της Ελένης Κεχαγιόγλου
«Ο κόσμος είναι ένα ύφασμα που υφαίνουμε καθημερινά στους μεγάλους αργαλειούς των πληροφοριών, των συζητήσεων, των ταινιών, των βιβλίων, του κουτσομπολιού, των μικρών ανεκδότων. Σήμερα το πεδίο που καλύπτουν αυτοί οι αργαλειοί είναι τεράστιο – χάρη στο Διαδίκτυο, σχεδόν όλοι μπορούν να συμμετέχουν στη διαδικασία, αναλαμβάνοντας την ευθύνη ή όχι, με αγάπη ή με μίσος, για το καλύτερο ή για το χειρότερο. Όταν αλλάζει αυτή η ιστορία, αλλάζει και ο κόσμος. Με αυτή την έννοια, ο κόσμος είναι φτιαγμένος από λέξεις». Η Όλγκα Τοκάρτσουκ, με την παραπάνω διατύπωση (από την ομιλία της κατά την παραλαβή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2018· μετάφραση: Γιώργος Θεοχάρης), σαν να συνομιλεί με τη Μάρω Δούκα για την Πύλη εισόδου.
Διότι στην Πύλη εισόδου η Δούκα κάθεται στον αργαλειό της αφήγησης και παραδίδει ένα μεγάλο υφάδι, μια αφήγηση μέσα στη δική της αφήγηση, στην οποία ο συγγραφέας –έτσι υποθέτουμε αρχικά– έχει την κωδική όσο και χιουμοριστική ονομασία «Λακάν Λακάν», με την παιγνιώδη επανάληψη του ονόματος του ψυχιάτρου και ψυχαναλυτή Ζαν Λακάν. Ηχητικά (και χιουμοριστικά) ίσως παραπέμπει και στο «λακάνε λακάνε» με αποκοπή του τελευταίου «ε» σαν προειδοποίηση ότι η ηρωίδα −για την οποία στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου τίθεται το ερώτημα πώς άραγε να τη φανταστεί το συγγραφικό υποκείμενο «Λακάν»− θα του τη σκάσει του συγγραφέα, θα λακίσει, δεδομένου πως το βιβλίο στα τρία του μέρη θα αποδειχτεί ένα πολυπρισματικό κείμενο, όπου πραγματικό και επινοημένο (άρα, αφηγητής και πλασματικοί χαρακτήρες) θα μπλέκονται έως ταυτίσεως.
***
Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε την ηρωίδα μέσω των αναρτήσεων στο fb, που υποθέτουμε πως γράφει κάποια Αίθρα Βλαντή γι’ αυτήν, την οποία Αίθρα με τη σειρά της υποθέτουμε πως την επινοεί ο Λακάν Λακάν, που βέβαια έχει δημιουργήσει η Μάρω Δούκα. Ήδη, κατανοούμε ότι το βιβλίο παιγνιωδώς ασχολείται με το ζήτημα της γραφής, το «ποιος γράφει ποιον». Είναι ωστόσο κάτι πολύ περισσότερο από αυτό.
Τόπος: η Αθήνα, το Παγκράτι, η Ερμού, τα Χαυτεία, η Ομόνοια, ο Μπακάκος, ο Λουμίδης, το ταχυδρομείο, αλλά και ο Ζάρας και το ΙΚΕΑ: η πόλη με αναγνωρίσιμα τοπόσημά της του σήμερα, καθώς και άλλα που επιβιώνουν πια μόνο ως ανάμνηση: ο Κατράντζος Σπορ, το Μινιόν, το παλιό Μεταξουργείο. Εποχή: Ιανουάριος-Αύγουστος 2017. Ηρωίδα: Η Αφεντούλα Μπακάλογλου το γένος Καλημέρη, ετών 69, κάτοικος Παγκρατίου (ζει σε τριάρι στον τρίτο όροφο μεσοαστικής πολυκατοικίας), μεγαλωμένη στο Μεταξουργείο του άλλοτε, πριν υποβαθμιστεί η γειτονιά, μετακόμισε έπειτα στο Πεδίον του Άρεως, στην αριστοκρατική τότε λεωφόρο Αλεξάνδρας, κι ύστερα στη Φωκίωνος Νέγρη, σε διώροφο οίκημα καθώς η πατρική οικογένεια είχε ευμάρεια, είναι μητέρα τριών παιδιών και χήρα του Αιμίλιου Μπακάλογλου.
