Το Ποιητικό Εικοσιένα, μία διαρκής αναγωγή (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)

0
712

της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη

 

 «Εχάσαμεν πολλαί αδελφούς και αδελφάς· εμείναμεν άλλαι ορφαναί, και χωρίς καμμίαν καταφυγήν. Δεν υπήρξεν, ίσως, δυστυχία εις τον κόσμον, την οποίαν να μην υποφέραμεν ή ημείς ή άλλαι ομογενείς μας. Καμμία ποιητών φαντασία, νομίζομεν, δεν ημπορεί να πλάση κακά μήτε τόσον φοβερά μήτε τόσον ελεεινά, όσον ημείς πραγματικώς και τα είδομεν εις άλλας, και τα εδοκιμάσαμεν αι ίδιαι».

Αυτά γράφει η 26χρονη πρώιμη φεμινίστρια Ευανθία Καΐρη το 1825 σε επιστολή που  απευθύνει στις Ευρωπαίες φιλελληνίδες. Έχοντας στα χέρια μου την ποιητική ανθολογία του Κώστα Σταμάτη, μία εργασία εξακοσίων και σελίδων με  τον τίτλο «Η Ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης – 1821» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδ. Πατάκη, σκέφτομαι πως στη φράση «καμία ποιητών φαντασία» της Καΐρη έχει με τα χρόνια  προστεθεί  ένα πληθωρικό ποιητικό συγκείμενο.

Σε αυτή τη φροντισμένη έκδοση, όπου περιλαμβάνονται εισαγωγικές σημειώσεις και εργοβιογραφικά στοιχεία των ανθολογούμενων, οι αναγνώστες διασταυρώνονται με μία ποιητική διαδροµή δύο αιώνων. Η ανθολόγηση ξεκινά από τα χρόνια της Επανάστασης και φτάνει µέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Από τα δηµοτικά τραγούδια στον Σολωμό και τον Κάλβο έως την συγκαιρινή ποίηση.

Συγκαταλέγονται, δηλαδή, πάνω από 200 ποιητικά έργα νεοελληνικής ποίησης γραµµένα από 140 δημιουργούς. Από αυτούς τους 140 δημιουργούς, οι 12 είναι γυναίκες. Πιο συγκεκριμένα διαβάζουμε ποιήματα της Μυρτιώτισσας, της Ρίτας Μπούμη – Παπά, της Αλεξάνδρας Πλακωτάρη, της Σοφίας Μαυροειδή- Παπαδάκη, της Όλγας Βότση, της Βικτωρίας Θεοδώρου, της Μαρίας Λαϊνά, της Έφης Αιλιανού, της Μπίλης Βέμη, της Βερονίκης Δαλακούρα, της Ρούλας Αλαβέρα και της Αγαθής Δημητρούκα.

To HerStory θα επιχειρήσει να συζητήσει εδώ, δύο ποιήματα που ανθολογούνται, το «Αθήνα  – Δεκέμβρης 1944» της Ρίτας Μπούμη-Παπά και το «Παναγιώτης Καρατζάς» της Βερονίκης Δαλακούρα, παράλληλα με δύο ακόμα ποιήματα που δεν έχουν συμπεριληφθεί στην ανθολογία των εκδ. Πατάκη. Ένα απόσπασμα της Μαρίας Κυρτζάκη από τη συλλογή «Λιγοστό και να χάνεται» και το ποίημα «Περίληψη» από τη συλλογή «Το σόι» της Τζένης Μαστοράκη.

Κοινό έδαφος της συν-ανάγνωσης των τεσσάρων ποιητριών είναι η πολιτική διάσταση και η κριτική τους διάθεση. Ο τρόπος που οι ποιήτριες φέρνουν το  Εικοσιένα στη δική τους μικρό-ιστορία και προσωπική επικαιρότητα.

Θα συναντήσουμε στους στίχους τους συνειδησιακό χρέος προς την ελευθερία, θα συναντήσουμε και πατριωτισμό. Μόνο που τα σχήματα αυτά, του χρέους και του πατριωτισμού, επαναπροσδιορίζονται. Σχεδόν ανατρέπονται κι επανεμφανίζονται αλλιώς πολιτικά.

