιο. Το ιστορικό πλαίσιο βαραίνει, τα τεκμηριωμένα γεγονότα αποτελούν βάση της σταθερότητας με την οποία περνάει η αφήγηση από το ένα χρονικό σημείο στο άλλο, όμως συνάμα και ένα εμπόδιο, αν δούμε τα πράγματα από την πλευρά της λογοτεχνικής αναπαράστασης, αφού η συνεχής πρόσδεση στα τεκμήρια δεν αφήνει, όπως είναι εύλογο, να αναπτυχθεί ελεύθερα η δημιουργική φαντασία. Για την ακρίβεια, είναι ένα είδος οικογενειακής σάγκας που διατρέχεται από το άγχος και την αγωνία της επαλήθευσης. Και από την πλευρά αυτή δεν αφήνει (ή δεν θέλει να αφήσει) τον αναγνώστη να φανταστεί τον βίο και τις δοκιμασίες που καταγράφονται, και αντιθέτως τον κατευθύνει προς μια αφήγηση της οποίας έχει προαποφασιστεί η αποδεδειγμένη αλήθεια.
IV
Για να κάνουμε τώρα μια ειρωνική αντιστροφή, αυτό που αναζητείται ως «καθαρή αλήθεια», ως πρωτεύουσα αλήθεια, χρησιμοποιεί βέβαια και τις λέξεις, αλλά βρίσκεται πίσω από τις εμπνευσμένες και γι΄ αυτό ελλειμματικές ως προς το κυριολεκτικό νόημά τους συναισθηματικά φορτισμένες λέξεις που διαπλάθουν τη λογοτεχνικότητα. Η καθαρή αλήθεια υποστηρίζεται από την πρωτογενής έρευνα, την αρχειακή υποστήριξη, τη συνδρομή ενός ολόκληρου τεκμηριωτικού μηχανισμού που κυριολεκτικά έχει ιδρυτική σημασία για ορισμένα πεζογραφικά κείμενα όπως τα προηγούμενα. Αυτή η αληθινή, τεκμηριωμένη αφήγηση δεν εξαπατά. Δεν ξεγελά τον αναγνώστη της, δεν του λέει ψέματα που υποδύονται την αλήθεια, όπως σε κάποια άλλα πεζογραφικά κείμενα, των οποίων οι συγγραφείς χρησιμοποιούν τους πολλαπλούς καθρέφτες της επινόησης και τα προσωπεία της προκειμένου να κρατηθούν μακριά από το υποτιθέμενο γεγονός. Αποφεύγοντας με κάθε τρόπο την προσωπική ομολογία, το «είμαι εγώ εκεί αντί κάποιου άλλου», το story όπως έλεγαν και λένε μετ΄ επιτάσεως οι Αμερικανοί της «νέας δημοσιογραφίας», υπερβαίνουν εδώ και σχεδόν ογδόντα χρόνια τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην «αληθειακή» καταγραφή μιας εμπειρίας, συρρικνώνοντας τον ρόλο της πρώτης και διογκώνοντας τον ρόλο της δεύτερης. Μπορούν να ισοζυγιστούν αυτοί οι δυο ρόλοι; Δύσκολο θα μας απαντούσε ενδεχομένως στο σημείο αυτό ο Χρήστος Αστερίου, ο οποίος μιλώντας για το τελευταίο πεζογραφικό βιβλίο του, τις Μικρές αυτοκρατορίες (2021), είπε, ίσως εμμέσως, ότι η μυθοπλασία, όπως τη γνωρίζουμε, δεν θα τον βοηθούσε να ενσωματώσει στην αφήγηση τα τεκμηριωτικά εκείνα στοιχεία που θα έδιναν στο σύνθεμά του για την οικογένεια Μουράτι την αποδεικτική βαρύτητα που θα ήθελε. `Η, αλλιώς, σύμφωνα με τα λόγια του, [θέλησα] «να πειραματιστώ σε ένα είδος με το οποίο δεν είχα ως τώρα καταπιαστεί. Ένα μη-μυθοπλαστικό αφήγημα ως προς την τεχνική και τη σύνθεσή του».