Η χαμογελαστή, εύχαρις, πάντοτε ομιλητική και κοινωνική, πλην όμως μελαγχολική, Αφεντούλα Μπακάλογλου, που δεν είναι ο μέσος άνθρωπος, «ούτε εντελώς ακατάρτιστη ούτε και επαρκώς καταρτισμένη», με τα παράπονα, τις ανεπάρκειες, τις μικρές χαρές της, τις ήττες και τις νίκες της, τη μικροψυχία ή τη γενναιοδωρία της, τα τραύματά της. Η αξιοπρεπής Αφεντούλα Μπακάλογλου, με τις μικρές συνήθειες, τη βόλτα κάθε Τρίτη στη λαϊκή, το χάζι έξω από το παράθυρο, με τη ρουτίνα της, τις πασιέτζες και τη μοναξιά της. Η Αφεντούλα Μπακάλογλου, κόρη γονιών που την καταπίεζαν, παντρεμένη επί 49 χρόνια με έναν άνδρα που δεν αγάπησε, ιδρυτή της Βιοτεχνίας Στρωμάτων «Παραδείσιος ύπνος», κατεστραμμένου στην κρίση, μητέρα τριών γυναικών που διεκδικούν την προσοχή της και της την επιστρέφουν, φίλη της Αίθρας, του alter ego της που αγαπά να μισεί, ή που άλλοτε αγαπά και άλλοτε δεν αντέχει. Η μελοδραματική, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, Αφεντούλα Μπακάλογλου με τον πηγαίο λόγο, τον αυτοσαρκασμό, τις αυταπάτες της και τη σχεδόν σκληρή ενίοτε ειλικρίνεια, με τον θυμό, την οργή και την τρυφερότητά της, που για να γλιτώσει τη φουρτούνα μέσα της παίρνει τους δρόμους.
Η Αφεντούλα γίνεται ένα «είδωλο πολλαπλό» όπου όλοι μας όχι απλώς αναγνωρίζουμε κάποιο κομμάτι του εαυτού μας, αλλά χάρη σε εκείνη αποενοχοποιούμε και τις δικές μας σκιές, καθώς κατανοούμε ότι η ηρωίδα αυτή μάς συγκινεί διότι μας βοηθά να συναισθανθούμε την ανθρώπινη κατάσταση που μας αφορά όλους.
Η Αφεντούλα ευγνωμονεί τα προβλήματα υγείας που έρχονται και φεύγουν (δυσκοιλιότητα, ταχυκαρδίες, καούρα στο στομάχι, οσφυαλγίες), επειδή χάρη σε αυτές δεν χάνει την επαφή της με τη θνητότητά της, και δεν λησμονεί πόσο προσωρινή και μάταιη από μια άποψη είναι. Φορά το κόκκινο κασκόλ της και υποδύεται την εκκεντρική μικροαστή. Βλέπει στη θλίψη τον βαθύ πόνο της συγκίνησης που επιμένει, προσέχει σαν παιδί όταν περπατά να μην πατήσει τις γραμμές στις πλάκες, βασανίζεται με τα ασήμαντα καθημερινά και μαλώνει τον εαυτό της γι’ αυτό, σκέφτεται τη χαιρεκακία της φθοράς, επιστρέφει στα παιδικά της χρόνια — και έχει ένα αίτημα: να (μας) συστηθεί, να παρηγορηθεί, και ας μην έχει τον τρόπο.
Στην εποχή που η επικοινωνία είναι τα μέιλ και τα μηνύματα –τα οποία δεν έχουν φωνή–, εκείνη ψάχνει τη φωνή της, και συνειδητοποιεί με πόση απερισκεψία και πόση ευκολία κατάφερε να ματαιωθεί, χωρίς να σπουδάσει, χωρίς να δώσει στον εαυτό της ευκαιρίες παρά μόνο, ή έστω, κατόπιν εορτής. Ακατόρθωτες φαντάζουν οι μέρες της μα την παρηγορεί να λέει και να ξαναλέει «ντιλίτ», να ξέρει ότι υπάρχει η δυνατότητα με ένα πλήκτρο να σβήσουν όλα. Και να μπορεί να σεργιανάει στα παλιά, με την ησυχία της, με τη σιωπή της. Ψάχνει να βρει την ισορροπία ούτε να εκθειάζει τον εαυτό της ούτε να τον καταρρακώνει. «Ούτε να είσαι καλό παιδί / ούτε να κάνεις χιλιόμετρα μέσα στην έρημο», όπως έχει γράψει η Αμερικανίδα ποιήτρια Μαίρη Όλιβερ (μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου).
