Το πολιτικό στη σύγχρονη πεζογραφία, 2010-2019 (του Παναγιώτη Λύγουρη)

0
884

 

του Παναγιώτη Λύγουρη (*)

O λόγος που βρίσκομαι σήμερα εδώ είναι η διπλωματική μου εργασία.[1] Αντικείμενο της εργασίας αυτής ήταν να ερευνήσει τη διαλεκτική μεταξύ πεζογραφίας και κρίσης – ή κρίσεων μάλλον, σε όλη αυτή την πληθυντικότητα που πήρε ο όρος στη μακρά δεκαετία του 2010, όταν από «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», όπως μας συστήθηκε αρχικά, η κρίση εγκαθίσταται πια ως συνθήκη. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, λοιπόν, προσεγγίζοντας κείμενα τα οποία εγγράφονται ουσιαστικά στο ίδιο παρόν που επιχειρούν να συλλάβουν σαν ιστορία, ένα κεντρικό, μεταξύ άλλων, ζήτημα που εγείρεται είναι το ζήτημα της διαπλοκής με την πολιτική: πώς θα μιλήσουμε σήμερα για «πολιτική λογοτεχνία», όχι, δηλαδή, με τους όρους του 20ού αιώνα και παραπέμποντας συνειρμικά σε στρατευμένες μορφές, αλλά συντονισμένοι στη, μετά το «τέλος της ιστορίας», μεταπολιτική μας συχνότητα και στη σύγχρονη κρισιακή κατάσταση.

Εδώ έρχεται η έννοια του «πολιτικού» που διαβάζετε και στον τίτλο μου: Αν με τον όρο «πολιτική» σκεφτόμαστε τα κόμματα, τους θεσμούς, εκλογικά συστήματα κ.λπ., μια καθαρά περιγεγραμμένη περιοχή του κοινωνικού όλου, το «πολιτικό» σημαίνει, πολύ γενικά, τον ανταγωνισμό, τη διαφορά, το εγγενές, oντολογικό στοιχείο της αμφισβήτησης,[2] που, μετά την απώθησή του στο διάβα του νεοφιλελευθερισμού, θα αναδυθεί ξανά στις διεκδικήσεις της πρώτης, κυρίως, περιόδου της κρίσης. Με αυτό, πρωτίστως, το όχημα ερμηνείας από και για την εποχή, και από και για τα κείμενα, όπως θα δούμε, απευθυνθήκαμε στο σύνολο σχεδόν της εργογραφίας των Χρήστου Οικονόμου, Νίκου Α. Μάντη και όχι μόνο, με ορισμένα από τα συμπεράσματα αυτής της πορείας να παρουσιάζονται σήμερα εδώ, ως σπινθήρες περισσότερο για τη ζητούμενη συζήτηση.

Περνώντας, άρα, εν τάχει: τη γενικευμένη επισφάλεια που κατακλύζει (και) τις σελίδες αυτής της πεζογραφίας· τη νέα αθηναιογραφία που έρχεται στο προσκήνιο, με τη μυθοπλασία να γυρνά τη φόδρα της άλλοτε φαντασμαγορίας τής πρωτεύουσας (πέρα από τα μυθιστορήματα του Μάντη, στη Ρέα Γαλανάκη [2015], στον Χρήστο Χρυσόπουλο [2012] κ.α.)· την ύπαιθρο, από την άλλη, που, στον Γιάννη Μακριδάκη (2010, 2012, 2013), αντιπροτάσσει στην «εθνική λιτότητα» τον λιτό, αντικαταναλωτικό της βίο· το άνοιγμα στον πρώτιστα οικονομικά πλέον Άλλο[3] (ήδη στον Οικονόμου [2010], έπειτα και στον Μάντη [2014], στον Γιάννη Τσίρμπα [2013] κ.α.)· την ανατομία, επιπλέον, της ανόδου του νεοφασισμού, σκάβοντας ώς και στην ενδοχώρα των ταυτοτικών μεταλλάξεων της Ακροδεξιάς (ιδίως στους Τυφλούς [2017] αλλά και στο Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί [2014] του Μάντη, στον Κώστα Β. Κατσουλάρη [2018] κ.α.). Περνώντας, τέλος, και τις απόπειρες υπέρβασης της αναπαραστατικής κρίσης, μέσω δυστοπικών κι αντιουτοπικών μορφών, μιας συμβολιστικής αλλού νόθευσης του ρεαλισμού, της προσφυγής, ακόμα, σε μια μεταμοντερνιστική ποιητική η οποία συχνά υπονομεύεται μέσω του χιούμορ και της αυτοπαρωδίας (στις Κόρες του Ηφαιστείου [2017] του Οικονόμου, λ.χ.), φτάνουμε, λοιπόν, στον πρώτο σπινθήρα-νοηματικό κόμβο όπου εκβάλλουν τα παραπάνω: έναν αναστοχασμό γύρω από τη διαμόρφωση και την παρούσα σύσταση της εθνικής ταυτότητας.

