της Τζένης Οικονομίδη.
«Μια περιπέτεια του πολέμου (ήταν η συνάντησή μας) μια σύντομη διασταύρωση σ’ ένα στρατόπεδο τράνζιτο, όπου κανένας δεν ξέρει με τι ανθρώπους γνωρίζεται, μήτε μπορεί να διαλέξει, μήτε να κρατήσει κοντά του εκείνους που προτιμάει[…] που άλλοι αποφασίζουν για τις αφίξεις, τις συναντήσεις, τις αναχωρήσεις, πάνω σε άλλα σχέδια που μήτε τα φανταζόμαστε, κι ωσότου να το καταλάβουμε ήτανε πια πολύ αργά». Μ’ αυτά τα λόγια της Έμης προς τον Μάνο Καλογιάννη έκλεινε –εκατό χρόνια μετά το θάνατο του Χαίντερλιν– η Λέσχη του Στρατή Τσίρκα. Ήταν μια περιγραφή της συνθήκης ζωής τράνζιτο στα μέρη όπου συνωστίζονταν οι φυγάδες απ’ όλη την Ευρώπη απωθημένοι από την προέλαση των γερμανικών ναζιστικών στρατευμάτων. Στο κλασικό μυθιστόρημα του Τσίρκα οι ήρωες έχουν ρούχα και μαλλιά, μάτια και κινήσεις, γοητεύουν και γοητεύονται, αντιπαρατίθενται πάνω στις πολιτικές εξελίξεις, συζητάνε για τους ποιητές και ανταλλάσσουν στίχους. Είναι φορείς της κουλτούρας τους, άνθρωποι του έθνους τους σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον ανταλλαγών.
Το 1943, στο μυθιστόρημά της Τράνζιτο, η Άννα Ζέγκερς επιχειρεί και ολοκληρώνει μια μεγάλη σύνθεση. Αποτυπώνει με τη μεγαλύτερη ένταση μια παρουσία. Την παρουσία του πολύχρωμου, πολυεθνικού πλήθους ανθρώπων που καταφεύγουν στο λιμάνι της Μασσαλίας κυνηγημένοι από τη Βέρμαχτ. Η συγγραφέας, η ίδια μέχρι πριν λίγο μέρος του, γνωρίζει τις ιδιότητές του. Ξέρει ότι όσο πρόκειται για κάτι που δεν είναι δυνατόν να συγκροτηθεί, άλλο τόσο, παρόλες τις ομοιότητες που επιβάλλει η συμβιωτική σχέση, δεν μπορεί να αναδείξει και έναν αντιπροσωπευτικό τύπο ανθρώπου. Μέρος του λοιπόν ο ήρωάς της, προβάλλει μέσα στη σύνθεση σαν φωτισμένη λεπτομέρεια. Ολόκληρο το βιβλίο θα ασχοληθεί με την ιδιότυπη κίνηση του άνδρα μέσα σ’ αυτό το ανθρώπινο ποτάμι. Οι μεγάλες ιδέες, το κουβάλημα παλιών λαβάρων σε αχανή πεδία μάχης δεν είναι αυτά που θα προσφέρουν την ενέργεια που απαιτεί η κίνησή του. Η ευτυχία του να ζεις, μια ευτυχία προσιτή σε κάθε άνθρωπο κάθε στιγμή, όπως λέει η συγγραφέας, είναι το καύσιμό του.
Ας δούμε τι γίνεται όταν η συνθήκη τράνζιτο περιγράφεται με έναν από τους πολλούς ορισμούς με τους οποίους η Άννα Ζέγκερς πλούτισε το ομώνυμο μυθιστόρημά της. «Ένα τράνζιτο είναι η άδεια διέλευσης από μια χώρα, όταν είναι βέβαιο πως δεν θέλεις να μείνεις»αναφέρει ο αυστηρός ορισμός στη σελίδα 64 για να καταλήξει στη σελίδα 292 προς το τέλος: «η κατάσταση που στα προξενεία ονομάζεται τράνζιτο και στη συνηθισμένη γλώσσα παρόν». Χορηγείται στα πολυάριθμα γραφειοκρατικά μαγαζάκια, προξενεία των πιο αλλόκοτων χωρών διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία του πυκνού ιστού της πόλης. Η Μασσαλία και οι δρόμοι της, ήρωες και αυτοί της αφήγησης.