Και κάπως έτσι, με τη συμπόνια απέναντί της, με την κατανόηση στην ομολογημένη εκ μέρους της ανεπάρκειά της συμπονούμε και τον εαυτό μας, μπορούμε να του συγχωρήσουμε τη μονοτονία του, την προβλεψιμότητα και την κοινοτοπία του.
***
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, στην «Ανάβαση της Αφεντούλας», θεωρούμε πως έχουμε γνωρίσει την ηρωίδα. Με τις διαδρομές της από τον νεροχύτη στο παράθυρο, από την τηλεόραση στον υπολογιστή και από την μπερζέρα στο κρεβάτι, δηλώνει ότι έχει επιβιώσει επειδή θυμάται μόνο όσα θέλει να θυμάται, ενώ σε όλα τα άλλα δεν επιτρέπει να γίνουν συγκίνηση, πόνος ή αναπόληση.
Στο δεύτερο κεφάλαιο «Κυρίας Αφεντούλας παράβαση», η συγγραφέας Μάρω Δούκα (ή μήπως ο Λακάν Λακάν; ή μήπως η Αφεντούλα η ίδια;) μας επιφυλάσσει μια έκπληξη, και δημιουργεί ρωγμές ως προς τη βεβαιότητά μας για την ταυτότητα του ομιλούντος προσώπου, για το εάν η Αφεντούλα (α) είναι υπαρκτή, (β) είναι απλώς μία (ή πολλές εκδοχές μιας) φεϊσμπουκικής περσόνας, που κάνει αναρτήσεις για να μετρά λάικ και κοινοποιήσεις, (γ) είναι μια φεϊσμπουκική περσόνα με λογοτεχνικές ανησυχίες που όποιος/α την επινόησε δεν μπορεί πια να την κουμαντάρει, έτσι όπως αυτονομήθηκε στην αρένα του φέισμπουκ, (δ) είναι η μίμηση ενός υπαρκτού προσώπου άλλου από αυτό που την γράφει.
Τα παραπάνω ερωτήματα που τίθενται από τη Μάρω Δούκα, παρότι σχετίζονται με τον κόσμο του φέισμπουκ, στην πραγματικότητα εγείρουν το μεγάλο ζήτημα στις βιομηχανικές κοινωνίες. Στον 21ο αιώνα τα κοινωνικά δίκτυα επαναφέρουν ή και εκφράζουν το ίδιο ερώτημα: «Ποιος είμαι;» Και το «ποιος είμαι» δεν είναι ατομικό ερώτημα: είναι ερώτημα που έρχεται και επανέρχεται έξω από τον καθένα μας: από την κοινωνία, αλλά και την εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία. Πρόκειται για ερώτημα που προκαλεί κάθε φορά και μια νέα αναγνώριση του εαυτού μας και των άλλων. Πλάι στο ερώτημα «ποιος είμαι» προστίθεται συχνά και το «πώς πρέπει να πράξω».
Κι αυτό στην Πύλη εισόδου θα το δούμε στο τρίτο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται «Κυρίας Αφεντούλας Κατάβαση», όπου πλέον η Αφεντούλα, πιο ώριμη, θαρρείς, συγγραφικά η ίδια, με τη συνείδηση ότι αν δεν αγαπήσει εκείνη τον εαυτό της, δεν θα τον αγαπήσει κανείς, με την επίγνωση πλέον πως ό,τι γράφει είναι «εις εαυτόν», ότι η ίδια γράφει το μυθιστόρημα που είναι η ζωή της, χωρίς να αυτολογοκρίνεται, αποκαλύπτει και τα υλικά της προσωπικής της μυθοπλασίας, μυστικά και ψέματα που την ταλαιπώρησαν, που τη διαμόρφωσαν, που την τραυμάτισαν και τα οποία προηγουμένως είχε μόνο υπαινιχθεί. Καθώς το ζεστό καλοκαίρι προχωρά στην Αθήνα και τα εντομοαπωθητικά ζαλίζουν, οδηγείται σε δύσκολες παραδοχές για την ίδια και οδυνηρές ομολογίες για τους αγαπημένους της ανθρώπους.
