του Γιάννη Ν. Μπασκοζου
Τον γνωρίσαμε ελληνικά από το Ανάστροφα, ένα μυθιστόρημα ύμνος στον εστετισμό (σε αυτό που οι παλιοί λέγανε «τέχνη για την τέχνη». Όμως προηγουμένως είχε δημοσιεύσει πολλές νουβέλες και διηγήματα άλλοτε νατουραλιστικά, κι άλλα σκοτεινά, ρεαλιστικά και γεμάτα με τις λεπτομερείς περιγραφές του Παρισιού, μια πόλη που ο Ουισμάνς (1848-1907)αγαπούσε και γνώριζε πολύ καλά.
Σε αυτό το κομψό βιβλιαράκι έχουμε δύο από τις ωραιότερες νουβέλες του. Η πρώτη «Το σακίδιο» στηρίζεται στις προσωπικές του εμπειρίες όταν κλήθηκε αν υπηρετήσει στον Γαλλοπροσωπικό πόλεμο, υπέφερε από δυσεντερία και κατάφερε να απαλλαγεί. Ο ήρωας του, ο Ευγένιος, είναι ένας ρέμπελος, ένας ρέκτης των «ποταπών» απολαύσεων, φθηνό κρασί, φθηνές γυναίκες. Το πιο σταθερό συναισθηματικό του στοιχείο είναι η μητέρα του και κυρίως η φιλία του με ένα ψηλό στρατιώτη, ερασιτέχνη ζωγράφο, τον Φρανσίς. Οι δύο τους θα κάνουν τα πάντα για να μην πολεμήσουν, για να μπορέσουν να την βγάλουν καθαρή σε έναν τρελό πόλεμο, χαμένο πριν ξεκινήσει. Η οξύνοια του κεντρικού ήρωα φανερώνεται σε κάθε σχόλιο, σε κάθε του στοχασμό. Οι σελίδες της οπισθοχώρησης των στρατευμάτων είναι δοσμένες με μια τραγικο-κωμική, ντελιριακή πένα, ισοδύναμη με σκηνές από τα καλύτερα αντιπολεμικά μυθιστορήματα. Σκληρή αντιπολεμική αφήγηση που θυμίζει τον κόσμο του Σελίν στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, αντιηρωικό, χαοτικό, απαισιόδοξο αλλά τόσο δυνατό, τόσο ειλικρινές.
Η δεύτερη νουβέλα με τίτλο «Έρμαιο της τύχης» ο ήρωας είναι ο Ζαν Φολαντέν, μπεκιάρης, μονόχνωτος, καταθλιπτικός. Το μόνο που του έχει απομείνει στη ζωή είναι να βρει ένα καλό γεύμα αλλά τα χρήματά του είναι λίγα. Έτσι τα γεύματά του είναι συνήθως σε παρακμιακά μικρά ταβερνεία. Έχει απορρίψει την ιδέα να παντρευτεί καθώς έχει το σύνδρομο του μοναχικού – δεν θέλει άλλον στο κρεββάτι του. Θα νόμιζε κανείς ότι αυτό είναι το θέμα του βιβλίου αλλά ο Ουισμάνς παίρνει την ευκαιρία να κρίνει τον κόσμο της κουλτούρας. Οι σελίδες του για τα μυθιστορήματα και την ποίηση της εποχής είναι αριστουργηματικές: « παρουσίαζαν γυναίκες της υψηλής κοινωνίας που αφηγούνταν με ακατάσχετη φλυαρία τα επεισόδια ενός τραγικού έρωτα, μονομαχίες, δολοφονίες, αυτοκτονίες. Άλλα υποστήριζαν θεωρίες που απέδιδαν όλα τα ελαττώματα στους ευγενείς και όλες τις αρετές στους ανθρώπους του λαού». Για τους ηθοποιούς τονίζει ότι «είναι ικανοί μόνο να περιχύνουν τις μερίδες με την πανομοιότυπη άσπρη σάλτσα όταν πρόκειται για κωμωδία και με την ίδια απαράλλαχτη κόκκινη σάλτσα όταν πρόκειται για δράμα. Είναι ανίκανοι να επινοήσουν μια τρίτη σάλτσα». Για τις πρόχειρες οπερέτες σχολίαζε «παταγώδης πλήξη». Συμπονούσε τους ποιητές που έγραφαν «στίχους που προσπαθούσαν να πετάξουν με σπασμένα φτερά» για να καταλήξει ειρωνικά «δεν υπάρχει δικαιοσύνη στη λογοτεχνία». Από την πένα του δεν ξεφεύγει η γαλλική κουζίνα, οι μικροαπατεώνες, η μελλοντική διευθύνουσα τάξη που θα φροντίσει τη «διαιώνιση της ανοησίας», οι κοινοτοπίες, οι αερολογίες, οι παρωχημένες φιλολογικές απόψεις, όλα τα παράδοξα που είχαν ειπωθεί πριν από εκατό χρόνια. Εύρισκε πιο εκλεπτυσμένο το πνεύμα των εργατών και των παιδιών που κάνουν τα θελήματα.
Και στις δύο νουβέλες οι ιστορίες κάνουν έναν κύκλο: ο νεαρός στρατιώτης Ευγένιος επιστρέφει στο σπίτι του και ο Ζαν Φολαντέν στα παλιά βρώμικα καπηλειά αφού έκανε πολλές απόπειρες να ζήσει κάπως διαφορετικά. Ο Ουισμανς είναι ένας περιηγητής στην εποχή του, κρίνει, σχολιάζει, απορρίπτει, οι ήρωες του παραμένουν στη μόνη σιγουριά που ξέρουν την μοναχικότητά τους.