Το Τράνζιτο κατακλύζεται από τα όνειρα του πλήθους, βουίζει από το μουρμουρητό του, διατρέχεται από τις φήμες του, αγκαλιάζει την αγωνία και κάποτε τον τρόμο του. Το βιβλίο το παρακολουθεί όπως αυτό συλλέγεται από την Γερμανία και την κατεχόμενη Γαλλία σε μικρές κοίτες για να καταλήξει στο αυλάκι της Canebiere –κεντρική λεωφόρο της Μασσαλίας από το κέντρο της πόλης ως το Παλιό Λιμάνι– και από κει στη θάλασσα. «Όλα αυτά τα απόνερα, τα απόβλητα από όλα τα στρατόπεδα, οι σκορπισμένοι στρατιώτες, οι μισθοφόροι απ’ όλες τις στρατιές, οι βιαστές κάθε ράτσας, οι λιποτάκτες κάθε σημαίας. Εδώ λοιπόν ξεχύνονταν όλα, σε αυτό το αυλάκι…». Εβραίοι, Άραβες, Ισπανοί αντιφρανκιστές, Γερμανοί αντιναζιστές: «μπροστά στα μάτια μου κατέφθανε, με τις σκισμένες σημαίες όλων των εθνών και των πεποιθήσεων, η εμπροσθοφυλακή των προσφύγων».
Συνωθούνται εδώ, στην άκρη του παλιού κόσμου μας, μπροστά στον ωκεανό απορώντας για το τι υπάρχει αλήθεια εκεί πέρα. Εδώ, στη Μασσαλία, στο τελευταίο πανδοχείο αυτής της ηπείρου, με το στοιχειωμένο από φοινικικά και κρητικά κουτσομπολιά, ελληνικές και ρωμαϊκές φλυαρίες λιμάνι της, οι κυνηγημένοι αποχαιρετούν τον γνωστό κόσμο σαλπάροντας για το άγνωστο, το ανοίκειο, δηλαδή το ξένο. Η πόλη λειτουργεί ως ένα τεράστιο Μεταγωγών, ένα σημείο διέλευσης, ένα όριο όχι μόνο γεωγραφικό, αφού αυτό το εκεί πέρα προσλαμβάνεται και ως επέκεινα, άρα και το όριο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Μόνο που ο ήρωας επιχειρεί με τη ζωή του, με την ίδια του την ύπαρξη, μια αντιστροφή. Εκλαμβάνει τα πλήθη των ανθρώπων που διεκδικούν μια θέση σ’ αυτή τη μεταφορά (τράνζιτο) ως πλήθη ήδη νεκρών. Αφήνουν τη ζωή που υπάρχει εδώ για να ακολουθήσουν τον θάνατο στη άλλη όχθη.
«Γιατί θεωρούσα νεκρούς αυτούς που είχαν εγκαταλείψει την πραγματική ζωή τους στις χαμένες τους χώρες[…] Όσο κι αν παρίσταναν ακόμα τους ζωντανούς με τα παράτολμα σχέδιά τους, με τα πολύχρωμα ρούχα τους, με τις βίζες τους για αλλόκοτες χώρες, με τις σφραγίδες του τράνζιτο. Τίποτε δεν μπορούσε να με ξεγελάσει για το είδος του ταξιδιού τους» αφού, για αυτόν είναι «όλοι πάντα σε μια φυγή από το θάνατο προς το θάνατο». Πρόκειται όμως για ένα σύνορο, η διάβαση του οποίου οδηγεί στο αμετάκλητο μέλλον. Όπως αμετάκλητο είναι και το διαδραματισμένο, αυτό που έχει ήδη συμβεί, το παρελθόν. «Όμοια το ένα με το άλλο και ισότιμα ως προς το ανεξιχνίαστο». Αυτό που δεν είναι αμετάκλητο, που μπορείς να το επηρεάσεις σε πείσμα όλων των εξωτερικών προσδιορισμών είναι αυτό που συμβαίνει τώρα και εδώ, πάνω στο σύνορο. Αυτό που παραμένει ρευστό, που περικλείει όλες τις εκδοχές, που αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα είναι οπωσδήποτε αυτό το παρόν. Ένα παρόν δύσ-τυχο αλλά πάντως κάτι που «παίζεται» και που μπορείς να επιχειρήσεις να το «παίξεις». Ό ήρωας το κρατάει στα χέρια του, το πλέκει και το ξεπλέκει σαν το κουβάρι της αφήγησης. Δεν μας ξεγελάει. Το αφήνει να ξετυλιχτεί για να μπλεχτεί δυσκολότερα. Τίποτε να μην οδηγεί σε μία λύση. Δεν υπάρχουν πιο θλιμμένες στιγμές για αυτόν από εκείνες που τα πράγματα δείχνουν να ξεκαθαρίζονται και να τελειώνουν. Κάθε φορά που παρουσιάζεται ένα εμπόδιο, αυτό είναι που κινεί την ιστορία, αυτό είναι που τον κάνει να ξεχυθεί και πάλι στους δρόμους κατασκευάζοντας μία άλλη εκδοχή. Τυλίγει και ξετυλίγει το κουβάρι και μαζί με αυτό τον χρόνο του Τράνζιτο, τον απλώνει και φτιάχνει ένα πιο ελατό παρόν, το πιο ευρύχωρο σκηνικό για να μπορέσει να παίξει εκεί η νιότη του. Η ζωή είναι εδώ. Πίσω και μπροστά θάνατος.
