Τό Περιοδικό «Ἀντίλογος» (του Γιώργου Ἀράγη)

0
445
Έργο του Δήμου Σκουλάκη (λεπτομέρεια)

 

Γιῶργος ράγης

Ἡ ἔκδοση ἀπό ἕνα νέο περιοδικό μπορεῖ νά εἶναι μιά ἀπό τά ἴδια ἤ ὄχι. Στήν περίπτωση τοῦ «Ἀντίλογου» δέν εἶναι μιά ἀπό τά ἴδια. Ἀντίθετα, τό περιοδικό αὐτό, θέλει νά διαχωρίσει τή θέση του ἀπό τά περιοδικά πού εἶναι δημοσιογραφικοί λαπάδες. Πῶς φαίνεται αὐτό; Φαίνεται ἀπό τά κείμενά του, πού δέν χαμογελοῦν πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις. Ἄς ρίξουμε μιά ματιά στά δημοσιεύματά του. Πρῶτα πρῶτα ἔχουμε δύο πολύ καλές μεταφράσεις: Κρίστεν Ρουμπένιαν, «Ὁ φίλος τῶν γάτων» (διήγημα), μετάφραση Τάσος Ἀναστασίου. Ἄννα Σουίρ, «Εἰκοσιένα ποιήματα», εἰσαγωγικό σημείωμα-μετάφραση Νίκος Λάζαρης. Καλά καί τά πρωτότυπα ἑλληνικά ποιήματα. Τρεῖς εὔστοχες, ἀρνητικές, κριτικές: Θεώνη Κοτίνη, Θανάσης Χατζόπουλος «Ὑπό κατασκευήν σημαῖες», Πόλις, Ἀθήνα 2021. Τάσος Ἀναστασίου, Νίκος Δαββέτας «Ἄντρες χωρίς ἄντρες», Πατάκης, Ἀθήνα 2020. Ἀλέξανδρος Κορδᾶς, Νίκος Πετρέλης, «Ὁ ἦχος τῆς καύτρας στό σκοτάδι», Σμίλη, Ἀθήνα 2022. (Ἰδιαίτερος ἔπαινος γιά τόν τελευταῖο). Ἕνα ἐξαιρετικό σχόλιο ἀπό τόν Σωτήρη Παστάκα, «Μετριοπαθής πρόταση γιά τήν κατάργηση τῶν βραβείων στους πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές». Γιούλη Ζαχαρίου, «Ἡ ‘‘ἀνελέητη’’ ποιότητα». Ἐνδιαφέρον δοκίμιο, γιά τήν ὑποκρισία ὅσων γράφουν καί γενικότερα κινοῦνται γύρω ἀπό τόν κινηματογράφο. Λίγη περισσότερη ἀκριβολογία στίς τομές καί στίς τάσεις. (Μέ τήν εὐκαιρία σημειώνω πώς οἱ λέξεις «μειοψηφία» καί «πλειοψηφία», ὅταν δέν δηλώνουν ἐκλογικό ἀποτέλεσμα, ἀποτελοῦν ἐννοιολογικό λάθος νά χρησιμοποιοῦνται. Τό σωστό εἶναι «μειονότητα», «πλειονότητα».  Θετική, ἀλλά ἀσαφής, εἶναι ἡ ἀναφορά τοῦ Θοδωρῆ Χιώτη, στό ἔργο Ἀθηνᾶ Βογιατζόγλου, «Πορτρέτα», Κέδρος, Ἀθήνα 2021. Κωνσταντίνα Μαρίνη, «Ἁλιεύοντας τό φῶς στά διηγήματα τῆς Νατάσας Κεσμέτη». Θετική ἡ πρόθεση, ἀλλά πολύ δύσκολο νά ἐκφραστεῖ, τό ἀντικείμενο τῆς προσπάθειας αὐτῆς. Ἡρακλής Δ. Λογοθέτης, «Ὄψεις καί προσωπεῖα». Πολλές γενικότητες. Τί νόημα ἔχει τοῦτο τό γραφτό δέν ξέρω. Οὔτε καταλαβαίνω γιατί δημοσιεύτηκε. Λές καί συνιστᾶ δεῖγμα γενικόλογης ἀοριστολογίας.  Καλλίνικος Σπηλιάδης, (Στάθης Κουτσούνης, «Μπροστά σέ ἀλλότριο ρόπτρο: Κριτικές ἐπισκέψεις καί ἄλλα κείμενα ‘1989-2020’, Μεταίχμιο, Ἀθήνα 2021. Πρόκειται γιά λίβελλο. Ἐνδεικτικός ὁ τίτλος τοῦ Σπηλιάδη, «Κριτικά σαλιαρίσματα». Ὑποθέτω ὅτι εἶναι γραφτό ἑνός πολύ νέου ἀτόμου, 20-25 χρόνων. Τό βλέπω, ἔτσι, ὡς ἄσκηση πού συντελεῖ στό νά περάσει μέ χρόνο ὁ συγγραφέας του ἀπό τήν ἀνωριμότητα στήν ὡριμότητα. Κι ὅταν συμβεῖ αὐτό θά καταλάβει πώς ὁ κριτικός δέν ἔχει κανένα ἠθικό δικαίωμα νά εἶναι ἐπιθετικός σέ πρόσωπα. Στά ἔργα, βέβαια, δέν θά χαριστεῖ, ψύχραιμα καί ἀναλύτικά θά πεῖ τά σύκα-σύκα καί τή σκάφη-σκάφη. Τελευταῖο δημοσίευμα, Νίκος Λάζαρης, «Ἄξιζε τό βραβεῖο Νόμπελ ἡ Κική Δημουλᾶ;». Γιά τό κείμενο αὐτό θά μιλήσω παρακάτω. Ἐδῶ ὅμως θέλω νά σταθῶ γιά νά πῶ ὅτι τό πρῶτο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Ἀντίλογος», λογαριάζοντας ὅλα τά περιεχόμενά του, συνιστᾶ μιά παρουσία σαφῶς θετική. Θετική ὡς πρόθεση καί ὡς πραγμάτωση. Κι ἐλπίζω πώς τό ἀναγνωστικό κοινό θά ἀνταποκριθεῖ ἀνάλογα.

