της Μαίρης Σιδηρά
Το Δεκέμβριο του 2021 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μανδραγόρας η υβριδική μελέτη του πεζογράφου και ποιητή Βασίλη Λαδά Το πλοίο του Κ.Π. Καβάφη, του οποίου η ανάγνωση διεγείρει το αίσθημα του τερπνού, ξεσηκώνοντας συνάμα το ερευνητικό μας δαιμόνιο.
Ως «αφήγημα» προσδιορίζεται από τον συγγραφέα, ανανεώνοντας έτσι με δριμύτητα τον διάλογο σχετικά με τη δυνατότητα των κειμενικών ειδών να φέρουν αναλλοίωτη την ετερογλωσσία τους και να αναπτύσσουν συνάμα μεταξύ τους σχέσεις διαλογικότητας, καθώς υποτάσσονται σε ένα πεζογραφικό πρόγραμμα που προτάσσει ως ταυτότητά του τη λογοτεχνικότητα. Το ευαγγέλιο ειδάλλως του M. Bakhtin, εφαρμοσμένο ωστόσο σε μικρή σχετικά αφηγηματική φόρμα και όχι στο πολυεστιακό και συνήθως ευμέγεθες μυθιστόρημα.
Εν ολίγοις, η αφηγηματική ροή του βιβλίου παρακολουθεί εξομολογητικά την προσωπική σχέση του συγγραφέα με το καβαφικό ποίημα «Το πλοίο». Λειτουργώντας ως ομοδιηγητικός αφηγητής, ο Λαδάς ανακινεί τις μνήμες που τον συνδέουν με το ποίημα και τον ποιητή του, εκκινώντας από το κεφάλαιο «Το μονόφυλλο», όπου εξιστορεί τα της απόκτησης αυθεντικού καβαφικού μονοφύλλου που περιείχε το εν λόγω ποίημα, και περατώνοντας με το κεφάλαιο «Κατάπλους», όπου επανέρχεται, σαν σε μνημόσυνο, στους συνταξιδιώτες – εμπλεκόμενους στο 40χρονο ταξίδεμά του με «το πλοίο» του Καβάφη αλλά και στη μνημονική ύλη καθαυτή.
Το αφήγημα φύεται πάνω σε μνημονικό έδαφος, που συχνά ακολουθεί μια απρόσμενη εικονοποιία, λυρικές εγχαράξεις μέσα σε ένα τοπίο έλλογης αναζήτησης. Η καλοζυγισμένη διαφορά θερμοκρασίας κόβει την αναγνωστική ανάσα, ενώ η εμμονή στην πραγματολογική ανασύσταση του παρελθόντος καμουφλάρει περίτεχνα τόσο τον ερευνητή όσο και τον λογοτέχνη. Παντού η σκέψη σπαρταρά, σχεδόν δραματοποιείται εν είδει θεατρικού μονολόγου, είτε πρόκειται για οξεία παρατήρηση στα οικεία κακά είτε για μελαγχολική αποτίμηση μιας μοναχικής περιπέτειας είτε για φιλοσοφικό απόσταγμα.
Το όλο εγχείρημα στήνεται εξακολουθητικά πάνω σε νήματα που αντικατοπτρίζουν τόσο την καβαφική πλευρά όσο και αυτήν του ήρωα συγγραφέα. Πρόκειται για μια ψυχότροπη περισσότερο σχέση, που βρίσκει διαρκώς τις συζυγίες της μέσα στο αφηγηματικό σύμπαν. Η θάλασσα, η πόλη, η μνήμη –πρωτίστως η τελευταία- λειτουργούν ως τοπόσημα μυθοπλασίας και ως αφηγηματικές γέφυρες από τον ήρωα καταγραφέα στον ήρωα που καταγράφει (τον ίδιον τον συγγραφέα) και αντίστροφα. Μέσα από μια βιωματική διαδρομή, εμφανίζονται στο προσκήνιο η λεπτομέρεια, η καταμέτρηση, το αγνοημένο γνωστικό υλικό, με τρόπο ώστε αφενός να δοξάζονται με την αναγωγή τους στο προσκήνιο του έργου και αφετέρου να κυριαρχεί συνεχώς μια noir ατμόσφαιρα, όπου το αντικείμενο μιας φιλολογικής μελέτης αποκτά αλλόκοτο βάρος, διυλιζόμενο ποικιλοτρόπως και επί σαρακονταετίας στη ζωή και την ύπαρξη του μελετητή. Ο Λαδάς τοποθετεί προσφυώς τους μηχανισμούς της εξέλιξης (θάλασσα, πόλη, μνήμη), συναιρώντας επιλογικά και προλογικά μέρη των κεφαλαίων του και δραπετεύοντας από τη χρονική ακολουθία που, ωστόσο, σε γενικές γραμμές υπηρετεί.
Ο εγκιβωτισμός στο έργο καβαφικών ποιημάτων, αποσπασμάτων του καβαφικού ημερολογίου και ολόκληρης ομιλίας του ιδίου στο Πολύεδρο της Πάτρας διαμηνύει τη χοροστασία που έστησε ο Β. Λαδάς πάνω στις «φωνές» των ειδών. Μα είναι και τα μέρη τής κατεξοχήν έρευνάς του πάνω στο εν λόγω ποίημα και στον ποιητή του, η σύσταση του λόγου του, η αμεσότητα, προφορικότητα σχεδόν της γραφής του, τα ηθελημένα ασύμβατα, τα ανούσια που ενσαρκώνουν έναν άνθρωπο -τα τόσο σημαντικά για τη μυθοπλασία, η μορφή ντετέκτιβ – ποιητή που αναδύεται, οι σκακιστικές του κινήσεις ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, το αφανές και το διαυγές, συν η λάμψη του ακαριαίου και με σύγχρονα υλικά καμωμένου λυρισμού του, είναι όλα αυτά που συμβάλλουν στο πλάσιμο της μοναδικής αφηγηματικής του μανιέρας.
Τέλος, η αξία της ερευνητικής πλευράς του βιβλίου είναι μεγάλη, καθώς πέραν της εμφανούς σχέσης του με τις καβαφικές μελέτες, καταγίνεται ο ίδιος με συστηματοποιήσεις της καβαφικής ποιητικής, ιδίως των θαλασσινών και των προκλημένων από μνημονικό ηδονικό ερέθισμα, πλαστό ή αληθές, ποιημάτων. Ένα βήμα πέρα από την ηδεία αμεσότητα –ακόμα και στα κατηγορώ του- του Γιώργου Ιωάννου, ο Βασίλης Λαδάς «αφηγείται έρευνα» και τον αντίκτυπο αυτής στη ζωή του, γράφοντας, όπως μου είπε ο ίδιος «ένα βιβλίο από την καρδιά μου».
Σας παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από το α΄ κεφάλαιο («Το μονόφυλλο») που, κατά πώς μου φαίνεται, δεν προδίδει… μα προϊδεάζει:
[…] Στις μνήμες πρέπει να φέρεσαι όπως στα μικρά παιδιά και τη νύχτα να τις νανουρίζεις να κοιμηθούν νωρίς πριν κοιμηθείς εσύ, γιατί αν τις αφήσεις ξύπνιες με τις κλάψες τους και τα ουρλιαχτά τους θα σε κρατήσουν άγρυπνο. Δεν τις φοβάμαι, όμως φοβάμαι ό,τι δεν θυμάμαι.
Βασίλης Λαδάς, Το πλοίο του Κ.Π. Καβάφη, Μανδραγόρας