Ο ξεσηκωμός του ’21 αποτελεί, άλλωστε, τη σταθερή αναγωγή των σύγχρονων αγώνων των Ελλήνων κι οι αγώνες αυτοί  συλλογικοί αλλά και ατομικοί βρίσκονται και στα τέσσερα ποιήματα των Μπούμη-Παπά, Δαλακούρα, Κυρτζάκη  και Μαστοράκη.

Το ’21 ως ιστορική αναγωγή, ως αναλογία, εμφανίζεται το ’40, παγιώνεται στα χρόνια της Κατοχής με την Εθνική Αντίσταση, περνά στα Δεκεμβριανά, εντείνεται στον Εμφύλιο και επανέρχεται με τη Χούντα. Οι παραλληλισμοί αυτοί δεν θα μπορούσαν να λείπουν από την ποίηση.

ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ-ΠΑΠΑ

Ξεκινώ με την Ρίτα Μπούμη- Παπά  (1906 – 1984)  και  μεταφέρω  ένα απόσπασμα που ανθολογείται από το  «Αθήνα  – Δεκέμβρης 1944» (Νέα Βιβλία, 1945).

«Ήρωες στεφανωμένοι με το πιο λαμπρό φεγγάρι της ιστορίας

αδέρφια που ανοίξατε στα γιδοστράτια λεωφόρους

στους πληγωμένους ώμους σας

σηκώσατε αποφασιστικά το σταυρό του κόσμου

μορφές ασκητικές των βουνών της αντίστασης

δώστε μας αντίδερο με το χέρι σας

κοινωνήστε μας με τα τραγούδια σας την πατρίδα

άντρες με τα μακριά μαλλιά και τα γένια

βυζαντινοί μας άγιοι με τα φισεκλίκια

αηδημήτρηδες και αηγιώργηδες καβαλαραίοι

αγαπητικοί της λαϊκής μούσας

παιδιά που θα σας λατρέψουν αύριο της γης οι σκλάβοι

πιότερο από τους θεούς τους.

 

Τρέξατε ευτύς από τα Δερβενάκια

μόλις σας κάλεσε ο Κολοκοτρώνης

φυλακισμένος σε σκουριασμένα κάγκελα και πετρωμένος

γιατί να μην μπορεί να κατεβάσει το μπρούτζινο χέρι του

να χλιμιντρίσει το πρασινόμαυρο άλογο του

να σελαγίσει στην αθηναϊκή άσφαλτο

ο πύραυλος της χαίτης του σαν τρομερός κομήτης!

Πως κρατιέται μαρμαρωμένος εκατό χρόνια

καταμεσής στην πρωτεύουσα του μεγάλου πόνου

μας τον χτίσανε με σίδερο και πέτρα

μη και ξαναβροντήξει η λίοντισσα φωνή του

πως βαστάει ο παππούς και δεν γκρεμίζεται

να βλέπει αμαρτωμένα να περνάν

κάτω από τα πουρνάρια των φρυδιών του

τ’ αγγόνια του Ιμπραήμ φερμένα πάλι από το Νείλο

να κυνηγάν τη ματωμένη ανταρτοσύνη μας

[…]

 

Η «ματωμένη ανταρτοσύνη» είναι μία ευθεία σύνδεση, μία αναγωγή όπως είπαμε,   στους αγωνιστές του ’21 και τις ομάδες των αρματολών.

Για την ιστορική συγκυρία και τις ιδεολογικές συνθήκες που γέννησαν αυτό το έργο της Μπούμη – Παπά, έχει γράψει η Δώρα Μέντη στο «Η Αθήνα από τον 19ο στον 20ο Αιώνα» (Εκδ. Gutenberg).  Στο κεφάλαιο  «Δεκέµβρης του ’44» διαβάζουμε πως «η άμεση ποιητική απόδοση των δεκεμβριανών  ανταποκρινόταν στο αίτημα της Αριστεράς […] θα κατέγραφε το γεγονός, θα απέδιδε και θα τεκμηρίωνε την ιστορική αλήθεια προς αποφυγήν της παραχάραξης, θα εξυµνούσε το αγωνιστικό ήθος και θα δηµιουργούσε πρότυπα[…]».