 

Τώρα περί Δημουλᾶ. Ὁ Νίκος Λάζαρης, σάν τόν ἐγκληματία πού γυρίζει στόν τόπο τοῦ ἐγκλήματος, γυρίζει γιά τέταρτη φορά στήν ἀτυχή του, πρίν ἀπό χρόνια, ἐπίθεσή του στή Δημουλᾶ. Δέν εἶναι ὡστόσο θέμα προσωπικό, ἀλλά ὁλόκληρης τῆς φάρας τοῦ 1970, γιά τήν ὁποία ὁ Κώστας Στεργιόπουλος, καί ὄχι μόνο, μίλησε γιά ἀνάξια λόγου γενιά. Ὅτι, ἀρχικά, ἔκανε πολύ «θόρυβο» περί ἀμφισβήτησης κι ἀργότερα μέ τίς δημόσιες σχέσεις, μέ τά πλευρίσματα τῆς ἐξουσίας, μέ τά πλευρίσματα τῶν ΜΜ, μέ τούς συβιβασμούς της, μέ τούς ἑλιγμούς της, μέ τά λιβανίσματά της. Αὐτή ἡ γενιά πού θεώρησε τή δημόσια προβολή δικό της προνόμιο κι ἐνοχλήθηκε ἀπό τή μεγάλη προβολή τῆς Δημουλᾶ. Ἐδῶ λοιπόν, στήν ὑπόθεση Δημουλᾶ, Ὁ Λάζαρης δείχνει ἀμετανόητο πεῖσμα. Λές καί εἶναι ὁ πρῶτος πού παραπάτησε μιά φορά ὡς κριτικός. Κι ὁ Ροΐδης παραπάτησε, κι ὁ Παλαμᾶς, κι ὁ Ξενόπολος, κι ὁ Ἄγρας, κι ὁ Σεφέρης καί ἄλλοι. Σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις  ἀφήνουμε τό ζήτημα νά τό πάρει τό ποτάμι. Ὁ Λάζαρης ὡστόσο δέν τό ἀφήνει· ἐπανέρχεται πάλι καί πάλι. Καί τώρα στό τεῦχος τοῦ «Ἀντίλογου» προσπαθεῖ νά τά μπαλώσει. Παρακάτω, ἐπειδή, γιά ὅτι καταλόγισα πρίν ἀπό μερικούς μῆνες στόν Νίκο Λάζαρη, μοῦ ζητήθηκαν ἐξηγήσεις, παραθέτω τό κείμενο «Τεκμηρίωση» μέ τό ὁποῖο ἀπάντησα. Καί δηλώνω ὅτι ποτέ ἄλλοτε δέν θά ἀσχοληθῶ μ᾿ αὐτή τήν ἄχαρη ἱστορία.