Οι αναμνήσεις μας είναι κάτι σαν τα όνειρα, μας λέει, πραγματικότητα και επινόηση μαζί. Άρα χρειάζεται να δείχνουμε σεβασμό στην πραγματικότητα που ο καθένας θέλει δεν θέλει χτίζει στο φέισμπουκ – πρωτίστως όμως τη χτίζει μέσα του. Όλες οι δυνατές εκδοχές μας είναι πιθανές, άρα αποδεκτές!
***
Η Μάρω Δούκα με την Πύλη εισόδου της, της οποίας τα πολλαπλά επίπεδα δεν κομπάζουν, αλλά επιτρέπουν στον αναγνώστη να ευφρανθεί με την ιστορία, τον γλωσσικό ρυθμό, την εναλλαγή αφηγηματικού ύφους, ανάλογα με το ποιος μιλάει (ή μάλλον ανάλογα με το ποια περσόνα έχει τον λόγο), έγραψε ένα βιβλίο του οποίου η ηρωίδα θεωρώ πως θα μείνει αξέχαστη, θα τοποθετηθεί στον κανόνα. Αν η Νίνα και η Εκάβη από το Τρίτο στεφάνι του Ταχτσή μίλησαν για τον Μεσοπόλεμο και την Κατοχή, η Αρχοντούλα-Αίθρα-Καίτη Καλή μιλά για τον 21ο αιώνα, όχι μόνο για τη θερμοκρασία των ανθρώπων και της κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής μας, εποχής της κρίσης, που παρεισφρέει αβίαστα και εντέχνως στην αφήγηση, αλλά και για ό,τι μας έφερε έως εδώ, με τις αναφορές στην Αθήνα του χτες, αλλά και στις πολιτικές αλλαγές, από την εποχή του Παύλου και της Φρειδερίκης, του Γεώργιου Παπανδρέου, του Εθνάρχη Καραμανλή, του Ανδρέα και έως τη Χρυσή Αυγή και τον Τζήμερο.
Λίγο καιρό μετά την έκδοση του βιβλίου το 2019, ξαναδιαβάζοντας τους παρακάτω στίχους της Σύλβιας Πλαθ, σκέφτηκα αίφνης ότι η Αφεντούλα –εν τέλει μια γυναίκα που επιχειρεί να αντέξει– έχει πια αυτονομηθεί, ότι έχει πετάξει έξω από τις σελίδες, ότι οι λέξεις της έγιναν ο καινούργιος κόσμος της.
Η Αφεντούλα, λοιπόν,
«τώρα πετάει
πιο τρομερή από ποτέ, κόκκινη
ουλή στον ουρανό, κόκκινος κομήτης
πάνω από τη μηχανή που τη σκότωνε ‒
το μαυσωλείο, το κέρινο σπίτι».
***
Θα κλείσω όπως ξεκίνησα, με Όλγκα Τοκάρτσουκ και πάλι: «ζούμε σε μια πραγματικότητα από πολυφωνικές πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, δηλαδή το είδος εκείνο της αφήγησης που περιστρέφεται στενά γύρω από έναν αφηγητή, ο οποίος, λίγο πολύ άμεσα, γράφει απλά για τον εαυτό του και μέσα από τον εαυτό του. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι πολύ χαρακτηριστική της σύγχρονης οπτικής, στην οποία το άτομο παίζει τον ρόλο του υποκειμενικού κέντρου του κόσμου… Έτσι, η λογοτεχνία γίνεται ένα πεδίο ανταλλαγής εμπειριών, μια αγορά όπου ο καθένας μπορεί να αφηγηθεί τη μοίρα του ή να δώσει φωνή στο alter ego του. Είναι επομένως ένας δημοκρατικός χώρος – ο καθένας μπορεί να μιλήσει, ο καθένας μπορεί να δώσει φωνή στον εαυτό του».
Κι αυτό, λέω, η Αφεντούλα το ξέρει.
(*) Το κείμενο αυτό βασίζεται στην ομιλία που έκανε η Ελένη Κεχαγιόγλου στην παρουσίαση
του βιβλίου «Πύλη εισόδου» στο βιβλιοπωλείο «Ευρυπίδης» στις 11 Δεκεμβρίου 2019.