Η συλλογή «Αθήνα -Δεκέµβρης 1944» της Μπούµη-Παπά, είναι μία από τις αντιπροσωπευτικότερες αυτής της περιόδου. Η ίδια η ποιήτρια, μεταγενέστερα, στο περιοδικό «Γιατί» το 1986 έλεγε χαρακτηριστικά, επιβεβαιώνοντας το ισχυρό απελευθερωτικό πρότυπο του ’21, πως :  «ήταν αδύνατο να συγκρατήσω την πέννα μου να γράφει, πλάγια, κρυφά, υπονοούμενα, με κείμενα ανοιχτά φιλελεύθερα, την ψυχική μου κατάσταση και το ανυποχώρητο του χαρακτήρα μου, που κρατάει από προπάππο Υδραίο μπουρλοτιέρη του ’21».

Η ιστορική αλήθεια και η αποφυγή της παραχάραξης μέσα από την αναγωγή στο Εικοσιένα  εντοπίζεται και στο δεύτερο ποίημα που θα συζητήσουμε, περνώντας πλέον από την Μπούμη- Παπά σε τρεις ποιήτριες της γενιάς του ’70.

ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ

Στο ποίημα «Παναγιώτης Καρατζάς» της Βερονίκης Δαλακούρα, το οποίο ανθολογείται από τον Κώστα Σταμάτη στην έκδοση του Πατάκη και προέρχεται από την ποιητική της συλλογή «Άγρια αγγελική φωτιά» του 1997 (εκδ. Άγρα),
η ποιήτρια επιλέγει να μιλήσει για έναν αποσιωπημένο και προδομένο αγωνιστή του 1821 από την Πάτρα.

Εκπαιδευμένος στον ευρωπαϊκό στρατό των Επτανήσων, σύμφωνα με πήγες ίσως και  Φιλικός,  ο τσαγκάρης στο επάγγελμα Παναγιώτης Καρατζάς  δολοφονείται µε «βόλι των οργάνων του κοτζαµπασιδισµού», όπως γράφει ο ιστορικός Κορδάτος, από συναγωνιστές τους, τους Κουμανιώτες τον Σεπτέμβρη του 1821 στην Μονή Ομπλού.

Περνώ στο ποίημα:

 

 

Παναγιώτης Καρατζάς

 

Ο έρωτας για το άγνωστο και μία ερωτύλη κλίση

Προς τον θάνατο Παναγιωτάκη Καρατζά,

Με σπρώχνουν να γράψω για σένα

Αφού μόνο μία γυναίκα έχει το προνόμιο

(Μερικοί το αποκαλούν θλιβερό)

Να σκέφτεται δηλαδή με το σώμα

Πλουτίζοντας το συναίσθημα

Με άναρχη φαντασία. Ομίχλη,

Παναγιώτη Καρατζά, σάμπως ο Μάρτης

Να μην υπακούει παρά στο νεύμα

Που τόσο επιθυμούμε.

Βουνά και σκοτάδια στο χιόνι

Φαλακρή ελευθερία κι αυτή

Η ψύχωση που απορρίπτει το γαλάζιο

Θέλοντας να φωνάξει μ’ όλη της,  τη

Δύναμη «Αρνηθείτε την αντιστροφή του χρόνου!»

Τα πραγματικά πένθη είναι σιωπηλά,

Παναγιώτη, κι οι αληθινές κραυγές πάντα

Προς τα μέσα αφού ούτε η μνήμη

Τους ενδιαφέρου ούτε – πολύ περισσότερο-

Η διεστραμμένη δόξα.