Ένας αναστοχασμός που εκκινεί από μια αναπραγμάτευση της έννοιας της «ελληνικότητας» (το νησί στο Το καλό θα ’ρθει από τη θάλασσα [2014], ο φασματικός εύζωνας πρωταγωνιστής στους Τυφλούς [2017]), για να εντοπίσει πρωτίστως τη ρίζα της στρέβλωσης στην παραμορφωτική σχέση των νεοελλήνων με το αβάσταχτα βαρύ αρχαιοελληνικό παρελθόν της χώρας και τη σύγχρονη θέση του στο εθνικό φαντασιακό (σε όλη σχεδόν την τριλογία του Μάντη και δη στους Τυφλούς, στον όψιμο Οικονόμου [2014, 2017], ενώ και η μεταπολιτική πολιτεία του Σωτήρη Δημητρίου στο Κοντά στην κοιλιά [2014], όπως μένει κλειστή ή, ακριβέστερα, με σχετικιστικούς μόνο όρους ανοιχτή στην ιστορία και στο πολιτικό, δεν θα αποφύγει την εντροπία και τον μαρασμό).

Οι προτεινόμενες μυθοπλαστικές γιατρειές –το καλό θα ’ρθει από το αμφίσημο της θάλασσας;– εναπόκεινται εμφατικά στη δικαιοδοσία της ανάγνωσης, αφού οι «θέσεις»-προβληματισμοί των κειμένων είτε μένουν εκκρεμείς, είτε αυτοπαρωδούνται, είτε διαχέονται σε μια αντικρουόμενη πολυφωνία, μεταθέτοντας την ευθύνη της απόφασης στον/ην συν-συγγραφέα αναγνώστη/ρια. Ερχόμαστε, έτσι, στον δεύτερο σπινθήρα, το βήμα, υποστηρίζω, της πεζογραφίας προς μια «πολιτικοποίηση της ανάγνωσης».

Αν η απώθηση του ανταγωνισμού από τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό οδήγησε, αρχικά, σε μια γενικότερη «επιστροφή στην ηθική», σήμερα, στην αυγή μιας μετα-ηθικής εποχής, όπου δεν επιβιώνει καν η ανάγκη κάποιου ψευτο-αλτρουιστικού ντύματος, το πολιτικό μοιάζει να διεκδικεί ξανά τη θέση του έναντι μιας ηθικής συχνά στείρας ηθικολογίας όπως κατέληξε να καθαγιάζει την απουσία του.[4] Μιλάμε, άρα, για πολιτικοποίηση και όχι για ηθική ή πολιτική της ανάγνωσης, διότι τα ζητήματα που ανακύπτουν στα κείμενα είναι πρώτα απ’ όλα οντολογικής φύσεως: Το ερώτημα του τι πράξαμε ως κοινωνία, το πολιτικό ζήτημα της (ανα)θέσμισης του κοινωνικού μας συμβολαίου τίθεται, για παράδειγμα, συνεκδοχικά από το νησί-χώρα του Οικονόμου (2014), ενώ στο Σφάλμα Συστήματος (2019), ο Μάντης, μεταπλάθοντας ευθέως τη σύγχρονη πολιτική εμπειρία, το 2015 και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, αναρωτιέται για το πώς η «επιθυμία» φτάνει να επιθυμεί τον συμβιβασμό της.