[5] Βρισκόμαστε άραγε πολύ μακριά από τα πεζογραφικά κείμενα της πρόσφατα βραβευμένης Γαλλίδας Αννί Ερνώ, όπου κάθε προσωπική αφήγηση που αρνείται τη διαστολή της φαντασίας είναι δυνάμει μια αφήγηση αληθινή; Αντί για τη δημιουργία ενός παράλληλου σύμπαντος που είναι λίγο ως πολύ επινοημένο, η Ερνώ αναζητά στα πεζογραφήματά της έναν εγγυημένο φρουρό που πιστοποιεί ότι τα πράγματα έγιναν όπως ακριβώς εμφανίζονται, και ποιος θα ήταν, για εκείνη, πιο εγγυημένος φρουρός, καλύτερος αυτόπτης μάρτυρας, από ό,τι το ίδιο το συγγραφικό εγώ; Αυταπάτη ή όχι, να θυμίσω ότι ένα από τα επιχειρήματα που αναφέρθηκαν υποστηρίζοντας τη βράβευση της Ερνώ, όπως διατυπώθηκε στο σκεπτικό της Επιτροπής του Βραβείου Νόμπελ ήταν «η κριτική της οξύνοια, με την οποία αποκάλυψε τις ρίζες, τις αποξενώσεις και τους συλλογικούς περιορισμούς της προσωπικής μνήμης», ενώ στην προηγούμενη περίπτωση της Ουκρανής Εύας Αλεξίεβιτς, τονίστηκε από την Επιτροπή όχι η ευφάνταστη ικανότητά της να αναπαριστά, αλλά η τεκμηριωτική της μέθοδος να συνδέει τα μεγάλα γεγονότα με τα υποκείμενά τους. Οπότε, σύμφωνα με την Ερνώ:
Η αναζήτηση λέξεων που εμπεριέχουν την πραγματικότητα και συνάμα το αίσθημα που προξενεί η πραγματικότητα [είναι] το αδιάλειπτο μέλημα μου όταν γράφω, όποιο κι αν είναι το θέμα. Ήταν αναγκαίο για εμένα να λέω “εγώ”: το πρώτο πρόσωπο- αυτό μέσω του οποίου, στις περισσότερες γλώσσες, υπάρχουμε, από τη στιγμή που μαθαίνουμε να μιλάμε ώσπου να πεθάνουμε-[και το οποίο] παραπέμπει στον συγγραφέα και δεν είναι ένα “εγώ” που παρουσιάζεται ως φανταστικό.[6]
Η εσκεμμένα εμφανής υπογράμμιση του αληθειακού χαρακτήρα των πεζογραφημάτων και στις δύο αυτές πεζογράφους νομίζω ότι σκοπεύει να πάρει τη μορφή ενός συναινετικού κλεισίματος του ματιού, ώστε να εμπιστευθεί εξαρχής ο αναγνώστης αυτό που θα διαβάσει, χωρίς άλλες διερωτήσεις και απορίες. Ότι δηλαδή αυτό το βιβλίο που έχει στα χέρια του δεν στηρίζεται σε κάποιο από τα μυστηριώδη (και γοητευτικά) τεχνάσματα που χρησιμοποιούν οι πεζογράφοι για να πείθουν ότι στις σελίδες αυτές ξετυλίγεται μια πραγματικότητα την οποία μπορούν και εκκολάπτουν και κρατούν απόμακρη ως μικροί θεοί. Ότι αντίθετα, αντί της επινόησης, μπροστά στον αναγνώστη ξανοίγεται τώρα η σπαρταριστή μία και μόνη αλήθεια της ζωής που εν είδει μαρτυρίας ή αυτογραφικής κατάθεσης ή ιστοριογραφικής αφήγησης, αντικαθιστά κάθε φαντασιακή κατασκευή. Και μ’ αυτή την έννοια, για να δείξω πόσο πλέον έχουν γίνει ρευστές και ακαθόριστες οι παλιές και σταθερές διακρίσεις ανάμεσα σε διαφορετικά είδη, να θυμίσω ότι ο πολιτογραφημένος Γάλλος ιστορικός Ιβάν Ζαμπλονσκά, του οποίου ήδη είναι μεταφρασμένη στα ελληνικά η ιστοριογραφική αφήγηση Η Ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία (2017), επανέλαβε πρόσφατα σε τηλεοπτική συνέντευξή του ότι η παλιά αντίληψη για την πολλαπλά διασταυρωμένη αδέκαστη ιστορία είναι παρωχημένη και ότι εκείνος «προσπαθεί με τα κείμενά του να μεταδίδει την οργή, το φόβο ή τη χαρά». Ή αλλιώς να μεταδίδει την ανθρώπινη αλήθεια που ως τώρα ήταν αθέατη για τα ιστορικά συγγράμματα.