 

Τεκμηρίωση.

Στίς 31/8/2022 ἀναρτήθηκε στή σελίδα μου στό fb σχόλιο τοῦ Νίκου Λάζαρη μέ τίτλο «Ἄξιζε τό βραβεῖο Νόμπελ ἡ Κική Δημουλᾶ;» Σ᾿ αὐτό ὁ Λάζαρης ἐπέκρινε ἄρθρο τοῦ Νίκου Δήμου στήν ἐφημερίδα «Τό Βῆμα», ὅπου ὁ Δήμου ὑποστήριζε αὐθαίρετα πώς τό ἔργο τῆς Κικῆς Δημουλᾶ ἄξιζε νά βραβευτεῖ μέ Νόμπελ. Ὁ Νίκος Λάζαρης, πέρα ἀπό ἄλλα, στό σχόλιό του στό fb ἐπικαλέστηκε τήν «κριτική» του πού εἶχε δημοσιεύσει στή «Νέα Ἑστία», («Ἡ ποιητική παρακμή τῆς Κικῆς Δημουλᾶ», τεῦχος 1785, Ἰανουάριος 2006, σσ. 92-97. Τώρα καί στό βιβλίο του «Ἡ αἰχμή τοῦ δόρατος», futura, Ἀθήνα 2014, σσ. 55-63),  ἀπό τήν ὁποία  χρησιμοποίησε μέρος τοῦ ὑλικοῦ της. Πάνω σ᾿ αὐτό τό σχόλιο τοῦ Νίκου Λάζαρη διατύπωσα ὁρισμένες ἀντιρρήσεις, ἀλλά χωρίς τεκμηρίωση. Ἀνάγκη τώρα ἐδῶ νά τεκμηριώσω τίς ἀντιρρήσεις μου. Λοιπόν, μία μία οἱ τρεῖς θέσεις μου, (Τά ἀρχικά σχόλια τοῦ Νίκου Λάζαρη στό ἀπαντητικό του σημείωμα σέ μένα στό fb, λόγια βγαλμένα ἀπό τόν Καζαμία, τά παραλείπω.

α) θέση. Ὁ κριτικός ἔχει μπροστά του ἔργα καί ὄχι πρόσωπα. Μιλάει γιά ἔργα λογοτεχνικά καί ὄχι γιά λογοτέχνες. Πρόκειται γιά μιά ἀρχή γενική πού τήν στηρίζει ἡ θεωρία καί τό κύρος τῶν καλύτερων κριτικῶν τῆς λογοτεχνίας. Τί κάνει ὅμως ὁ Νίκος (ἐφεξῆς τό Νίκος ἀναφέρεται μόνο στόν Λάζαρη); στήν «κριτική» του γιά τό ἔργο τῆς Δημουλᾶ; Μιλάει σέ ὀχτώμιση σελίδες  (σελίδες στό βιβλίο του) γιά τήν Δημουλᾶ ὡς πρόσωπο. Πράξη καθαρά ἀντικριτική. Ἰδού πῶς:

 