(Εσένα σαν τον Μπολιβάρ θα έπρεπε να

Σε θυμόμαστε, είναι καθαρό το μυαλό αυτών

Που τοποθετούν τ’ απομεινάρια μας

Σε κασελάκια.) Όμως η ροή,

Το μέτρημα των ιστορικών στιγμών

Κάνει όποιον γράφει ποιήματα

Να πεζολογεί. Επαναλαμβάνω λοιπόν

Γρήγορα περνά η ζωή

Τα χρόνια δηλαδή που αναπολούμε

Βλέποντας το άγαλμα της μητέρας

Στον κήπο ή στο κεντρικό δωμάτιο

Του σπιτιού, ενώ μέσα σ’ έναν καταιγισμό

Από αστραπές εγκαταλείπει ο πόθος

Του δυνατού κορμιού.

Είναι μοιραίο γνήσιοι άντρες να’ναι

Μόνο οι παπουτσήδες ή όσοι θα΄ θελαν

Να τους μοιάσουν, Παναγιωτάκη.

Πίστεψέ με, καμιά ωραιοπάθεια δεν

Κρύβουν τα λόγια μου

Οι αναμνήσεις μου αρκούνται

Σε υπάρξεις ταραγμένες

Ό,τι ελκύει τη φθορά και

Ασυνείδητα την ακολασία

Βλέμματα παραμορφωμένα από

Ψυχή που αρνείται να παραδεχτεί

Την ήττα – ήχος που προειδοποιεί

Γιατί εκεί ακριβώς βηματίζει η

Βρόμικη ελευθερία. Αχ, αυτά

Δεν σας απασχολούν εσάς

Πιο απλή, περισσότερο απλοική

Κι από την καρδιά ενός σκύλου

Η επιθυμία των ωραίων αρσενικών

Αν μ’αυτή τη λέξη το στίγμα

Δίνεται της μεγαλοσύνης που

Τον οίκτο γεννά του χαμένου

  • Χρόνος δίχως επανάληψη,

Φρίκη, εδώ πρέπει να προσθέσω

Τη λέξη πατρίδα –

Η προδοσία είναι το πιο

ερωτικό συναίσθημα, Παναγιώτη

Καρατζά, ιδίως αν σαν αποτέλεσμα

Έχει την απώλεια, δηλαδή την

Οριστική φυγή από το πεδίο

Των γλυπτών που σιγά σιγά ζωντανεύουν

Ντουφεκιά

Providence

Πυροβολισμοί

Πριν την τελική σιωπή

Και στην Πελοπόννησο υπάρχουν λιβάδια

Όλα όμως τελειώνουν σ’ ένα μικρό

Σπίτι – πάντα, πάντα-

Ο δρόμος απέχει αρκετά

Η τρέλα της πόλης – ξανά μια

Απαίσια λέξη –

Έλλοχεύει

Αυτά και άλλα πολλά φαντάζομαι κάθε φορά που ακούω (με την κατάλληλη μουσική υπόκρουση) το όνομα του Παναγιώτη Καρατζά. Όλα τελειώνουν καθώς φέρνω στη μνήμη, έφιππο, τον Χιλιανό φίλο μου Isidro Andrés.

Το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973 στη Χιλή και η θηριώδης  δικτατορία του στρατηγού Πινοσέτ  που ακολούθησε άφησε πίσω της πάνω από  40.000 θύματα. Η Ελληνίδα ποιήτρια, ομόψυχα κι αλληλέγγυα, στον καταληκτικό της στίχο σ’ αυτό το θαυμάσιο ποίημα δίπλα στο όνομα του αγωνιστή του ’21 Παναγιώτη Καρατζά  φέρνει τον Χιλιανό της φίλο. Τον Isidro Andrés, ένα υπαρκτό πρόσωπο του αγώνα κατά του Πινοσέτ. Στην αναγωγή της αυτή, δεν μπορεί παρά να παρεμβάλλεται και η ελληνική περίπτωση με τη δικτατορία των Συνταγματαρχών ως κοινή μοίρα των δύο λαών.