V
Μέτρησα τουλάχιστον 45-50 πεζογραφικές εκδόσεις των τελευταίων 40 ετών, ελληνόγλωσσες και μεταφρασμένες, στις οποίες ο προσδιορισμός «αληθινή ιστορία» βρίσκεται στον τίτλο ή στον διευκρινιστικό υπότιτλό τους. Ο διαδικτυακός εκπτωτικός κατάλογος βιβλίων «Best Price» σε μια σχετική αναζήτηση παραπέμπει σε ολόκληρη ενότητα τριάντα και πλέον εκδόσεων που βρίσκονται όλες κάτω από τον ομαδικό τίτλο «Αληθινή ιστορία». Πράγμα που ασφαλώς σημαίνει ότι ο τίτλος δημιουργήθηκε προκειμένου όσοι και όσες αναζητούν βιβλία με χαρακτηριστική κοινή τους ιδιότητα το «αληθειακό προσόν» (μυθιστορήματα, ιστορικές, θρησκειολογικές, φιλολογικές και κοινωνιολογικές μελέτες), να μπορούν να τα βρίσκουν κάπου συγκεντρωμένα. Κατά προέκταση, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ, έχοντας υπόψη αυτούς τους νέους όρους που αλλάζουν ανατρεπτικά τη σχέση της λογοτεχνίας με τα υποκείμενά της, αν αυτό που γνωρίζαμε ως τώρα ως χάρισμα του μυθιστορήματος ή του διηγήματος, η λογοτεχνικότητά του δηλαδή, αποτελεί επαρκή ή και αναγκαία συνθήκη, ώστε να κριθεί η αξία ενός πεζογραφικού κειμένου. Άλλοτε, ίσως, θα λέγαμε απευθείας, ναι. Σήμερα όμως; Διότι όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς, η λογοτεχνία έχει πάψει μαζί με την υποβάθμιση της σημασίας της φιλολογίας και της λογοτεχνικής κριτικής, αλλά και το σαρωτικό σχετικισμό που κυκλοφορεί μέσα από τα αναρίθμητα ανοίγματα του Διαδικτύου, να είναι πεδίο των ειδημόνων, των λίγων ευτυχισμένων, στους οποίους αναφερόταν ειρωνικά ο Σταντάλ. Γίνεται δε ολοένα και πιο μειοψηφική η παραπομπή των αναγνωστών στους εσωτερικούς κανόνες που διέσωσε η μοντερνιστική παράδοση του Χάρολντ Μπλουμ και Τζώρτζ Στάινερ.
Δεν είναι τυχαίο ότι η ανερχόμενη πεζογραφία, η οποία συνδέεται με την αποδόμηση και το μεταμοντέρνο, με την παράλληλη, κατακόρυφη άνοδο του νεο ή μετα-φεμινισμού και του ακτιβιστικού Δικαιωματισμού, που θέλουν να επιβάλουν μια φαντασιακή έμφυλη ισότητα, είναι λιγότερο σχετική με την επινόηση και τη μυθοπλασία και περισσότερο σχετική με τη μαρτυρία. Δηλαδή με την αποτύπωση της εγωτικής μαρτυρίας στην οποία επωάζεται το συλλογικό βίωμα ως κατ΄ ευθείαν αναπαράσταση ενός πραγματικού γεγονότος, μιας κοινωνικοπολιτικής κατάστασης ή μιας ρήξης σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο. Σήμερα, μετά από αρκετές δεκαετίες, κατά τις οποίες κυριαρχούσε η απόλυτη διάζευξη του συγγραφέα από τον αφηγητή, ώστε να φτάσουμε να μιλάμε για τον «θάνατο του συγγραφέα», φτάσαμε στο κρίσιμο σημείο να αποτελεί η ταύτιση του αφηγητή με το πρόσωπο του συγγραφέα απόλυτη προϋπόθεση για τη λογοτεχνική αξία ενός κειμένου. Φτάνοντας μάλιστα πολλές φορές στα άκρα, έτσι ώστε να αναγνωρίζεται το δικαίωμα στη γραφή μόνο αν ο συγγραφέας αποτελεί εκφραστή του συγκεκριμένου βιώματος και στην προσωπική του ζωή -κάτι που τώρα πια θεωρείται από ορισμένους ως ένας «θάνατος του συγγραφέα» που φαίνεται πιθανότερος από εκείνον που υπέθετε η θεωρία του Ρολάν Μπαρτ. Και αυτό τη στιγμή που η ιστοριογραφική αφήγηση κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος στις αναγνωστικές προτιμήσεις, καθώς υιοθετεί τις αφηγηματικές τεχνικές της πεζογραφίας, σύμφωνα όμως με τις δικές της αρχές: Λ.χ. την προφορικότητα και τη μετατόπιση προς τη ζωή του μέσου και απλού ανθρώπου. Αν λοιπόν η Ιστορία απεμπολεί τον επιστημονικό λόγο και η πεζογραφία απεμπολεί τη μυθοπλαστική φαντασία της, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε πού θα οδηγήσει αυτού του είδους η σύγκλιση.