«Ὑπάρχει σήμερα ἤ, καλύτερα, ἔχει δημιουργηθεῖ ἕνα φαινόμενο Κική Δημουλᾶ. Φαινόμενο κυρίως ἐξωλογοτεχνικό, ὅπως εὔκολα διαπιστώνει κανείς, ἄν ξεφυλλίσει τά περιοδικά ποικίλης ὕλης καί life style. Δέν θά ἐπιχειρήσουμε φυσικά νά ἀναλύσουμε ὅλες τίς πτυχές αὐτοῦ τοῦ φαινομένου. (Ἄλλωστε αὐτό εἶναι ἔργο τῆς κοινωνιολογίας). Θά σταθοῦμε ὅμως σέ μιά παράμετρό του τήν ὁποία θεωροῦμε βασική. Μποροῦμε σήμερα νά προσεγγίσουμε κριτικά τό ἔργο τοῦ Νίκου Ἀλέξη Ἀσλάνογλου, τοῦ Ντίνου Χριστιανόπουλου ἤ τοῦ Βύρωνος Λεοντάρη (γιά νά ἀναφερθοῦμε σέ τρεῖς μόνο ποιητές πού ἀνήκουν στήν ἴδια ποιητική γενιά μέ τή Δημουλᾶ), χωρίς νά χρειαστεῖ νά ἀνατρέξουμε στά δοκίμια, στίς συνεντέξεις τους, τήν ἐνγένει δημόσια παρουσία τους. Μέ τή Δημουλᾶ αὐτό δέν μπορεῖ νά συμβεῖ. Γιατί ἡ Δημουλᾶ, ἐκτός ἀπό ποιήτρια, εἶναι καί ἔνα θεσμικό πρόσωπο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θεσμική παρουσία της ἐπισκιάζει τό ἔργο της σέ μεγάλο βαθμό καί καθιστᾶ τούς ὅρους συγκρίσεως μέ ἄλλους ποιητές ἄνισους. (Πρώτη σελίδα τῆς «κριτικῆς» στή «Νέα Ἑστία», τό 2006).

 

Ἡ γνώμη μου εἶναι πώς ὅποιος δέν μπορεῖ νά δεῖ τό ἔργο ἑνός λογοτέχνη ἀνεξάρτητα ἀπό τό κοινωνικό πρόσωπό του, αὐτός μπορεῖ νά διεκδικήσει ὁποιαδήποτε ἰδιότητα ἐκτός ἀπό ἐκείνη τοῦ κριτικοῦ τῆς λογοτεχνίας. Καί πρέπει νά πῶ πώς στά παραπάνω ἔχουμε μιά τακτική πού ἐκδηλώνεται πολλές φορές μέσα στή συγκεκριμένη «κριτική». Σημειωτέον ὅτι δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ὁ Νίκος μπερδεύει τό πρόσωπο μέ τό ἔργο ὁρισμένων λογοτεχνῶν. Τό ἴδιο ἔκανε γράφοντας γιά τόν Γ. Βέλτσο (πρός Θεοῦ δέν ὑπερασπίζομαι τόν Βέλτσο, ὑπερασπίζομαι τούς ὅρους τῆς κριτικῆς), γιά τήν Ἀγγελική Σιδηρά, κ.ἄ.

β) Ὅταν καταπιάνεται κανείς νά μιλήσει γενικά γιά τή δουλειά ἑνός λογοτέχνη, ὀφείλει νά τοποθετήσει αὐτό τό ἔργο μέσα στό πλαίσιο τῆς γενιᾶς του ἤ γενικότερα, νά πληροφορήσει δηλαδή τούς ἀναγνῶσες τί βάρος ἤ τί θετικό ἀντίκρισμα παρουσιάζει αὐτό τό ἔργο. Ἔπειτα βέβαια, ἔχει ὅλο τό περιθώριο νά πεῖ ὅ,τι ἀρνητικά στοιχεῖα διαπιστώνει. Στήν «κριτική» τοῦ Νίκου ἔχουμε 8-μιση σελίδες (ἀναφέρομαι στήν ἀναδημοσίευση τῆς «κριτικῆς» στό βιβλίο του  «Ἡ αἰχμή τοῦ δόρατος») ἀρνητικές διαπιστώσεις. Ρωτάω: Δέν θά ᾿πρεπε νά ἔχουμε ἄλλες τόσες  σελίδες με θετικές παρατηρήσεις, ἔστω ἄλλες τέσσερεις, ἤ τουλάχιστο ἄλλες δυό; Κι ὅμως δέν ἔχουμε καμία. Γιατί τόσο μένος; Διότι «… ἡ δημουλᾶ ἐδῶ καί ἀρκετά χρόνια δέν ἔχει, κατά τή γνώμη μας, τίποτε σημαντικό, τίποτε νέο, τίποτε ἔστω παλαιό μέ νέο τρόπο νά πεῖ», σ. ‘‘στήν Αἰχμή  τοῦ δόρατος’’  56. Κι ὅμως μετά τό «Χαῖρε ποτέ», ἀπό τίς νεότερες συλλογές τις ἔχουν ἀνθολογηθεῖ ποιήματα. Τό ποίημα αἴφνης πού ἐπιγράφεται «Ἐπεῖγον», πού τό θεωρεῖ ὁ Νίκος σκουπίδι, κάθε ἄλλο παρά εἶναι σκουπίδι. Ἁπλῶς τό βλέπει σάν σκουπίδι μέσα ἀπό τήν ἐμπάθειά του.