Η Δαλακούρα, όπως η Κυρτζάκη  και η Μαστοράκη που ακολουθούν, ανήκουν στις ποιητικές φωνές που έκαναν την εμφάνιση τους στα ελληνικά γράμματα την περίοδο της Επταετίας. Η ελληνική πραγματικότητα, η ανατροπή του πολιτεύματος, η ανελευθερία, το κυνηγητό  και η λογοκρισία περνούν στα ποιήματα των περισσότερων δημιουργών της γενιάς του ’70 και τα αγωνιστικά, επαναστατικά ιδεώδη του ’21 παραμένουν επίκαιρα.

Όπως, φυσικά, και ο Σολωμός, ο γενάρχης της νεοελληνικής ποίησης και η γλώσσα του, η γεννημένη μέσα από την ελληνική επανάσταση για να περάσουμε στην Κυρτζάκη.

 

ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΤΖΑΚΗ

Η Μαρία Κυρτζάκη ( 1948-2016)  στην ποιητική συλλογή «Λιγοστό και χάνεται» (εκδ. Καστανιώτη, 2002) επίσης συνδιαλέγεται με το 1821. Στενότερα με τον ρόλο των ποιητών, με τον Όμηρο, τον Σολωμό, με έγνοια της την ελευθερία, τη γλώσσα κι όσα εκείνη ραψωδεί. Με έναν τελικό στίχο που φέρνει στην αναγνωστική μνήμη τον «Στρατή Θαλασσινό ανάμεσα στους αγάπανθους» του Σεφέρη, σε ένα ποίημα  που κερδίζει σε δυναμική αν παραθέσουμε και μια στιγμή δοκιμιακού λόγου της Κυρτζάκη για τη «γλώσσα- σώμα».

«Συνειδητοποιώ μ’ ένα δυσάρεστο αίσθημα πως το [γλωσσικό] πρόβλημα «ὁρᾶται» τουλάχιστον από την επανάσταση τού ’21 μέχρι σήμερα», γράφει.

Μεταφέρω το ποίημα:

Τρίτου όνειρα άνοιξα.

Το μέλλον εκεί σαν κίτρινο ώχρας

Μειδιούσε σε κατώφλι πολέμου.

Κι ο τυφλός αφουγκράστηκε λέει

την τριβή της σιωπής του θανάτου

την λάμψη και ο τρόμος τον τάραξε

ότι ζει τις ζωές των ανθρώπων που

θα’ ρθουν. Και αυτές ραψωδεί

 

στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη

 

Η σολωμική «ολόμαυρη ράχη των Ψαρών» είναι σχεδόν τόσο αναγνωρίσιμη όσο και η καταστατική φράση του έθνους. Η φράση-σφραγίδα «Ελευθερία ή θάνατος» της γενέθλιας πράξης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Το ανυποχώρητο αυτό πρόταγμα γνώρισε δυστυχώς και την προπαγανδιστική του στρέβλωση από τα καθεστώτα της 4ης Αυγούστου και της 21ης Απριλίου, όπως και το Εικοσιένα στο σύνολό του. Το ακατάλυτο, ωστόσο, μήνυμά του για την ιερότητα της ελευθερίας διαφυλάχθηκε.

 

 

ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ

Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί το ποίημα «Περίληψη» της Τζένης Μαστοράκη, ένα ποίημα δημοσιευμένο  στον απόηχο της Χούντας, του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», στην καρδιά της υπερσυντηρητικής ελληνικής κοινωνίας στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Με τους νέους ανθρώπους, και ιδίως τις νέες γυναίκες, να καλούνται να αντιμετωπίσουν την περιστολή και τη φίμωση, τα πατριαρχικά καλούπια των κοινωνικών συμβάσεων και των οικογενειακών δεσμών.