Και ο χρόνος, κι αυτός εδώ είναι. Απέραντος.
«(Η πλατεία) Ήταν άδεια. Δεν έμοιαζε να γεμίζει την πλατεία μόνο το απέραντο κενό –παρά τα περίπτερα με τις εφημερίδες και τα δέντρα που κρύωναν– αλλά κι ο απέραντος χρόνος. Ανακατεμένους με τη σκόνη, ο άνεμος έμοιαζε να φέρνει φυσομανώντας τεράστιους σωρούς από χρόνο».Ο «αφέντης Μιστράλ», όπως λέει η Κρίστα Βόλφ στην εισαγωγή του βιβλίου, μετατρέπεται σε όχημα μεταφοράς του υλικού αυτού του χρόνου του Τράνζιτο και παραδίδεται ως υλικό στα χέρια του ήρωα μέσα από τη θαυμάσια αφηγηματική σύμβαση του βιβλίου: «Θα ήθελα πολύ να τα διηγηθώ όλα μια φορά, από την αρχή ως το τέλος».
Το Τράνζιτο, είναι ολόκληρο η αφήγηση του κεντρικού ήρωά του. Από την πρώτη σελίδα μας παίρνει από το χέρι, μας καθίζει απέναντί του, και μας κερνάει για να τον ακούσουμε. Σιωπηλοί σύντροφοί του-ακροατές γιατί «οι μόνοι άνθρωποι με τους οποίους μπορείς να μιλήσεις είναι αυτοί που σωπαίνουν». Το δείπνο μας λιτό, δεν έχει νοσταλγία και γεύσεις κάποιας πατρίδας. Πίτσα και ροζέ κρασί στο τραπέζι μας, εδώ τα γνώρισε κι αυτός και είναι ανυπόμονος να μας τα μάθει. Και τα δύο έχουν μυστικά. Άλλο είναι και άλλο φαίνονται. Στην πίτσα«περιμένεις κάτι γλυκό και ξαφνικά δαγκώνεις πιπέρι». Όσο για το κρασί: «Να είστε προσεκτικοί με το ροζέ. Θυμίζει χυμό φραγκοστάφυλου και πίνεται το ίδιο εύκολα. Θα ευθυμήσετε απίστευτα. Πόσο εύκολα γίνονται τότε όλα. Πόσο εύκολα λέγονται όλα. Και ύστερα όταν σηκωθείτε, θα τρέμουν τα γόνατά σας». Ο ήρωας θα ξεκινήσει να μιλάει όπως κάθε άνθρωπος που αφηγείται την ιστορία του, προφορικά και πρόσωπο με πρόσωπο. Το μόνο που θα τον έκανε να ντρέπεται τρομερά θα ήταν αν έκανε τους άλλους να πλήττουν. Όμως ό,τι υπάρχει σ’ αυτό το τραπέζι έχει μυστικά. Άλλο φαίνεται και άλλο είναι. Και ο ήρωας είναι μάστορας σε αυτές τις αποκρύψεις. Τι ξέρουμε για αυτόν; Μόνο την ηλικία του, είναι 27 χρονών. Το πρόσωπό του, το χρώμα των ματιών του, το ύψος του, όλα αυτά τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά που ίσως αγάπησε η Μαρί, μας είναι άγνωστα. Βλέπουμε καθαρά τη θέα στο παλιό λιμάνι, τη φωτιά που ψήνεται η πίτσα, αυτόν όμως απέναντι μας δεν μπορούμε να τον δούμε. Ανεστίαστος, αυτός ο ανέστιος νέος μας ξεφεύγει, ούτε να τον φανταστούμε δεν μπορούμε, ενώ κρεμόμαστε από τα χείλη του. Κρεμόμαστε πιασμένοι στη μαγική πλεκτάνη του Τράνζιτο, εξαπατημένοι από