γ) Μαντικές καί καρδιογνωστικές ἐπιδόσεις. Τά στοιχεῖα: «… ἡ Δημουλᾶ πολλές φορές δέν ἔχει ξεκαθαρίσει στό μυαλό της τί ἀκριβῶς θέλει νά ἐκφράσει μέ τούς στίχους της», σ. 57. «Τό ἄγχος τῆς Δημουλᾶ νά εἶναι μοντέρνα…», σ.  58. «…ἡ Δημουλᾶ θέλει νά ἐκφράσει τήν οἰκολογική εὐαισθησία της…», σ. 58.  «…ἡ Δημουλᾶ στά δυό ποιήματα πού προηγήθηκαν δέν ἐλέγχει τά ἐκφραστικά της μέσα», σ. 60. «… ἡ Δημουλᾶ καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά ἐλαττώματά της…», σ. 60.   «…ἀντιδρᾶ μέ σπασμωδκές κινήσεις πού προδίδουν ἕνα δημουργικό πανικό.», σ. 60. «Ἁπλῶς ἡ Δημουλᾶ ἐδῶ ἤθελε νά ἐντυπωσιάσει μέ τήν ἐκκεντρικότητά της», σ. 61 Ἐρώτηση: πῶς ξέρει ὁ Νίκος τί σκεφτόταν ἡ Δημουλᾶ καί τί αἰσθανόταν μέσα της; Καί μέ ποιά κριτική δικαιοδοσία ἐκφέρει τέτοιες μαντεῖες;

δ) Ἐμπάθεια τοῦ κριτικοῦ ἀπέναντι στόν κρινόμενο. Ἤδη τά παραπάνω κάτι λένε, ἄν δέν τά λένε ὅλα, πάω σ᾿ αὐτό τό θέμα. Προσθέσω καί τ᾿ ἀκόλουθα. «…Ἡ Δημουλᾶ ἦταν ἄτυχη πού ἔγινε ἰδιαίτερα δημοφιλής σέ μιά περίοδο παντοδημανίας τῶν ΜΜ, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀμαυρώσει τήν πολύ καλή ἐντύπωση πού εἴχαμε σχηματίσει γι᾿ αὐτήν ἀπό παλιά», σ. 55. Μόνο γιά τή Δημουλᾶ ἰσχύει αὐτό; «Τόν τελευταῖο καιρό ὅμως τό κακό παράγινε. Συναισθήματα, ἐμπειρίες, πού μποροῦν νά διατυπωθοῦν μέ ἐλάχιστους στίχους, ἡ Δημουλᾶ χρειάζεται δύο,  κάποτε καί δυόμιση σελίδες, γιά νά τούς δώσει τή δική της φόρμα», σσ. 56-57. Εἶναι κατηγορία αὐτή; Τί νά ποῦμε τότε γιά τόν Παλαμᾶ καί τόν Ρίτσο; Θά βάλουμε κριτήριο τήν ποσότητα τῶν στίχων, ἀγνώντας τό ἀποτέλεσμα; «Γιατί ἡ Δημουλᾶ στόν δεύτερο στίχο χρησιμοποιεῖ τή λέξη πί μί (πρό μεσημβρίας) καί ὄχι τή λέξη πρωί;», σ. 61. Κι ἐδῶ χειροπέδες στίς ποιητικές λέξεις. Νά θυμήσω τόν Τζέημς Τζόυς; Δέν χρειάζεται, ἡ λογοτεχνία εἶναι παιδί τῆς ἐλευθερίας καί δέν χωροῦν τέτοιες κατηγορίες. «…ἡ ποιήτρια (πέραν τῶν ἄλλων μειονεκτημάτων πού προαναφέραμε), ἔχει, ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ Σάρτρ, τό ‘‘καρούμπαλο τῆς λογοτεχνίας’’», σ. 62. Μάλιστα.