Κι αυτή η επάνοδος του πολιτικού παίρνει, ειδικά στον Οικονόμου όσο προχωράμε χρονικά, μια αναστάσιμη χροιά –επιλέγω συνειδητά το επίθετο για να συμπεριλάβω τον διαχωρισμό της ποιητικής του από τις απλοϊκές αυτοβελτιωτικές αλοιφές (στο κείμενο με τη λέξη «κοελιομπουκαϊγιαλομισμοί»)–, καθώς επανεγγράφει μια προοπτική πίστης που επιστρέφει διαρκώς διά της απουσίας της:

Να ξέρεις ότι κάτι δεν υπάρχει και να πιστεύεις σ’ αυτό – αυτή είναι, σκέφτομαι, η μόνη σωτηρία που μας έμεινε. Γιατί αν πιστεύεις σε κάτι που δεν υπάρχει, μπορεί –ποιος ξέρει, μπορεί– κάποια μέρα να γεννηθεί εκείνο που πιστεύεις. (Το καλό θα ’ρθει από τη θάλασσα, σ. 51).

Ένα τουλάχιστον μέρος, συνοψίζω, της πεζογραφίας πρότεινε μια ανασύνταξη της διαλεκτικής ανάμεσα στο ατομικό και στο συλλογικό, στο έθνος και στον Άλλο, στην αισθητική και στο πολιτικό. Επιχείρησε το καταστατικό βήμα προς μια κατανόηση της κρισιακής συνθήκης πέρα από τα δισδιάστατα στεγανά του στεγνού (και στυγνού) ορθολογισμού. Βρίσκουν έτσι, θεωρούμε, αξία οι συστάσεις γνωριμίας που επιχειρήσαμε, το άνοιγμα στη συζήτηση, η πρώτη ερμηνευτική χαρτογράφηση μιας τάσης, που μένει ενεργή όσο ο ενεστώτας μας παραμένει σε κρίση. Όπως το έθεσε πρόσφατα ο Νίκος Ερηνάκης (2022), για να κάνουμε τη σύνδεση και με το απογευματινό πάνελ: κρίσης κρήνες / ποτίστε μας κι άλλο.

(*) Φιλόλογος, απόφοιτος του ΠΜΣ «Νεοελληνική Φιλολογία: Ερμηνεία, κριτική και κειμενικές σπουδές» του ΑΠΘ. Το παρόν διαβάστηκε ως παρέμβαση στο συνέδριο του Αναγνώστη «Η ελληνική λογοτεχνία στον 21o αιώνα» (Αθήνα, 11.3.2023).

[1] Παναγιώτης Λύγουρης, Εξιστορώντας το φλέγον παρόν: Όψεις του πολιτικού στην πεζογραφία της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα (Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία), ΑΠΘ, 2022: https://bityl.co/He3b.

[2] Βλ. εισαγωγικά, Γιάννης Σταυρακάκης και Κωστής Σταφυλάκης, «Πολιτικά διακυβεύματα της σύγχρονης τέχνης», στο Οι ίδιοι (επιμ.), Το πολιτικό στη σύγχρονη τέχνη, Αθήνα, Εκκρεμές, 2008, σ. 13-44.

[3] Όπως τον προσδιορίζει η Άντζελα Δημητρακάκη, «To be or not to be an organic intellectual when fascism is repeated as farce? The case of contemporary Greece», στο Natasha Lemos και Eleni Yannakakis (επιμ.), Critical times, critical thoughts: Contemporary Greek writers discuss facts and fiction, Νιούκαστλ, Cambridge Scholars Publishing, 2015, σ. 20-37: 27.

[4] Βλ. Δημήτρης Τζιόβας, «Νεοελληνική πεζογραφία και η ηθική της ανάγνωσης» (2014), στο βιβλίο του Η πολιτισμική́ ποιητική́ της ελληνικής πεζογραφίας. Από́ την ερμηνεία στην ηθική́, Ηράκλειο, ΠΕΚ, 2017, σ. 543-571: 552-554, συνδυαστικά με, Terry Eagleton, Μετά τη θεωρία, μτφρ. Πέγκυ Καρπούζου Αθήνα, Μεταίχμιο, 2007 (2003), σ. 213.

Προηγούμενο άρθροΜυθιστόρημα και παρελθόν στον εικοστό πρώτο αιώνα (Δημήτρης Τζιόβας)
Επόμενο άρθροΤι είναι και τι μπορεί να θέλει η κριτική (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