(*) Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας. Το κείμενο είναι η ομιλία του στο Συνέδριο του Αναγνώστη για την ελληνική λογοτεχνία του 21ου αι.
[1] «Ο λογοτέχνης δεν απονέμει δίκαιο, οφείλει να είναι ιστορικά τίμιος», συνομιλία του Π.Χ. με την Πόλυ Κρημνιώτη, εφ. Η Αυγή, 2 Αυγ. 2022.
[2] Και όχι μετά το 1960 όπως ισχυρίστηκε η Αννα-Μαρία Δρουμπούκη, στο κείμενό της «Ιστορία και λογοτεχνικές αναπαραστάσεις», The books’ Journal, tx. 59, 12 Νοεμ. 2015, απαλείφοντας (ίσως γιατί δεν βολεύουν την ορισμένη πολιτική χειραγώγηση) άλλα πεζογραφικά κείμενα, όπως Η Ζωή εν τάφω (1917,1930) του Στρ. Μυριβήλη, το Νούμερο 31328 (1924) του Ηλία Βενέζη κ.α.: «Όσον αφορά τη λογοτεχνία, μέχρι τη δεκαετία του 1960 η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από τις ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων, και ο όρος «Καταστροφή» αφορούσε τη στρατιωτική ήττα. Με την έκδοση του βιβλίου της Διδώς Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα(1962), η Μικρασιατική Καταστροφή βρίσκει το μύθο της, και μάλιστα με αριστερό πρόσημο».
[3] Μια και ήδη μνημονεύσαμε πιο πάνω το άρθρο της Α.-Μ.Δρουμπούκη για το Γκιακ του Δημ. Παπαμάρκου, να προσθέσουμε εδώ ότι η κριτικός θεωρεί ότι η ακραία βιαιότητα των Αρβανιτών, των καταγόμενων από τη Μαλεσίνα, που επέστρεψαν από το μικρασιατικό μέτωπο, οφείλεται στα όσα έζησαν εκεί, και όχι στους παμπάλαιους ηθικούς κανόνες της φυλής και της κοινότητας, στο γκιακ (αίμα) που δεν είναι απλώς η συνέπεια του πολεμικού βιώματος της εποχής αλλά περισσότερο η ορμέμφυτη γραμμή που έρχεται από τα έγκατα της ανθρώπινης φύσης.
[4] «Θέλω να σας πω τα πράγματα όπως ακριβώς συμβαίνουν όταν γράφω ένα κείμενο ή ένα χρονογράφημα. Πολλοί αναγνώστες με ρωτούν συχνά πυκνά αν οι ιστορίες που περιγράφω είναι αληθινά γεγονότα. Σας λέω πως ναι. Δεν έχει σημασία αν έχουν συμβεί σε μένα ή αν μου τις έχουν διηγηθεί. Δεν έχει σημασία αν ήταν ακριβώς εκείνη την ώρα της μέρας ή της νύχτας. Αν η μπλούζα που φόραγε το κορίτσι ήταν κόκκινη ή το αυτοκίνητο με τους μετανάστες λευκό. Κάθε ιστορία έχει το δικό της αυθεντικό αίσθημα. Και αυτό προσπαθώ να περάσω σε κάθε κείμενο που σας στέλνω. Το αληθινό αίσθημα όπως το αντιλαμβάνεται το μυαλό και η ψυχή μου». Βλ. Κυριακή Μπεϊόγλου, Λίγο ακόμα μαζί (2020). [Απόσπασμα από το συνοδευτικό για την έκδοση κείμενο].