Ἀρκετά δέν θά συνεχίσω πέρα ἀπό τίς τρεῖς ἀντιρρήσεις πού διατύπωσα γιά τό κείμενο τοῦ Νίκου στό fb. Θά μιλήσω ὅμως γιά τό γενικότερο ζήτημα μέ τή Δημουλᾶ καί τή γενιά τοῦ 1970 ἤ Τρίτη μεταπολεμική γενιά.

 

*

Ἡ Κική Δημουλά, ὅσο ξέρω, ἰδεολογικά ἦταν ἄχρωμη, ἄοσμη καί ἄγευστη. Δέν εἶχε ἐπιδοθεῖ μέ φανατισμό σέ δημόσιες σχέσεις, δέν εἶχε ἐπίσης μπλέξει μέ κλίκες. Στήν Ἑταιρεία Συγγραφέων ἦταν μιά διακριτική παρουσία. Πέρα ἀπό τή δουλειά της στήν τράπεζα γιά νά βγάζει τό ψωμί  της, ἔγραφε καί ποιήματα. Δόλιες ἐνέργειες δέν τῆς καταλόγησαν οἱ ἐφημερίδες. Οὔτε γράφτηκε ποτέ πώς ἦταν μέλος ληστρικῆς συμμορίας, οὔτε ὅτι συμμετεῖχε σέ κάποιο μαφιόζικο παρακλάδι. Κοντολογής ἐγκληματίας δέν ἦταν. Γιατί τότε προκάλεσε τόσο μίσος καί ἐμπάθεια; Ἕστω ὅτι παρουσίασε ποιητική παρακμή. Εἶναι λόγος αὐτός νά τίς πάρουμε τό κεφάλι; Μιά ἁπλή διαπίστωση, τεκμηριωμένη, ἔφτανε καί περίσσευε. Γιατί ξαφνικά ἔγινε κόκκινο πανί; Διότι τό 2002 ἐκλέχτηκε μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν. Καί; Καί τότε ἔγινε πρόσωπο τῆς ἡμέρας. Τότε καί ἡ ἴδια σάν νά καβάλησε τό καλάμι καί τά ΜΜ τήν πρόβαλαν μέ ἀσυνήθιστο ἔνθουσιασμό. Ὡραῖα, ἀλλά αὐτό δέν ἄρεσε. Γιατί δέν ἄρεσε; Γιατί ἀπέναντί της εἶχε τήν ποητική γενιά τοῦ 1970. Μιά γενιά πού ἀνομολόγητα ἐφάρμοζε τό δόγμα: ‘δέν ἔχει σημασία τό ἔργο, ἀλλά οἱ δημόσιες σχέσεις, ἡ προβολή καί ἡ δημοσιότητα μέ κάθε τρόπο᾿. Γιά τό σκοπό αὐτό πλεύρισε τόν τύπο, τά γνωστά ὀνόματα, τό ραδιόφωνο, τήν τηλεόραση, ἐπιδόθηκε στή συναλλαγή, στή διαφήμιση, στά βραβεῖα, κ.λπ. Τά εἶπε καλύτερα ὁ Κώστας Στεργιόπουλος, πού μίλησε γιά θορυβώδικη, δημοσιοσχετίκιτη, ρηχή καί ἀνάξια γενιά (τωρινή παρεμβολή, «Ἡ Λέξη, τεῦχος 99-100, Ἀθήνα 1990, σ. 708-709). Ὅλα δηλαδή γιά τό θεαθῆναι. Καί μᾶλλον καλά τά κατάφερε. Ναί, ἀλλά τώρα ὑποσκελίστηκε ἀπό τή προβολή τῆς Δημουλᾶ, πού πῆρε μεγάλες διαστάσεις. Πῶς ἀντιδράει κανείς σέ μιά τέτοια περίπτωση. Ἡ πρώτη ἀντίδραση ἦταν πολεμική. Πρῶτος πού ξεσπάθωσε, ἄν δέν κάνω λάθος, ἦταν ὁ Εὐριπίδης Γαραντούδης, δέυτερος ὁ Κώστας Βούλγαρης, τρίτη ἡ Μαρία Τοπάλη, τέταρτος ὁ Νίκος Λάζαρης. Πέμπτος δέν ἔπεσε στήν ἀντίληψή μου. (Γιά τόν Νίκο δέν πιστεύω πώς πῆρε ἐντολή. Δέν εἶναι τοῦ χαρακτήρα του. Ὅμως τό γενικότερο κλίμα καί οἱ προηγούμενες ἐπιθετικές ἐνέργειες μᾶλλον τόν ἐπηρέασαν). Ὡστόσο ἡ Δημουλᾶ δέν ἦταν εὔκολος στόχος. Ὡς ἀκαδημαϊκός ἔδινε βραβεῖα, ἴσως καί χρήματα, εἶχε μαζί της τά ΜΜ, τήν Ἀκαδημία καί  τήν ἐξουσία. Ἔτσι ἀπό πολύ νωρίς φάνηκε πώς τά σπαθιά καί τά δόρατα δέν ἦταν  ἀποτελεσματικά. Ἀποτελασματικότερο ἦταν τό προσκύνημα. Οἱ πολλές συνεντεύξεις, τά πολλά ἀφιερώματα πού ἀκολούθησαν ἀπό τά περιοδικά τῆς γενιᾶς τοῦ 1970, οἱ ἔπαινοι καί ἡ κολακεία. Μέ τρόπο μάλιστα πού νά ἀφήνει ἔκθετους τούς γενναίους κονταρομάχους. Κάπως ἔτσι.