την προφορική σύμβαση ενός κατεξοχήν γραπτού κειμένου. Είναι, όπως και να το κάνουμε, η φόρμα που μπορεί να κρατάει καλύτερα τα μυστικά της. Και τα ψέματά της. Ο ήρωας όμως διατυμπανίζει ότι αποστρέφεται όλα τα γραπτά. «Έχω ζήσει πάρα πολλά, αλλά δεν έχω διαβάσει ποτέ», λέει. Άλλωστε, υπάρχουν ένα σωρό ωραία πράγματα στη ζωή που όταν έρχεται η στιγμή να γράψεις για αυτά σαν να χάνουν την αξία της βιωμένης χαράς και την ανταλλάσσουν με την αξία του γραπτού κειμένου που τα περιγράφει. Όμως και στη φρίκη το ίδιο συμβαίνει.«Όλοι αυτοί που γράφουν, που ήταν μαζί μου στο ίδιο στρατόπεδο, που δραπέτευσαν μαζί μου, έχουν βιώσει κι αυτοί τις πιο φρικτές, τις πιο παράξενες διαδρομές της ζωής μας μόνο και μόνο για να γράψουν σχετικά».
Η υστεροβουλία του γραπτού λόγου που μετά, σε δεύτερο χρόνο κατατρώγει την εμπειρία, δεν του χρειάζεται. Δεν του χρειάζεται επίσης η «διόλου έγκυρη ζωή των βιβλίων». «Ένιωσα την παλιά δυσφορία της παιδικής μου ηλικίας απέναντι στα βιβλία, την ντροπή, για την απλή επινοημένη, διόλου έγκυρη ζωή. Αν κάτι έπρεπε να επινοηθεί, αν αυτή η προχειροφτιαγμένη ζωή ήταν τελείως μίζερη, τότε ήθελα εγώ ο ίδιος να την επινοήσω, αλλά όχι στο χαρτί». Στα χαρτιά. Όχι στο χαρτί. Αυτή η επινόηση του χρειάζεται. Της ζωής που κατασκευάζεται έγκυρα, με σφραγίδες, με βουλοκέρια, με κόκκινα κορδελάκια του τράνζιτο, με ταυτότητες ψεύτικες –πού είναι το πρόβλημα όταν την αληθινή την έχεις ξεχάσει, όταν κανείς πια δεν τη θυμάται– που επιβάλλουν την επινοημένη πραγματικότητά τους πάνω στην αληθινή και την καθορίζουν. Της αλλάζουν ρου.
Η απώλεια της ταυτότητας του ήρωα δεν γίνεται σταδιακά. Έχει προϋπάρξει το ριζικό σβήσιμό της μέσα στη μνήμη του. «Κάτι είχε χαθεί για μένα, είχε χαθεί έτσι, που δεν ήξερα πια τι ακριβώς ήταν, που είχε πάψει πια να μου λείπει κανονικά, τόσο ριζικά είχε χαθεί μέσα σ’ όλη αυτή την αναστάτωση». Από εκεί και ύστερα κάθε κόλπο, κάθε μέσον, κάθε αξιοποίηση των κενών και των μικρών παράθυρων που αφήνει ανοιχτά η γραφειοκρατία είναι νόμιμα. Όσες αλλαγές στα στοιχεία της ταυτότητάς του κι αν ακολουθήσουν καμία δεν θα τον επηρεάσει εσωτερικά περαιτέρω. Άλλωστε αν πάρουμε τοις μετρητοίς αυτά που μας λέει: «Μου αρέσει αυτό που αντέχει πάντα. Κι αν μου απαντήσετε ότι κι εγώ ο ίδιος αλλάζω διαρκώς τότε θα σας απαντήσω ότι κι αυτό είναι μόνο μια αναζήτηση για κάτι που αντέχει πάντα».