[5] «Δεν υπάρχουν στεγανά στη λογοτεχνία» [συζήτηση του Χρήστου Αστερίου με τον Γρηγόρη Μπέκο], Το Βήμα, 4 Μαρτ. 2022.
[6] Απόσπασμα από την αντιφώνηση της Α. Ερνώ στον λόγο της κατά την τελετή της απονομής του Νόμπελ.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές συνέπειες της ταύτισης συγγραφέα και αφηγηματικού προσώπου, όπως την περιγράφει ο κ. Ζήρας, είναι η νεόκοπη απαίτηση αυτά τα δύο να ταυτίζονται, ιδίως σε περιπτώσεις μειονοτικών ή έμφυλων ζητημάτων, πχ ο μαύρος να γράφει για μαύρους, η γυναίκα για γυναίκες, ο μετανάστης για μετανάστες, ο/η τρανς για τρανς, ο ανάπηρος για ανάπηρους, αλλιώς υπάρχει η λεγόμενη ‘οικειοποίηση’ (appropriation). Η απαίτηση αυτή, που ήδη οδηγεί σε φαινόμενα συγγενικά της λογοκρισίας (ακόμα και προληπτικής) είναι κατά κάποιον τρόπο η κανονιστική μορφή του φαινομένου υποταγής της μυθοπλασίας σε εξωκειμενικές απαιτήσεις εξυπηρέτησης της πάσης φύσεως ‘αλήθειας’.
Συμφωνώ απολύτως. Πρόκειται για την γελοιογραφική στην όψη αλλά τρομακτική (και δυσοίωνη) στο βάθος οργουελική προβολή της πολιτικής ορθότητας.
Προς επιβεβαίωση όσων γράφει σχολιάζοντας ο ΚΠ έχω να καταθέσω μια προσωπική εμπειρία. Τον Ιούνιο του 2022 κυκλοφόρησε μία Ανθολογία διηγημάτων [με σχετικό θέμα (queer)], οι συγγραφείς των οποίων προέρχονταν από ένα ευρύ φάσμα ταυτοτήτων. Η Ανθολογία ήταν συμπεριληπτική και χωρίς αποκλεισμούς. Οι συντελεστές της όμως δέχτηκαν ΠΡΟΤΟΥ ΚΑΝ ΕΚΔΟΘΕΙ σφοδρή πολεμική λαμβάνοντας επιστολές και μηνύματα γιατί οι συγγραφείς ΔΕΝ ήταν όλ@ μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Παραθέτω ένα απόσπασμα πολύ χαρακτηριστικό:
“Είμαστε μια ενεργή ομάδα ΛΟΑΤΚΙ+ στο διαδίκτυο με πλατφόρμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ακτιβιστικές δράσεις τα τελευταία δύο χρόνια.
Πληροφορηθήκαμε ότι σκοπεύετε να εκδώσετε μια κουίρ ανθολογία και με λύπη μας διαπιστώσαμε ότι συμμετέχοντες και συμμετέχουσες συγγραφείς είναι cis straight ατομα, κάτι που αν ενδιαφερόσασταν όντως για τα δικαιώματα και την εκπροσώπηση των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων θα ξέρατε ότι είναι βαθιά προσβλητικό, φιμωτικό και αντιφατικό. Συμβαίνει δε μόνο στην Ελάδα, γιατί στο εξωτερικό ακόμα και σε κινηματογραφικές παραγωγές πλέον είναι βαθιά αμφιλεγόμενο να μην χρησιμοποιούνται ΛΟΑΤΚΙ+ συντελεστές όταν η θεματολογία αφορά την κοινότητα. […] Σύμμαχος σημαίνει πάνω από όλα ανάδειξη των ΛΟΑΤΚΙ+ φωνών και όχι προσέγγιση των μελων της κοινότητας ως αντικείμενο εξέτασης και δήθεν λογοτεχνικής δημιουργίας από μη μέλη της κοινότητας που ουδέποτε έχουν ασχοληθεί με το θέμα στην έως τώρα συγγραφική τους καριέρα και σίγουρα δεν έχουν τις γνώσεις και πάνω από όλα τα βιώματα για να προσεγγίσουν την ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητα.”