Η Μαστοράκη, όπως και η Κυρτζάκη, απουσιάζει από την έκδοση του Πατάκη. Στην «Περίληψη» (Το Σόι, εκδ. Κέδρος, 1978), γράφει:

Παιδί, η μάνα μου
μου φόραγε κατάσαρκα το πατερημών
και γαλάζια φυλαχτά της Τήνου.
Έπαιρνε ένα μεγάλο κλειδί
και διπλοκλείδωνε τον ύπνο μου.
Το πρωί μέτραγε τα όνειρα
και τα κατάγραφε σ’ ένα τετράδιο.
Τώρα μου ξορκίζει
το τραγούδι απ’ τα χείλια
όταν κοιμάμαι
και κάθε βράδυ το κρεβάτι μου
γίνεται ένα κεντημένο κάντρο
που γράφει «Ελευθερία ή Θάνατος».

Αυτό το «κεντημένο κάντρο» είναι ένα ασφυκτικό πλαίσιο φρονιμάδας για τη νεαρή τότε ποιήτρια. Είναι, όμως, κι ένα δυνάμει επαναστατικό λάβαρο για τη γυναικεία υπόθεση, στη δική μου τουλάχιστον ανάγνωση.

Η Μαστοράκη εδώ, απλώς και μόνο με την αναπαραγωγή, με τη στιχουργική τοποθέτηση ενός διαζευκτικού καλέσματος, του «Ελευθερία ή θάνατος», καταφέρνει και να υποδείξει τελεσίδικα την εκμετάλλευση της επανάστασης του Εικοσιένα  από την καθεστωτική ρητορική και τα κατάλοιπά της, αλλά και να το διασώσει ως ακέραιο έναυσμα ανεξαρτησίας.

Το καρέ των φωνών της ελληνικής ποίησης που παρουσιάσθηκε εδώ, συνδιαλλάχθηκε με το 1821 και τον απελευθερωτικό αγώνα με τόλμη, κοινωνική, δημοκρατική  συνείδηση και προσωπικό μπαρούτι, μακριά από εθνικοπατριωτικές κορώνες, δοξαστικές κόπιες κι αμφίβολες προθέσεις.

Κλείνω με λίγα ταιριαστά και επετειακά λόγια της Νόρας Αναγνωστάκη από το 1972. Μετρώντας πια 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, την διαβάζω: «Οι συνθήκες των 150 χρόνων από την απελευθέρωση έχουν ένα θλιβερό καλό: μας κρατούν διαρκώς άγρυπνους και ξεκρέμαστους ανάμεσα στη βαρβαρότητα και τον πολιτισμό. Απ’ την άποψη αυτή είμαστε πραγματικά προνομιούχοι: Ποιος λαός της Ευρώπης έχει τη χειροπιαστή πρόσφατη αίσθηση ότι στη σημερινή στιγμή του ζει αναδρομικά και συμπυκνωμένα όλα τα στάδια της ιστορικής εξέλιξης;».

Όχι μονάχα τα στάδια της ιστορικής εξέλιξης, συμπληρώνω,  αλλά και τα στάδια των εορτασμών αυτής της εξέλιξης με γεγονός-τομή κι αφετηρία το Εικοσιένα. Φέτος, 200 χρόνια μετά, η Ελληνική Επανάσταση θα εορταστεί για 4η φορά σε μεγάλη κλίμακα. Ακόμη και οι χρονιές των εορτασμών, οι εορτασμοί των 50, των 100 και των 150 χρόνων, είναι ένα σύντομο μάθημα ιστορίας. Γιορτάστηκε το 1871 με την πρώτη περίοδο συγκρότησης του κράτους, γιορτάστηκε το 1921 με τη μικρασιατική εκστρατεία να οδηγείται στη τραγική της κορύφωση, γιορτάστηκε και το 1971 επί Χούντας, γιορτάζεται και σήμερα με την πανδημία. Με την νεοελληνική ποίηση παρούσα, να στοχάζεται όλα αυτά τα χρόνια βαθύτερα από τους δημοσιολογούντες

 

Κώστας Σταμάτης, Η Ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης – 1821, Πατάκης

Βρες το εδώ——————————————–

Προηγούμενο άρθροΗ πατρίδα μου ή γιατί δεν παρέλασα (του Γιάννη Πάσχου)
Επόμενο άρθροΤα κατάλληλα παπούτσια (διήγημα του Γιώργου Πολυμενάκου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