 

Δυό λόγια ἀκόμα.  Τώρα τί κάνουμε μέ τή Δημουλᾶ; Προσωπικά δέν τήν πετάζω στά ἄχρηστα.  Ναί ἀλήθεια ἔκανε χρήση μανιέρας (ἔχει δίκιο ὁ Νίκος), ἀλλά αὐτό δέν φτάνει γιά νά τήν παραμερίσεις. Ἡ Δημουλᾶ κάτι εἶναι, ἔχει ποιητικό ἐκτόπισμα. Ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος ἄνθρωποι πού ἔχουν μεσάνυχτα ἀπό ποίηση, χτές τήν ἀνέβασαν, ὅπως καί σήμερα τήν ἀνεβάζουν στά οὐράνια, τῆς κάνουν δημόσια κηδεία κ.λπ. κ.λπ. Διότι, ὅπως ἔχει πεῖ ὁ Ντοστογιέφσκη, ὅταν οὐρλιάξει ἕνας λύκος, οὐρλιάζουν ἔπειτα καί πολύ ἄλλοι. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς εἶναι δυσκολότατο νά ἔχει κανείς προσωπική γνώμη, ἄν κάποιος εἶναι ἤ δέν εἶναι πράγματι ποιητής καί ποιᾶς ἀξίας. Εἶναι ὅμως εὔκολο νά ὑπερθεματίζει πάνω σέ γνωστά ὀνόματα. Γιά τή Δημουλᾶ θά ἀκούσουμε πολλά ἀκόμα, θά γραφτοῦν διθύραμβοι, θά στηθοῦν προτομές, θά βγάλουν λόγους κάποιοι κοινοτάρχες. Κι ὁ Νίκος Λάζαρης; Θά μείνει μέ τή ρετσινιά τῆς «κριτικῆς» του γιά τή Δημουλᾶ; Ὄχι βέβαια, γιατί ἔχει γράψει καί πολύ καλές κριτικές. Δημόσια ἔχω ἐπαινέσει τήν κριτική του γιά τή Θεώνη Κοτίνη. Ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτή. Ὁ Νίκος είναι χρήσιμος γιά τήν κριτική τῆς λογοτεχνίας, γιατί δέν εἶναι συμβιβασμένος καί γιατί ἔχει καί κριτήριο.

 

Αντίλογος, περιοδική έκδοση, Λογοτεχνία και Κριτική, τεύχος 1, Φθινόπωρο 2022, Εκδόσεις Σίγμα Πι Λάμδα, Αθήνα

Προηγούμενο άρθροΆλλες ζωές (της Δήμητρας Ρουμπούλα)
Επόμενο άρθροΈνα τείχος στο βιβλίο μου! (της Ελένης Σβορώνου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