Το πραγματικό του όνομα είναι το μόνο από τα ονόματά του που δεν μαθαίνουμε ποτέ. Μια άηχη κίνηση μόνο μας περιγράφεται στο μέσον του βιβλίου «κάποιος φώναξε το παλιό μου όνομα». Και είναι απλώς ένα όνομα παλιό, το ίδιο πραγματικό όπως και τα επόμενα. Καθοριστική και κορυφαία σκηνή του βιβλίου το ραντεβού με τον πρόξενο του Μεξικού. Ο νεαρός αφηγητής καταφτάνει για να παραδώσει το βαλιτσάκι με τα χειρόγραφα του νεκρού συγγραφέα που σέρνει μαζί του σε όλη τη διαδρομή από το Παρίσι μέχρι τη Μασσαλία. Πάνω στο τραπέζι του πρόξενου απλωμένα όλα τα χαρτιά του νεκρού που, με ακέραιη και βέβαιη ελπίδα, θα του εξασφάλιζαν την αναχώρηση. Ο αφηγητής τα κοιτάζει σαν τη σωρό, την τέφρα του συγγραφέα. Όχι χωρίς λόγο ανασύρει μια φράση από την νεκρώσιμη ακολουθία. Μια τυχαία παρανόηση όμως, ένα ξεγλίστρημα από το Ζάιντλερ (πλαστό όνομα του αφηγητή) στο Βάιντελ (όνομα του συγγραφέα) επιφέρει μια μικρή μετατόπιση, μια αντιμετάθεση του ζωντανού αφηγητή με τον νεκρό συγγραφέα. Και μια συνάντηση στο τράνζιτο νοήματος-ονόματος. Άχρηστα, γνήσια πιστοποιητικά μεταβιβάζονται ως χρήσιμα πλαστά. Και η νεκρή αλήθεια βαφτίζεται ζωντανό ψέμα. Στο εξής ο αφηγητής θα κυκλοφορεί με το όνομα του συγγραφέα.
Η αλλαγή αυτή των στοιχείων της ταυτότητάς του γίνεται από τον αφηγητή ενεργητικά. Είναι μέρος της δικής του επινόησης, της δικής του παρέμβασης στην ευκαιρία που του δίνεται από τη συνάντηση. Και αυτός όπως και ο νεκρός συγγραφέας δίνει μεγάλη σημασία στο τι κάνουν οι άνθρωποι και εξ αυτού και στις ανθρώπινες συναντήσεις. «Μισώ τα λάθη με όλη μου την καρδιά, τα λάθη στις συναντήσεις. Τις παρεξηγήσεις και τα λάθη τα σιχαίνομαι, εφόσον αφορούν εμένα τον ίδιο. Έχω μάλιστα την τάση να δίνω υπερβολική σημασία σε όλες τις ανθρώπινες συναντήσεις, σαν να τις είχε ορίσει μια ανώτερη δύναμη, σαν να ήταν αναπόφευκτες. Στο αναπόφευκτο –έτσι δεν είναι–δεν πρέπει να υπάρχούν παρεξηγήσεις.»
Πρόκειται για το αναπόδραστο, το πεπρωμένο των συναντήσεων. Και όχι των συμπτώσεων, διότι: «Ό,τι είναι σύμπτωση δεν γίνεται ποτέ πεπρωμένο». Ο ήρωας όμως δεν είναι έρμαιο ούτε των συμπτώσεων, αλλά ούτε και των συναντήσεων αφού δεν τον διαπερνούν όλες οι συναντήσεις. Νωρίς-νωρίς στη δεύτερη σελίδα του μυθιστορήματος, η Άννα Ζέγκερς μας δίνει την πιο τρυφερή, νοσταλγική και διαπεραστική περιγραφή της δικής της συνθήκης ζωής τράνζιτο: “Κι ο ίδιος θα ξέρετε βέβαια πώς είναι αυτές οι φευγαλέες γνωριμίες στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, στις αίθουσες αναμονής των προξενείων στο τμήμα της Νομαρχίας για τις βίζες. Πόσο φευγαλέο είναι το ψιθύρισμα λίγων λέξεων, σαν τα χαρτονομίσματα που τα αλλάζεις βιαστικά. Μόνο σπάνια σε αγγίζει ένα σκέτο επιφώνημα, μία λέξη, ή ακόμα ένα πρόσωπο. Σε διαπερνάει πέρα για πέρα, γρήγορα και φευγαλέα. Σηκώνεις τα μάτια, το ακούς και ήδη έχεις μπλέξει σε κάτι».
Μετά από αυτόν τον περιορισμό του εξωτερικού και άνωθεν προσδιορισμού, του πεπρωμένου –ακόμα και του ιστορικού, μέσα σε ένα κειμενικό περιβάλλον αυστηρά ιστορικά προσδιορισμένο, είναι δύσκολη, ακατόρθωτη η πλοκή παλιού ύφους, είμαστε μακριά από τονμεγάλο μύθο. Χρειάζεται αυτή η περίπλοκη πλεχτή δομή του μυθιστορήματος και η αναλυτική τοπογραφία των συναντήσεων. Χρειάζεται η φόρμα με την επίφαση της προφορικής αφήγησης. Αν θέλουμε κάποτε να τελειώνουμε: «Μόνο ό,τι αφηγούμαστε τελειώνει». O ήρωας της Άννας Ζέγκερς είναι ένας νεαρός άνδρας που υποφέρει από θανάσιμη πλήξη. Αντικαθιστώντας τον φόβο με αυτό το αταίριαστο συναίσθημα, μένει συνεπής με την αναποδογυρισμένη εικόνα του εαυτού του που μας επιτρέπει να δούμε. Υπάρχει όμως ένας καθρέφτης που φέρνει τα πράγματα ξανά στη θέση τους. Ένας καθρέφτης που υπηρέτησε και η Άννα Ζέγκερς μέχρι τέλους. Ο καθρέφτης της λογοτεχνίας. Και επειδή η λογοτεχνία γράφεται σε μια γλώσσα: ο καθρέφτης της λογοτεχνίας της μητρικής της γλώσσας. Εκεί ξεχνιέται η θανάσιμη πλήξη του αφηγητή. Κι αν είχε θανάσιμα τραύματα και αυτά εκεί θα είχαν ξεχαστεί. Όμως οι Γερμανοί δέχτηκαν ένα βαρύ θανάσιμο τραύμα στην επικράτεια του παράδεισου της μητρικής τους γλώσσας. Οι λέξεις της βγήκαν τραχιές και αποκρουστικές από το λαρύγγι των Ναζί. Για αυτές έπρεπε να αγωνιστούν. Όπως ο νεκρός συγγραφέας του Τράνζιτο: “για κάθε πρόταση, για κάθε λέξη της μητρικής του γλώσσας…αυτό δεν σημαίνει ότι έκανε κάτι για το λαό του; Ακόμα κι αν προσωρινά χωρισμένος από τους δικούς του χάνει αυτόν τον αγώνα, δεν φταίει αυτός. Αποτραβιέται με τις ιστορίες του, που μπορούν να περιμένουν όπως αυτός, δέκα χρόνια, εκατό χρόνια».
Βρισκόμαστε 64 χρόνια μετά τη συγγραφή του Τράνζιτο. Το βιβλίο, κατά το σχήμα της Κρίστα Βολφ, είναι ένα βιβλίο που αλλάζει διαρκώς. Προφανώς γι αυτό το λόγο αντέχει πάντα. Η Άννα Ζέγκερς έφθασε στο Ανατολικό Βερολίνο με το μυθιστόρημα στις λογοτεχνικές αποσκευές της. Τα επόμενα χρόνια τα βιβλιοπωλεία της ΛΔΓ κοσμούσαν –λέγεται– φωτογραφίες της να ανταλλάσσει χειραψία με τον Έρικ Χόνεκερ. Σε μεγάλη χρονική απόσταση πλέον από τη στιγμή της πολιτικής επιλογής των Γερμανών κομμουνιστών διανοουμένων να εγκατασταθούν και να συστρατευθούν με την Ανατολική Γερμανία, βλέπουμε καθαρά ότι η χώρα δεν ήταν μόνο οργωμένη από τα καλώδια της Στάζι. Ακόμα και στα ευρύχωρα διαμερίσματα των στελεχών της Karl Marx Alee υπήρχαν άνθρωποι που σκέφτονταν, που παρήγαγαν πολιτικά, φιλοσοφικά, λογοτεχνικά. Η Άννα Ζέγκερς, απ’ ότι φαίνεται, δεν αποτραβήχτηκε με τις ιστορίες της. Αναμείχθηκε και αποτέλεσε μέρος του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Παραδόξως όμως, έγραψε πάνω στη φωτιά με τη νηφαλιότητα και την οξυδέρκεια που της πρόσφερε η βαθιά σχέση της με την πολιτική και με υλικό που αντλούσε από τις ζωές των άλλων και από τη ζωή της την ίδια, κάνοντας τις ιστορίες της να μπορούν να περιμένουν και δέκα και εκατό χρόνια.
INFO: Anna Seghers
Τράνζιτο, μτφρ. Γιώργος Δεπάστας
Άγρα, σ. 304.
(*) Δημοσιεύτηκε στον Πολίτη, 154, Απρίλιος 2007, 20-23.